30 Δεκ 2020

Μαύρη σούπα

Πάλι το μίξερ. Όταν το θέλω είναι εξαφανισμένο απ' το σπίτι. Μετά το πρωινό καυγαδάκι και με στέρεα επιχειρήματα, σαν του Πέτσα, κατάφερα να το έχω μπροστά μου. Ας μην ήταν οι γιορτινές μέρες και σιγά που θα μου το έδινε.                 -Μα τι θα το κάνεις, αφού τη φασολάδα την έκανες, άλλα γλυκά δεν θέλουμε.

Με είπε και άσχετο, για τη φασολάδα φαντάζομαι, αλλά εγώ είδα έναν σεφ στη τηλεόραση να ρίχνει στο μίξερ, σέληνο, κρεμμύδι, καρότο, παντζάρι, πατάτα, αλάτι, ρίγανη, πιπέρι, δεν θυμάμαι τι άλλο, τα έκανε σούπα και τα έριχνε στη κατσαρόλα. Η καλύτερη σούπα φασολάδας, έλεγε. Η γυναίκα μου, όλα αυτά λέει τα ψιλοκόβει με το μαχαίρι. Ψιλοδιαφωνήσαμε κι γι' αυτό, αλλά δεν με νοιάζει, αρκεί που μου' δωσε το μίξερ.

-Κάνε ότι θες, αλλά όταν επιστρέψω θα στο πάρω, έχω clik away.

Στρώθηκα στο πάτωμα, η γυναίκα μου το χρησιμοποιεί στον πάγκο, πήρα μια λεκάνη να μη λερώσω, το σπίτι είναι καθαρό λόγω του ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς. Το μίξερ αναστενάζει, η λεκάνη γεμίζει μαύρη σούπα. Πετάω μέσα σχεδόν όλο το δύο χιλιάδες είκοσι. Λέξεις που μας πλήγωσαν, αποξένωση, εγκλωβισμός, καραντίνα, λέξεις που μας βασάνισαν, σκοιλ ελικικιού, λοκντάουν, κλικεγουέϊ, αποφάσεις που μας γύρισαν χρόνια πίσω, αποφασίζομεν και διατάσσομε, μεγάλες επενδύσεις σαν του καζίνου στο Ελληνικό, την απαγόρευση των διαδηλώσεων, που και που πετάω και κανένα μελομακάρονο να γλυκάνω το χάπι, όταν πέταγα τα κανάλια να δείτε πως έσκουζε το μίξερ. Στο τέλος πέταξα και την υπομονή μου.

Τα συμμάζεψα όλα και ήρθα στο χωράφι. Πέταξα την σούπα, μαύρη σαν κοπριά, στα δέντρα, όλα χρειάζονται για να ανθίσουν την Άνοιξη.

28 Δεκ 2020

Αγάπη

Γυμνά δέντρα, θλιμμένα βουνά, χειμωνιάτικη προσδοκία της άνοιξης. Ο χρόνος κυλλάει αργά, η ομίχλη σκέπασε τον Κόζιακα, μαραμένα όνειρα η ζωή μου. Πρέπει κάτι να κάνω, σκίζω ένα χαρτι κουζίνας, γράφω στο γόνατο μερικούς στίχους, πως να τους πω, αγάπη, μοναξιά, ευχαριστώ πάντα;


Όταν όλοι και όλα σε εγκαταλείπουν

Όταν η βροχή γίνεται καταιγίδα κι όλοι τρέχουν να κρυφτούν

Όταν ο πόνος, η μοναξιά, η πείνα, σε παγώνουν

Όταν ένα παιδί προσεύχεται στο στήθος της μάνας

Εσύ είσαι εδώ, και με κοιτάς στα μάτια, Εσύ είσαι πάντα εδώ. Μέσα μου, έξω μου, χιλιάδες χρώματα μετά τη βροχή, φιλί στη πληγή μου, χαμόγελο στην ανάσα μου. Εσύ είσαι πάντα εδώ. Αγάπη.


Οι στίχοι κατέληξαν στην Αγάπη. Η λύτρωση.

26 Δεκ 2020

Μια κόκκινη καρδούλα

Ας είναι μια κόκκινη καρδούλα, να συμπυκνώνει την τιμή και την αγάπη των φίλων, ένα ευχαριστώ αλληλοκατανόησης όσων υποφέρουμε, όσων νομίζουμε πως δεν συμβάλλουμε στη βία του κόσμου. Είμαστε όλοι παιδιά της φύσης, - όχι όλοι, το μόνο χρέος μας να προστατεύουμε κάθε άνθρωπο, κάθε ζώο, κάθε φυσικό ον, τα πουλιά και τη θάλασσα. Ο κόσμος βρίσκεται σε επικίνδυνη στροφή, το φυσικό του μέλλον αργοπεθαίνει, η βία τρομάζει. Οι συνεργοί πανηγυρίζουν για την ιλιγγιώδη ταχύτητα της καταστροφής, μετά προσφέρουν ένα πιάτο φαΐ ανήμερα τα Χριστούγεννα, να εξιλεωθούν στα μάτια της φτώχειας, της πείνας, της αδικίας, της ανεργίας και το κακό συναπάντημα της αθλιότητας. Φαίνεται στις οθόνες, πως τις υπόλοιπες μέρες δεν υπάρχουν άστεγοι, ούτε θάνατος.  Ω τι συγκίνηση, ω τι ανθρωπιά! Καμία ευχή δεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή, όταν δεν γίνεται η ίδια ζωή για όλους.

 Ότι σπείρουμε θα θερίσουμε, έλεγαν οι παλιοί. Αυτό ισχύει, αρακά έσπειρα, αρακάς φύτρωσε. Μόνο που ο αρακάς δεν είναι ευχή, θέλει πολύ δουλειά και σύμμαχο τη φύση. Ούτε πολιτική φλυαρία των ανομολόγητων.

24 Δεκ 2020

Η φάτνη

Χιόνισε τη νύχτα, μέχρι το γόνατο. Μια μικρή διαδρομή να φτάσουμε στη μάντρα. Μπροστά ο πατέρας με την κάπα, πίσω εγώ. Αχάραγα αρμέγαμε τα πρόβατα, ο Αλέκος περίμενε. Το καλύβι του ήταν δίπλα στην πέτρινη μάντρα. Το χιόνι ανέμιζε τώρα, το κρύο περόνιαζε. Όταν φτάσαμε είδα τη φάτνη, δια χειρός του τσοπάνη. Τρία πουρναρόξυλα δεμένα στην κορυφή, μια κουρελού για σκεπή, άχυρο στο πάτωμα, ξυλόγλυπτη η Παναγία κι ο μικρός Χριστός, συρμάτινοι οι μάγοι με τα δώρα. Θρήσκος, πότης, γυναικάς, ταλαντούχος ζωγράφος, ο Αλέκος. Όλες οι πέτρες του βουνού ήταν ζωγραφισμένες, δια χειρός τσοπάνη, υπέγραφε.   Ξημέρωνε Χριστούγεννα, τα πρόβατα βέλαζαν, οι καμπάνα του χωριού χτυπούσε. Ο Αλέκος άναψε φωτιά με στεγνά πουρνάρια, η φάτνη έλαμπε φως.  Είπαμε χρόνια πολλά και άρχισε το άρμεγμα. Ζώα και άνθρωποι γιορτάζαμε. Ακόμα μ' εκείνη τη φάτνη γιορτάζω.

23 Δεκ 2020

Σίγουρη επένδυση

Διαβάζω καταθλιπτικά κείμενα, συναντώ εμένα. 

Ακούω ειδήσεις, τρομάζω τη λογική των σαλονιών. 

Ναρκωτικά, όπλα, σκάνδαλα, εμπόριο σάρκας, επενδύσεις σε καζίνα, πόνος για τα ρεβεγιόν των πλουσίων.  Μια υπέρκομψη κυρία αγωνιά για το ντύσιμο της Πρωτοχρονιάς. Ένας ανέμελος άνθρωπος φλυαρεί δίχως να πει μια πρόταση ζωής. Έστω μια λέξη, να τη θυμάμαι. Φρου φρου κι αρώματα η εξάρτηση με ότι γυαλίζει. Πανάκριβο χόμπυ να το φτάσουν οι ακόλουθοι. Αγώνας  ζωής. Οι περισσότεροι δεν προλαβαίνουν. Πεθαίνουν με τον ξερό μισθό τους. 

Ανασαίνω τη μοναξιά μου, βαθύ πηγάδι. Ο ήλιος απλώνεται στο χωράφι, ζω ακόμα. Ο σκύλος έφαγε και λαγοκοιμάται. Ένας ποιητής γράφει ποιήματα, το  μεσημέρι των Χριστουγέννων θα τ' απαγγείλει στην παρέα του. Όλοι θα χειροκροτήσουν. Ο κόσμος βέβαια δεν θα αλλάξει ξαφνικά, αλλά ίσως μια μέρα, όταν τα ποιήματα κατακτήσουν τη γη. 

Μετά όλοι θα ευχηθούνε να περάσει αυτός ο ιός, να επανέλθουμε στην άριστη κανονικότητα, ο καθένας να πάει εκεί που ανήκει. Ο άστεγος στο χαρτοκούτι του, ο πλούσιος στη Μύκονο, ο εργαζόμενος να πληρώσει το κομμένο ρεύμα, ο άνεργος στην κατάθλιψη, ο έχων βόλτα στο Harrods, ο Ψαριανός στην Ελληνική λύση, τα κανάλια να ασχοληθούν ξανα με τους χολυγουντιανούς αστέρες, το χρηματιστήριο να κάνει τσιχλόφουσκες, η Κεραμέως να φορέσει τα καλά της, ο Πρωθυπουργός να πανηγυρίζει πως νίκησε ακόμα και τον κορονοιο. Επιτέλους θα μπορω να κάνω κι εγώ την επένδυση στα μινκ που σχεδίαζα, οι κυρίες δεν θα πάψουν ποτέ να φοράνε γούνα. Σίγουρη επένδυση.

21 Δεκ 2020

Καλά Χριστούγεννα

Σήμερα στόλισα το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Άργησα;  Ούτε κατάστημα της αγοράς είμαι, ούτε σαλόνι για ρεβεγιόν, είμαι μόνο ένα ταπεινό χωράφι. Ταπεινός και ο στολισμός του κυπαρισσιού της Αριζόνας, που μεγαλώνουν τα σπλάχνα μου.

Από ανατολικά κρέμασα την ελπίδα, τη ζωή και τον έρωτα, από δυτικά τη νοσταλγία της νιότης, την αγάπη και το θάνατο. Στο νότο ένα ποίημα του Καββαδία, ένα υγρό τραγούδι κι ένα παλιό μου διήγημα, που βρήκα στην αποθήκη των παιδικών μου χρόνων. Στο βορρά κρέμασα τη σημερινή μουντή μέρα, ένα παγωμένο κρύσταλο της μνήμης κι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα απ' αυτά που ευδοκιμούν στα μέρη του. Είχα πάρει μαζί μου και λέξεις που ξεχώρισαν τη χρονιά που πέρασε, τις πέταξα όλες, δεν θέλω να τις θυμάμαι. Ούτε επικαιρότητα, ούτε εν το πολλώ το ευ.

Μετά το ράντισα με χαλκό, πιο μπλέ απ' τον ουρανό, να ξεχωρίζει τις καθαρές μέρες του χειμώνα, να θυμίζει το χρώμα της θάλασσας.

Πάνω πάνω, έβαλα τη μορφή σου.

Καλά Χριστούγεννα.

17 Δεκ 2020

Το τρυφερό σου δέρμα

Στη μέση του χωραφιού, χορεύω τα ανεκπλήρωτα όνειρα, μεθώ την πνοή μου στα σύννεφα, νεκρή φύση ο χειμώνας μου. Μετά ξαπλώνω στο χώμα, φυτεύω το χέρι μου ανάμεσα στα γυμνά δέντρα, τα δαχτυλά μου θα γίνουν κλαδιά την Άνοιξη, τρυφερά φύλλα κι άνθη. Να δροσίζεται στη σκιά μου, το τρυφερό σου δέρμα. Το καλοκαίρι.

Δέντρα και άνθρωποι περπατάνε μαζί, στο φθινόπωρο της ζωής μας.


Δύο μέρες μετά,13/12/2020


Υ. Γ. Σήμερα είδα την ανάρτηση της φίλης Δημητρα Λεχουριτη  και τι σύμπτωση η φωτογραφία.. Την προσθέτω και την ευχαριστώ. 




Το ψηλότερο δέντρο στην Ουαλία, είχε καταστραφεί από μια καταιγίδα κι έπρεπε να κοπεί. Ο καλλιτέχνης Simon O' Rourke όμως είχε διαφορετική γνώμη και με ένα αλυσοπρίονο, συμβόλισε  την προσπάθειά του να φτάσει στον ουρανό!



11 Δεκ 2020

Ένα δειλινό

Τούτη η ώρα που πάει στο δειλινό, τούτη η ώρα που αχνοφέγγει το φώς, να παραδώσει στη νύχτα, οι εργάτες ξεπλένουν τον ιδρώτα της μέρας, ψηλά γυμνά δέντρα ζωγραφίζουν τη φύση του χειμώνα, εδώ κι εκεί ανάβουν ζεστά φώτα στα χαμηλά σπίτια του κάμπου. Ω, τι όμορφη τούτη η εικόνα της επιστροφής, μετά από μια γεμάτη μέρα δουλειάς, καπνίζουν τα τζάκια, τα σκυλιά γαυγίζουν, ένα λεπτό σύννεφο μακριά, πολύ μακριά γίνεται σκάλα, κάποιος να ανάψει το φεγγάρι.

Ένα άγγιγμα της γυναίκας, ένα τραγουδι του νόστου, ένα βιβλίο που εξιστορεί όσα δεν έζησες. Και όσα έζησες γίνονται γλυκός ψίθυρος στη μνήμη άλλης εποχής.

Τόση ομορφιά που να τη χωρέσω, τόση ασχήμια που να την ξεφορτωθώ. Τόσο φως, τόσο σκοτάδι. 

Ένα φως στο σκοτάδι μου είσαι κι εσύ, καντήλι τα μάτια σου, στην ψυχή μου.

10 Δεκ 2020

Οδός Ουτοπίας

Αυτός ο χωματόδρομος είναι ο δρόμος μου. Οι λιγοστοί διαβάτες του είναι άνθρωποι απλοί, χαμογελάνε, χαιρετάνε και πάνε για τα χωράφια τους.

Ανώνυμος και σιωπηλός, με περιμένει πάντα. Εγώ τον ονόμασα Οδός Ουτοπίας, ξεκινάει  απ' την άσφαλτο και φτάνει στο χωράφι μου.

Στις άκρες του  λεύκες και πλατάνια, ιτιές και σφένταμοι πιάνουν κουβέντα μαζί του, ακούω τους ψιθύρους τις καλές μέρες,  αναφιλητά και κλάματα, όταν φυσάει και βρέχει. Είναι μια ευθεία, χωρίς παγίδες και  περιστροφές, ένας ειλικρινής δρόμος.

Βρέχει σήμερα απαλά, χειμωνιάτικα, δεν είναι μέρα για δουλειά, έπιασα κουβέντα μαζί του. Παλιά, μου είπε, είχε μια λακούβα και γέμιζε βροχόνερο, όταν ξαστέρωνε μιλούσε με το φεγγάρι, ερχόταν να πιεί νερό, ήταν γεμάτες οι νύχτες του. Τη μέρα έπαιζε με τις αχτίδες του ήλιου, ένας καθρέφτης του δρόμου. Μου μίλησε για τα βήματα των πεζών και την ταχύτητα των αυτοκινήτων, για τα πουλιά που δεν κελαηδούν τον χειμώνα, τα γυμνά κλαριά των δέντρων, πόσο απαλά κόβει βόλτες η γάτα του Λάμπρου και την πονηριά της αλεπούς. Του αρέσει η άνοιξη, τότε νοιώθει ερωτευμένος  με τα τρυφερά φύλλα των δέντρων. Τότε είναι η Οδός Ερωτευμένων. Τότε φυτρώνει και το δικό του χορτάρι. Καταμεσίς. Δεν θα ήθελε ποτέ να γίνει άσφαλτος, ένας δρόμος χωρίς ανάσα, καταδικασμένος στη βία της ταχύτητας.

" Ήθελα να παίζουν παιδιά, να ακούω τις φωνές τους, ζηλεύω την αλάνα του χωριού. Βλέπω όμως εσαεί τον Κόζιακα κι αυτό είναι προνόμιο μεγάλο".

Ο δρόμος μου μίλαγε, εγώ τον άκουγα, η βροχή δυνάμωνε. Μαζί και η φιλία μας.

30 Νοε 2020

Ένας άνθρωπος μόνο

Τα σύννεφα σκέπασαν τον Κόζιακα, και τις ψυχές μας. Μοναδικός ο κάθε άνθρωπος, ένας ολόκληρος κόσμος γύρω από κάθε ζωντανό ον, χάνεται κάθε φορά μαζί του. Χάθηκες κι εσύ. Άφησες πίσω σου χνάρια  ανεξίτηλα, στους δρόμους που άνοιγες. Γνώση, κατανόηση αλληλελεγγύη, δικαιοσύνη, φύτρωναν αμάραντα λουλούδια σε κάθε σου βήμα.  Με τους αδύναμους και τους κυνηγημένους, τους διψασμένους για ζωή, τους απελπισμένους ονειροπόλους κράταγες στο ζεστό σου χέρι.

Κάποτε θα γεννηθεί ένας καινούριος κόσμος, τότε θα ρθείς ξανά, οι σπόροι πάντα φυτρώνουν. Εκτός απ' τους σάπιους, τους ευφησυχασμένους. 

Αγάπησες τα βουνά, τα ποτάμια, τη θάλασσα, τον αέρα, τη βροχή, τον ήλιο, τα ζώα και τα πουλιά, τη φύση ολάκερη. Ήσουν η ζωή για τη ζωή, το φως στο σκοτάδι.

Και τι ήσουν, ένας Άνθρωπος μόνο, απέναντι σε πάνοπλες στρατιές.

26 Νοε 2020

Ρούτερ

Μετά τις πλημμύρες δεν έχω καλό ιντερνετ. Περιμένω τα διακόσια ευρώ του χριστουγεννιάτικου μποναμά να πάρω ένα καινούριο ρούτερ. Ευτυχώς που το εγγυημένο εισόδημα είναι εγγυημένο και ζω άνετα. Καπάκι τώρα και άλλα διακόσια, είμαι έτοιμος να τα ρίξω στην αγορά. Κάνω μια σχετική έρευνα από τώρα. Βρίσκω από είκοσι μέχρι πενήντα ευρώ.  Δεν είναι εύκολο να αποφασίσω.   Αν πάρω με είκοσι ευρώ, μου περισσεύουν άλλα τριάντα, με είκοσι επτά παίρνω οξύμετρο, το οξυγόνο  και τα μάτια μας, εδώ που φτάσαμε. Μου περισσεύουν και τρία ευρώ για έναν καφέ στο πλαστικό, οι γιορτές δικαιολογούν τη σπατάλη. Θα είναι καλό όμως το φτηνό ρούτερ, με τα πενήντα είναι τούρμπο. Έχω καιρό ακόμα να αποφασίσω. Σκέφτομαι τον Πρωθυπουργό που άμεσα έπρεπε να αποφασίσει, ούτε ένα ρούτερ δεν βρήκε, ήταν που έπρεπε να κλείσει το πρώτο ραντεβού με τον Τράμπ. Στο κάτω κάτω εγώ δεν έχω ραντεβού, με την Μαρία της πετάω χαλικάκια στο παράθυρο.  Θα κάνω βέβαια μια προσπάθεια μήπως το πάρω δώρο απο καμιά εταιρεία, τα χριστούγεννα δεν χρειάζεται να είσαι πρωθυπουργός να σου κάνουν δώρο. Ότι και να γίνει το ρούτερ σήμερα είναι προτεραιότητα, μετά τα φάρμακα. Καλό βέβαια είναι να προσέχουμε, γιατί άμα αρχίσουμε τα φάρμακα κάποια μέρα θα πεθάνουμε. Όπως ακριβώς με τις ΜΕΘ. Όσοι μπαίνουν πεθαίνουν, καλύτερα να μην είχαμε.

Μια μέλισσα βουίζει πάνω μου, ηλιόλουστη μέρα του Νοέμβρη, που πήγαν όλα τα σύννεφα, χτες δεν χώραγαν στο ουρανό. Διώχνω μακριά τη μέλισσα, απόσταση και ατομική ευθύνη, αν με τσιμπήσει νοσοκομείο δεν έχει, θα πεθάνω, είμαι αλλεργικός. Η αλλεργία μου δεν ανιχνεύεται, τόσες εξετάσεις αίματος και ούρων κι όλες τέλειες.

Η πιο δύσκολη αρρώστια η αλλεργία, με το ρούτερ κάτι θα γίνει.

23 Νοε 2020

Η καινούρια γλώσσα

Αλαμπουρνέζικα δεν ξέρω, αλλά θα μάθω. Επιβάλλεται όλοι να μάθουμε. Ακούω ειδήσεις και δεν καταλαβαινω τίποτα. Επίταξη του Δημοσίου στο ιδιωτικό. Νόμιζα το αντίθετοο θα γίνει. Άρα περισσεύουν στο Δημόσιο. Τότε προς τι οι φωνές των γιατρών από πέρυσι;  Μήπως ο υπουργός υπερανάπτυξης πρέπει να απολύσει κάποιους; Εξ άλλου επιβάλλεται η λιτότητα όταν θα πρέπει η χώρα να πάρει όπλα δέκατης ή πέμπτης γεννιάς, δεν θυμάμαι, ώστε όσοι απομείνουμε μετά την8 καταστροφή να νοιώθουμε ασφαλείς. Εξ άλλου ως το επόμενο καλοκαίρι θα έχουμε την ανοσία της αγέλης. Το πρόβλημα είναι η αγέλη τελικά, που μόνο να διαμαρτύρεται έμαθε. Τότε θα μπορουν και οι πρόεδροι κάθε είδους να το γλεντάνε, χωρίς θορυβώδη μηχανήματα να διώχνουν έξω από το παράθυρο τον ιό.

Αλαμπουρνέζικα δεν ξέρω, αλλά θα μάθω. Γιατί δίχως αυτά δεν θα επιβιώσει κανείς. Είναι η καινούρια γλώσσα της χώρας, αλλά  και της υπερσύγχρονης εποχής του Τραμπισμού.

22 Νοε 2020

Κίτρινα φύλλα

Μετράω τα χρόνια μου πάνω στα χρόνια των δέντρων. Ω πόσο νέα αυτά, πως ξέφυγαν τα δικά μου. Πενθώ τις στιγμές που δεν έζησα, τους  αγώνες που δεν εδωσα, τον φόβο που με κράτησε.  Ερήμωσα μέσα στη μοναξιά του κόσμου, χάθηκα στις αυταπάτες της ζωής μου. Ούτε το δικό σου χαμόγελο δεν φόρεσα φυλαχτό, στις άγρυπνες νύχτες μου. Και τώρα πιάνομαι στη σκάλα του νόστου μακρινής πατρίδας. Κίτρινα φύλλα  το σώμα μου, νεκρή φύση ο χειμώνας μου, περιμένω εσαεί την Άνοιξη.

17 Νοε 2020

Ψωμι, παιδεία, υγεία, ελευθερία

Γιατί αυτοί οι άνθρωποι διαμαρτύρονται με κίνδυνο της ζωής τους; Ο ένας είπε δεν έχει δουλειά, ο άλλος έχει νηστικά τα παιδιά του, ένας είπε δεν μπορεί ν' ανασάνει, άλλος χάνει το σπίτι του, ένας δεκαοχτάρης είπε πως δεν βλέπει το μελλον. 

Αυτοί οι άνθρωποι συγκρούονται άοπλοι με πάνοπλους της εξουσίας; Θέλουν φαίνεται να αδικήσουν την κανονικότητα της δημοκρατίας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι για την ευημερία της κοινωνίας. Φωνάζουν τα ίδια συνθήματα, όπως σαράντα επτά χρόνια πριν: Ψωμί, Παιδεία, Υγεία, Ελευθερία. 

Ησυχία, τάξις, ασφάλεια φωνάζουν οι σωτήρες.  Επικαλούνται κι αυτοί τη δημοκρατία, τους λένε τρομοκράτες, αντιεξουαστές, αναρχικούς, περιθωριακούς, αυτοί δεν είναι άνθρωποι, δεν σέβονται την ανάπτυξη της χώρας, τους νόμους του κράτους.

Γιατι διαμαρτύρονται αυτοί οι άνθρωποι, ούτε που τους αφορά. 

Πως να καταλάβουν ότι ένας λαός ολόκληρος υποφέρει μαζί τους;

14 Νοε 2020

Άσπρα και μαύρα σύννεφα

Ηλιόλουστη μέρα του Νοέμβρη και όλα τα νέα φέρνουν τα μαύρα σύννεφα.  Κάποιοι έπεσαν απ' αυτά τα σύννεφα, γιατί βλέπουν τα αποτελέσματα και δεν διαβάζουν τις αιτίες. Η αλήθεια βέβαια είναι πως μπορούν, αλλά δεν θέλουν.  Οι ταχύτητες του κέρδους δεν κάνουν ποτέ στάση για περισυλλογή. Αντιπαροχή οι ζωές των ανθρώπων, στατιστική της μάζας η ανθρώπινη πορεία. Και τώρα, έπεσα απ' τα σύννεφα. Ας ρωτήσουν και κάποιον που σέρνεται μες τα τερατώδη συστήματα που κτίζουν. Πόλεις που ερήμωσαν την φύση, σπίτια χωρίς αυλή, υπόνομοι και σκουπίδια, ανταλλαγές άχρητων υπηρεσιών. Μισή Ελλάδα η Αθήνα; Νυν υπέρ πάντων το κέρδος, πάσει ανθρώπινη θυσία.  Και η θυσία είναι η ίδια η ζωή.

Πως κουμαντάρεται τώρα το τέρας; Με μέτρα. Όσα φάρμακα και να ξοδέψεις αν  ο άνθρωπος δεν επανέλθει στο φυσικό του περιβάλλον κανένας πόλεμος δεν θα εκλείψει. Ούτε τα χρηματιστήρια, ούτε οι δικηγόροι θα παράγουν το ευ ζην. Κτίζουμε θεωρίες πάνω σε σάπια θεμέλια, όλο πέφτουν τα οικοδομήματα μιας υγιούς κοινωνίας. Απομένει η παραπολιτική και οι ασπιρίνες.

Αν δεν ήταν τώρα ο ιός, οι άλλοι ιοί θα πέθαιναν;

Ίος είναι πάνω απ' όλα η άδικη κοινωνία των πεινασμένων, ο εξευτελισμός της φυσικής πορείας του ανθρώπου.

Αντε να τα πεις αυτά στον βολεμένο, θα σου πει πετάς στα σύννεφα. Εμείς πετάμε τουλάχιστον στα άσπρα, αυτοί στα μαύρα.

11 Νοε 2020

Προσμονή Ονείρου

Μουντός, γλυκός φθινοπωρινός καιρός στο χωράφι. Κιτρίνισαν τα φύλλα στις λεύκες και τα πλατάνια, τα βουνά μακριά ανοιγοκλείνουν το μάτι στα σύννεφα, ω μέρα του Νοέμβρη, όμορφη είσαι πάνω στις συστάδες που απέμειναν στο φευγιό του καλοκαιριού. Σκάβω το χώμα να πάρει ανάσα, ο αρακάς, τα παντζάρια, ο μαιδανός και τα καρότα φύτρωσαν. Ω θαύμα της φύσης, δίνεις ζωή σ' έναν ελάχιστο σπόρο. Απρόσμενες φασολιές γέμισαν το χωράφι, άσπρα λουλούδια παλεύουν με το κρύο της νύχτας, ποιός θα νικήσει στο τέλος;  Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο φάρος μες το φθινοπωρινό κύμα, μικρές σταγόνες βροχής ο μόνος επισκέπτης της πλούσιας μοναξιάς μου. Μακριά δύο δέντρα, με χρυσοκόκκινα φύλλα φωνάζουν την ομορφιά του φθινοπώρου. Φτερουγίζω πάνω τους την προσμονή του ονείρου. 






10 Νοε 2020

Ότι περιγράφω με περιγράφει, Αργύρης Χιόνης

Ένα τρακτέρ σπέρνει σιτάρι. Δίχως αυτό μισή ζωή. Μπορούμε βέβαια και να εισάγουμε. Και εισάγουμε.Γιατί να σπείρουμε, αφού εμείς υπέρ όλων οι τουρίστες; Και ζάχαρη εισάγουμε. Τεύτλα και αηδίες. Εισάγουμε αυτοκίνητα, ψυγεία, πλυντήρια, όχι το πλυντήριο είναι Ιζόλα ή Πίτσος. Τα μισά σπίτια Πίτσος και τα άλλα μισά Ιζόλα. Εισάγουμε όμως κινέζικα παντός είδους, καλά κάνουμε αφού υπάρχουν οι δούλοι που τα φτιάχνουν, ποια υπερδύναμη, σταγόνα στον  ειρηνικό ωκεανό οι έχοντες και ταξιδεύοντες.  Είμαστε όμως τυχεροί, έχουμε δικό μας λάδι, ότι και να γίνει θα το λιγδώνουμε τ' αντεράκι μας.  Αυτές τις μέρες όλοι μαζεύουμε ελιές, έχουμε δεν έχουμε. Και καλά κάνουμε, υποφέρονται οι τοίχοι του σπιτιού νυχθημερόν. Ναι αλλά έχουμε την τηλεόραση, αλλά αυτή την έχει η κυβέρνηση. Πάμε τότε για ελιές, αν δεν έχουμε δικές μας, έχει ο γείτονας. 

Συννεφιασμένη, φθινοπωρινή μέρα, η Αμερική έδωσε τόπο στα νιάτα και στο χάρισμα. Τι άλλο μπορούσε να κάνει,  που να βρεθεί στην εποχή μας φρέσκος αέρας;  Από την ξέρα καλό και το χαλάζι, σοφός ο λαός.

Τι με κοιτάς;  Μιλάω με τον σκύλο μου, σαν να είναι άνθρωπος. Κουνάει την ουρά του, να φάει θέλει, όπως εκατομμύρια άνθρωποι στη γη.  Όταν τελειώσει ο πόλεμος, ως τότε υπομονή. Όπως αιώνες τώρα.

24 Οκτ 2020

Η άκρη τ' ουρανού

Είναι μια περιοχή ανάμεσα στη χαρά και τη λύπη. Οι ποιητές την λένε χαρμολύπη. Μοιάζει σαν παλιό καντάρι, πάλλεται σαν εκρεμμές. Αδειάζει σαν στέρνα τη λύπη, γεμίζει με χαρά και αντίστροφα. Όλα μπερδεύονται εκεί σαν φθινοπωρινά χρώματα. Αναμιγνύεται η χαρά με τη λύπη. Απ' τη μια καλοκαίρι απ' την άλλη χειμώνας. Ανάμεσα το ποτάμι της χαρμολύπης κυλάει, άλλοτε στερεύει και άλλοτε φουσκώνει. Πότε περπατώντας, πότε κολυμπώντας πάμε απ' τη μια άκρη στην άλλη. Άγρυπνες σαίτες σημαδεύουν τον νου και την καρδιά, πέφτουμε στα θολά νερά, κολυμπάμε στα τυφλά, αναζητώντας τις άκρες. Η μία άκρη η ζωή, η άλλη ο θάνατος.  Ακροβάτες στο σκοινί της αβεβαιότητας. Απ' τη μια το παρελθόν, απ' την άλλη το μέλλον. Εμείς στη δίνη της στιγμής. Διαγράφουμε κύκλους, απλώνουμε τα χέρια στις χειρολαβές.  Το ποτάμι κυλάει στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Ευτυχής όποιος ταξιδεύει στο δρόμο της λευτεριάς.  Όποιος φτάσει σώος απ' τα χτυπήματα ως την άλλη άκρη. Την άκρη τ' ουρανού.


Κωστής Ταξιδεύων

24 Οκτωβρίου 2018

21 Οκτ 2020

Το άρωμα της φύσης

Όπως περνάω, ανοίγω το παράθυρο και του δίνω ένα παξιμάδι. Κάθε μέρα στον έρημο δρόμο, στο ίδιο σημείο. Τον είπα Φρέντ, πάει καιρός τώρα. Τι περιμένει, ποιόν περιμένει; Είναι ένας όμορφος άσπρος σκύλος. Φορές ζηλεύω την ανεμελιά του, δεν ξέρω βέβαια τον πόνο της ιστορίας του. Το κάθε έμβιον ον έχει μια ιστορία. Οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φυτά, η πλάση ολόκληρη.

Κάθε φορά κουνάει την ουρά του και με κοιτάει στα μάτια. Αυτή η ματιά, πιότερη και από ανθρώπου δυναμώνει την καλημέρα μου. Εγώ που ούτε έλεγα καλημέρα, τώρα έμαθα να λέω.

Ανάμεσα σε φθινοπωρινά φύλλα, σε πρασινοκίτρινα δέντρα, φρεσκοκομμένο καλαμπόκια, η γης μυρίζει άρωμα την διαδρομή της μέρας μου. Το άρωμα της ελευθερίας. Αν τα τεχτητά αρώματα σε βάζουν στη φυλακή του ενός, το άρωμα του φρεσκοοργωμένου χώματος σε βγάζει στο ξέφωτο του οξυγόνου.

Μικρές ή μεγάλες φυλακές οι ζωές μας αναζητάνε να γίνουν μικρές πεταλούδες της φύσης. Από λουλούδι σε λουλούδι οι πεταλούδες καταπίνουν την ομορφιά στη μικρή ζωή τους. Ξέρουν αυτό που δεν μαθαίνουν ποτέ οι άνθρωποι, πως σημαντικό είναι η ποιότητα και ουχί η ποσότητα(κάπου το άκουσα αυτό αλλά το πέρασα ντούκου).

Ο ήλιος του Οκτώβρη ανέβηκε ψηλά στον ουρανό, γρήγορα σώνεται η μέρα, ένα μεγάλο πουλί πετάει ανέμελο, ελεύθερο πάνω στο χωράφι. Βλέπω πως το ζηλεύουν τα δέντρα. Άρωμα φύσης.

14 Οκτ 2020

Μια κοινωνία για όλους

Ως πότε η χώρα μου θα παλεύει με τα φαντάσματα, με τους γραφικούς και τους ανύπαρκτους που για μια σταγόνα επικαιρότητας  ντύνονται, στολίζονται και σεργιανούν στις οθόνες του μαρασμού. Διαγκωνίζουν κάθε υγιή και παραγωγική εργασία, περνάν μπροστά ρίχνοντας στάχτες στα μάτια κάθε ανυποψίαστου που πάλεύει να σώσει ότι σώνεται στη ρημαγμένη χώρα.  Αλήθεια ποιός δουλεύει να κρατηθούμε όρθιοι, ποιός βάζει τρικλοποδιές στους εργάτες, στους αγρότες, τους επιστήμονες του μόχθου; Ποιός δένει τα χέρια στους νέους και στο μέλλον; Δεν είναι δημιουργία η λογοδιάρροια αποτυχημένων πολιτικών και φαντασμένων κοριτσιών στις αρένες του λαϊκισμού. Άνθρωποι χωρίς ίσκιο πνίγουν το φως, άνθρωποι που δεν ίδρωσαν για το ψωμί, δεν φύτεψαν ένα σπόρο, δεν άνοιξαν ένα βιβλίο, δεν αγάπησαν ένα τραγούδι θολώνουν κάθε φορά τα ποτάμια μας.

Ο Θούριοςτου Ρήγα γίνεται επίκαιρος για αυτούς τώρα. Ως πότε; 

Η κοινωνία πάει μπροστά με δουλειά κι αγώνα. Το ίδιο και η ομορφιά. Τι είναι η ομορφιά, παρά η ελευθερία, η Δημοκρατία, η κοινωνική δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, η παιδεία, η υγεία.  Μια κοινωνία για όλους. 

Πότε θα τελειώσει αυτή η ασχήμια; 

Δεν έχω αυταπάτες, είναι μακριά και ανηφόρα ακόμα.

Σ' ευχαριστώ

Ονειρεύομαι τα δέντρα να μεγαλώνουν

Ακούω το χορτάρι να φυτρώνει

Άρωμα φρεσκοοργωμένου χώματος η ζωή μου

Παίζω με τον αέρα, τον ήλιο τη βροχή, αναπνέω μια σταγόνα νοσταλγίας, πετάω πάνω στα χρόνια που πέρασαν

Οι φίλοι μου θυμίζουν πως γιορτάζω σήμερα, εγώ ο μόνος ανάμεσα σε τόσους φίλους που δεν γνώρισα ποτέ, ίσως ξόδεψα τον χρόνο να μάθω εμένα που δεν έμαθα να ζω

Ανοίγω την καρδιά μου, ψάχνω λέξεις, εικόνες, μουσικές να τους χαρίσω, σπάω ένα ρόδι, κάνω μια ευχή

Φθινοπωρινός γλυκός Οκτώβρης η αγκαλιά μου, ανοίγω τα χέρια μου, απλώνω τα μάτια μου, τραγουδώ τις ζωές των ανθρώπων

Υμνώ τη γη που αξιώθηκα να περπατήσω, τα βουνά που ανέβηκα, τη θάλασσα που ταξίδεψα, τη χώρα που με μεγάλωσε

Υμνώ την αγάπη, τον έρωτα και τη φύση, μου έδωσαν τα φτερά να πετάξω

Υμνώ Εσένα για τη ζωή που μου χάρισες.

4 Οκτ 2020

Έλα απόψε

Φθινοπωριάζει γλυκά απόψε. Έλα να περπατήσουμε στις άκρες των ονείρων μας, στον κήπο των συναισθημάτων. Ο κόσμος έγινε σκληρός, έλα απόψε είναι Κυριακή, να μοιραστούμε ένα μανταρίνι, ένα χαμόγελο, να ψηλώσουμε  λίγο, μας κόντυνε ο χρόνος της σιωπής. Ελα απόψε να μιλήσουμε με τα μάτια, με τραγούδια παλιά, με στίχους γυμνούς. Πάρε μαζί σου το παιδί, θα πάρω τη ζωή μου. Φαντάσου δύο παιδιά να παίζουν με τ' αστέρια. Η νύχτα γίνεται μέρα. Μια στιγμή αιώνας.  

Οι λεύκες ψήλωσαν κιάλλο, το οργωμένο χώμα μυρίζει άρωμα αναμονής. Έλα απόψε να ξημερώσουμε τη νύχτα του κόσμου.

1 Οκτ 2020

Λαβύρινθος

Ένα δυνατό κλάμα και μετά σώπασα. Ήμουν ήδη μες τον λαβύρινθο. Ήμουν ανήσυχος, πως βρέθηκα εδώ; Μέχρι να συνηθίσω τρόμαζα, το σκοτάδι, τις ξένες αγκαλιές, τους δυνατούς κρότους, τα δόντια μου φύτρωναν με πόνο. Άκουγα συνέχεια ένα σοοούτ κοιμήσου, μη κλαις θα πάμε βόλτα. Μετά γεννήθηκε η περιέργεια, από που ήρθα, που είμαι, που πάω, πως γίνεται το σκοτάδι, πότε θαρθεί το φως; Οι μέρες μοιράστηκαν με τις νύχτες, η πείνα με το ψωμί, η δίψα με το νερό. Το έσκασα απ' την αγκαλιά της μάνας μου κι έτρεχα στις αλάνες, επιτέλους ελεύθερος, η πρώτη φορά που χαμογέλασα από τα βάθη της ψυχής μου. Ρωτούσα τι είναι η ψυχή να μάθω. Άρχισα να ρωτάω, πως γίνεται και μιλάει το ράδιο, μ' άρεσε να παίζω με τους διακόπτες, να σβήνω και να ανάβω το φως. Ύστερα μου είπαν πως πρέπει να κάνω ότι μου λένε κι όχι του κεφαλιού μου, ήμουν ολόκληρο παιδί.

 Τότε μπήκα στον άλλο λαβύρινθο, έψαχνα μια ολόκληρη ζωή την έξοδο. Δεν την βρήκα ποτέ. Πέθανα στο σκοτάδι.

29 Σεπ 2020

Να φορας παντού μάσκα, είναι όμορφα τα μάτια σου

Στα ανώδυνα συμφωνούμε, στα επώδυνα να δούμε ποιοί είμαστε στην ουσία της ύπαρξής μας. Η γνώμη και η πράξη φαίνεται στη σύγκρουση. Ο κόσμος άλλαζε πάντα μέσα από κινήματα και φωτιές. Τίποτα δεν χαρίζεται, όλα κερδίζονται. 

Καθαρή, ηλιόλουστη απλώνει η μέρα στον κάμπο, να πάρει κάτι απ' την καταστροφή.  Μαζί με τα σπαρτά, πνίγηκαν  ποντίκια, χελώνες, βάτραχοι, κάποιοι ψάρευαν μες τα θολά νερά, τα φίδια βγήκαν στους δρόμους.  Κάτι σαν τον κατακλυσμό του Νώε. Η φύση δεν εκδικείται, την στήσαμε στον τοίχο και πυροβολούμε. Τα υβρίδια βουτηγμένα στα φάρμακα παλεύουν να σωθούν. Αυτό το λέμε αγροτική παραγωγή και τα διευθύνει κάποιος που αγνοεί τη μυρωδιά φρεσκοοργωμένου χώματος. Λογικό, κανένας δεν σκάβει με κουστούμι και γραβάτα.

Γλυκό φθινόπωρο μετά τη βροχή,  ένα μηχανάκι ακούγεται από μακριά, κόβει χορτάρια, ίσως ξύλα για τον χειμώνα.

Κακήν κακώς άνοιξαν τα σχολεία, κακήν κακώς κλείνουν. Μετά φταίνε οι μαθητές. Φταίω κι εγώ που τίποτα δεν έκανα να αλλάξει αυτός ο κόσμος. Σε θυμάμαι κάθε φορά στην καταστροφή. 

Ξέρεις πόσο όμορφα είναι τα μάτια σου, να φοράς παντού μάσκα. Ακόμα πιο όμορφα να δείχνουν.

26 Σεπ 2020

Ο δρόμος

Σαββατόβραδο πάλι. Νοσταλγώ εκείνα τα παλιά. Γλεντούσαν οι άνθρωποι, ομόρφυνε η ψυχή μας.  Κρύο το βράδυ απόψε, τέλειωσε ακόμα ένα καλοκαίρι. Μολυβί τα σύννεφα, τα νέα σκούρα γκρι, αλλάζουν αποχρώσεις κολλημένα στο μαύρο. Ταξιδεύοντας για Αθήνα θυμάσαι; - μια στάση στα Καμένα Βούρλα για καφέ, ποτέ πια. Σαν δίευρα μας έβλεπαν, τώρα δεν το χωράει ο νους, άγρια θηρία που τρώνε μικρά παιδιά.  Ποτέ πια φασισμός, όχι άλλα καμένα μυαλά, ποτέ πια. Ούτε για καφέ.

Έκλεισαν τα στέκια  του δρόμου με τα καρπούζια, ένα άσπρο σκυλί περιφέρεται θλιμμένο. Τέλειωσε το καλοκαίρι. Οι γάμοι πάντα ήταν επικίνδυνοι, τώρα είναι θανατηφόροι. Μήπως η εξουσία δεν ήταν πάντα κίνδυνος, τώρα  μοιάζει μεσογειακός τυφώνας. Κινείται αλλοπρόσαλα, απρόβλεπτα, στο τέλος θα λογαριάζουμε τους νεκρούς.

Βρέχει πάλι. Έλα να χορέψουμε στη βροχή.  Ο δρόμος είναι σκοτεινός. Το μόνο ξέφωτο που απέμεινε, αυτό της καρδιάς σου.

23 Σεπ 2020

Το άδειο καλώδιο

Ένα μικρό πουλί ισορροπεί στο καλώδιο του τηλεφώνου, εδώ μπροστά μου. Μετά πετάει στο λούκι της σκεπής. Ξανά στο καλώδιο. Φαίνεται ανήσυχο, όπως κι εγώ. Του μιλάω για τη βροχή, για το φθινόπωρο, τη μέρα και τη νύχτα. Τι κάνεις όταν νυχτώνει, που είναι η φωλιά σου, έχεις φίλους, όταν πονάς τι κάνεις;  Κουνάει ασταμάτητα το κεφαλάκι του, με το μικρό του ράμφος

αποτινάζει τις ερωτήσεις μου, μετά μικρά κελαηδίσματα θέλουν να απαντήσουν. Αραιές βαριές σταγόνες βροχής, απλώνω το χέρι μου, του ψιθυρίζω έλα.

Φεύγουν οι άνθρωποι,  έρχονται άλλοι. Ο πόνος και η χαρά εναλλάσονται στη φύση. Ένας γελαστός φίλος έφυγε νέος, βουβός ο πόνος.  Ε πουλάκι τι κάνεις όταν πονάς; 

Νυχτώνει. Τα φώτα της πόλης άναψαν θλιμμένα, η εποχή της αβεβαιότητας κλέβει έναν γλυκό Σεπτέμβρη.

Ένα τραγούδι έρχεται από μακριά, ίσα που ακούγεται, τραγουδάω μαζί του να δυναμώσει, "πρώτο φθινόπωρο χωρίς αγάπη..."

Το πουλί έφυγε, το καλώδιο ερήμωσε, ένα άδειο καλώδιο γεμάτο δάκρυα.

18 Σεπ 2020

Πονάω κι εγώ

Βρέχει. Μουσικές νότες οι σταγόνες στο τζάμι του αυτοκινήτου. Η πρώτη βροχή φιλοξενείται στο διψασμένο καλοκαιρινό χώμα. Το χωράφι ποτίζεται, τα δέντρα συνομιλούν με τη χαρά της φύσης, δακρύζει το χορτάρι στη γης καλωσορίζοντας τον Σεπτέμβρη.  Το ραδιόφωνο παίζει ωραίες μουσικές σήμερα, σβήνει τα νέα της θλίψης, κοιτάω το χωράφι μέσα απ' το παράθυρο, νοιώθω τη μελαγχολία της ευτυχίας. 

Πως χάνεται τόση χαρά σε άνυδρες μέρες, πως ζούμε έτσι στα στενά της πόλης; Άνθρωποι στοιβαγμένοι σε τρένα και σε λεωφορεία πάνε στις δουλειές, μισή μέρα δρόμος, άνθρωποι στα ανήλιαγα διαμερίσματα κακοφορμισμένων πολυκατοικιών, άνθρωποι με δυό δουλειές για να τα βγάλουν πέρα.  Η βροχή δυναμώνει, διαμαρτύρεται μαζί μου για τη χαμένη ζωή μας.  Η φύση είναι εδώ και φωνάζει δυνατά. Ζήσε τις εποχές μου, τη μέρα και τη νύχτα μου, το πρωινό μου ξύπνημα  είναι για σένα, είσαι παιδί μου. Μεγάλωσα τόσους ανθρώπους αιώνες τώρα. Έλα στην αγκαλιά μου, θα σε μάθω να ζεις απ' την αρχή την ομορφιά, την απλότητα της ομορφιάς. Μόνο άλλο μη με σκοτώνεις. Πονάω κι εγώ.

16 Σεπ 2020

Πεθαμένη λογική

Η λογική μπορεί να λύνει τα προβλήματα των αριθμών, αλλά δεν λύνει των ανθρώπων. Οι πρόσφυγες δεν είναι αριθμοί. Ούτε οι άνεργοι και οι ευάλωτοι είναι μαθηματικά. Και πως οι χορτασμένοι να νιώσουν την πείνα και τον πόνο. Βέβαια έχουν και αυτοί τις σκοτούρες τους, πως να διαφυλάξουν και να αβγατίσουν τα βολεμένα τους. Οι πλούσιοι έχουν το χρόνο να είναι ευγενείς. Το μεγάλο παραμύθι της επίπλαστης ευγένειας το έμαθαν μέσα από τη σαβούρα βιβρ της άνετης ζωής τους. Είναι άλλη η αξιοπρέπεια της ευγένειας των κατατρεγμένων. Πηγαία λεβέντικη,  αυθεντικά ανθρώπινη. " Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, ποτέ δεν λένε την αλήθεια..." τραγουδούσε κάποτε, ο τώρα μεταλλαγμένος Σαββόπουλος. Φυσική εξέλιξη, τα πλούσια γηρατειά αλλοιώνουν νου και καρδιά.  Οι νέοι έχουν ανάγκη  το όνειρο, το δίκιο, την αλληλεγγύη, ο κόσμος ανήκει σ' αυτούς, οι νέοι έχουν ανάγκη την ευγένεια της ζωής και όχι την καμουφλαρισμένη λογική των βολεμένων.

Στον έρωτα και την επανάσταση δεν χωράνε πεθαμένες λογικές.

12 Σεπ 2020

Σιδηροκατασκευές

Δουλεύει όλη μέρα. Το βράδυ φεύγοντας με το ποδήλατο γυρίζει πίσω, ρίχνει μια ματιά ακόμα στο ταπεινό σιδηρουργείο του και πάει να ξεκουραστεί. Αν ήμουν σκηνοθέτης δεν θα άφηνα αυτή τη ματιά στη νύχτα. Είναι η ζωή του.

Ο ηλικιωμένος τσαγκάρης έχει μια απλή λάμπα από πάνω του, χρόνια φεύγει λίγο πριν τα μεσάνυχτα για ύπνο. Και το πρωί πάλι να φτιάξει σόλες, να καλουπώσει ένα καινούριο ζευγάρι.

Ο Μήτσος δουλεύει σε βουλκανιζαντέρ, ο Μιχάλης πλένει αυτοκίνητα σε βενζινάδικο, ο Οδυσσέας φέτος έβαλε ένα χωράφι μπάμιες.  Οι άνθρωποι για το μεροκάματο, άλλοι αγάπησαν τη δουλειά τους, άλλοι πρέπει να δουλέψουν απλά. Η Ελλάδα που παράγει. Η πολύ μικρή Ελλάδα που ιδρώνει στην επιβίωση και στην αξιοπρέπεια.

Αυτοί οι άνθρωποι συντηρούν τη μεγάλη Ελλάδα της κατανάλωσης, της γραφειοκρατίας, του φαίνεσθαι.

Δεν ξέρω αν διαβάζουν, τι μουσική ακούνε, αν αυτοί που πέφτουν ξεροί για ύπνο έχουν την πολυτέλεια του ελεύθερου χρόνου να δουν ταινίες, να εξασκήσουν το μυαλό και τη συναισθηματική νοημοσύνη τους, αλλά τους εκτιμώ βαθιά.  Πιότερο από πολλούς διανοούμενους της θεωρίας. Αυτοί έχουν άποψη για τη δουλειά τους, οι δεύτεροι για όλα.

Βλέπεις χωρίς τους πρώτους δεν θα υπήρχαν οι δεύτεροι.

8 Σεπ 2020

Αγιασμένη νύχτα

Τα αστέρια  φωτεινός θόλος στον ουρανό, το φρεσκοκομμένο

χορτάρι μοσχοβολάει στη γη. Ξαπλωμένος καταμεσίς στο χωράφι, αναπνέω την άχνα της νύχτας. Η ευτυχία τόσο απλή είναι;

Σιωπή οι λέξεις, ψιθυρίζει ολάκερη η φύση, η νύχτα απόψε είναι αγιασμένη. Μαγικές νότες τα τραγούδια που αγαπήσαμε, φωνάζω τον αέρα, πάρε αυτό να της το πας στον ύπνο της. Νανούρισμα η φωνή των αγγέλων.

Έρχεσαι από μακριά, ποτέ η γης δεν είδε τόση ομορφιά, παρά μόνο σε μια στιγμή αιωνιότητας.

6 Σεπ 2020

Μέθη

Ψάχνω ένα σύννεφο. Δεν βρίσκω κανένα. Γαλανός ουρανός, ευδιάκριτες οι γραμμές των βουνών, το καλοκαίρι του Σεπτέμβρη ομορφαίνει το πρωινό της Κυριακής. Τα χελιδόνια είναι ακόμα εδώ.  Τα σταφύλια γενομένα κρέμονται προκλητικά στο αμπέλι. Τρώω ένα σύκο για πρωινό. Ο ιός, οι Τούρκοι, οι Έλληνες, τα σύνορα. Αν δεν υπήρχαν σύνορα δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Δουλεύουμε τις μισές μέρες του χρόνου για τα σύνορα. Πάντα τα σύνορα.
Το τραίνο σφυρίζει, ο σκύλος γαυγίζει, εγώ ακόμα ψάχνω θέμα κειμένου, κουβάρι μπερδεμένο η ανθρωπότητα, νόστιμες οι μικρές φράουλες του φθινοπώρου.
Γράφω μια λέξη και τελειώνει το διάλλειμα.  Η ζωή τελικά είναι ένα διάλλειμα ανάμεσα στην αιωνιότητα του θανάτου.
"Τα ξυπνήματα" του Όλιβερ Σάκς ήταν ένα αληθινό βιβλίο. Μετά ο Πένυ Μάρσαλ έκανε μια συγκλονιστική ταινία. Κι εδώ τα σύνορα ζωής και θανάτου.
Εσύ όμως είσαι, ζωντανός, έχεις δεν λέω κάποια αστεία προβλήματα, μπορείς όμως ακόμα να ερωτευτείς.  Κι αν δεν μπορείς άνθρωπο, ερωτεύσου ένα δέντρο, μια γάτα, μια ιδέα, μια αλεπού τέλος πάντων, ένα δημιούργημα της φύσης. Θα γλυτώσεις από τα όπλα των ανθρώπων. Θα γλυτώσεις απ' τους δυνάστες, τους πλουτοθήρες και τους βρυκόλακες.  Κι αν ούτε αυτό μπορείς τότε πιες τον Μπωντλαίρ και "...μέθα, μέθα αδιάκοπα! Αλλά με τι;  με ρακή, με κρασί, με ποίηση, με αρετή. Με ότι θες, αλλά μέθα!"

2 Σεπ 2020

Χαμογελάω στο φεγγάρι

Μια στο καρφί και μια στο πέταλο, φαρ ουέστ, σκόνη και πέτρες η ζωή μου. Τι κυνηγάω, ποιός με κυνηγάει;  Τι ψάχνω, ποιός με ψάχνει; Κι όταν φθάσουμε κάπου, μας περιμένει ένας κυνικός θάνατος.

Είναι καλοκαίρι και τη βγάζουμε με μπύρες, "κλεφτρόνι" ο Τάσος μας προμηθεύει. Άνεργοι, απένταροι, άστεγοι, αναπολούμε άλλες εποχές. Εκείνες του ονείρου. Σε μια παρατημένη αποθήκη με τσίγκινη σκεπή και δυό μικρά παράθυρα, στα όρια της πόλης. Ο Νικ δεν μιλάει, μόνο τραγουδάει Σιδηρόπουλο, ο Μήτσος όλο διαβάζει Μπουκόφσκι, η Λένα ασχολείται με το σκουλαρίκι στη μύτη της, ο Πίτερ βρίζει τους καπιταλιστές κι εγώ δεν έχω το θεό μου, βρίζω τους πάντες. Και τον μαλάκα τον Τζόνυ που δεν άντεξε και τον βρήκαμε κρεμασμένο χτες το μεσημέρι στην αγριοκορτζιά πίσω στην αποθήκη. Γιατί βρε ηλίθιε, η ζωή είναι ωραία, τι ζήλεψες στον θάνατο;

"Εμένα που με βλέπετε, έχω δυό πτυχία στην κωλότσεπα, ταξιτζής δούλευα, τώρα σκατά" το μότο του Πίτερ. "Ψάξε στο ίντερνετ ήλιθιε, χτες είπαν ότι δουλειές υπάρχουν, οι άνεργοι βαριούνται να ψάξουν" ο Τάσος.

"Φέρε μια μπύρα ρε και σταμάτα τις μαλακίες, εξήντα είμαι"

Φαρ ουέστ η ζωή μας, αφόρητη η ζέστη, χαμένη η ζωή μας. Μπύρες και λακούβες, άνθρωποι στιβαγμένοι στον πόνο, το μάτι του Μήτσιου πρησμένο, πλακώθηκε το πρωί με τον Νικ...

Λίγο καθαρό αέρα, μπόχα  η μικρή αποθήκη.

Βγαίνω έξω, βράδιασε, σκέφτομαι την κάποτε αγαπημένη μου, χαμογελάω στο φεγγάρι.

28 Αυγ 2020

Καληνύχτα

Μπορεί η επιστήμη να έκανε άλματα, η τεχνολογία θαύματα, αλλά η αβεβαιότητα  έκανε και άλματα και "θαύματα". Ένας ιός σήμερα, ένας σεισμός αύριο και μια μόλυνση αέρα και τροφής μεθαύριο. Υπέρ πάντων ο υλικός πλούτος. Ποιός νοιάζεται για την συναισθηματική αλληλεγγύη κοινωνίας και ανθρωπότητας;  Ανηλέητος ανταγωνισμός που δεν λογαριάζει ούτε θεό, ούτε άνθρωπο.

Ο ήλιος πάει να δύσει και τούτο το βράδυ, γλυκαίνει η ζεστή αυγουστιάτικη μέρα.  Τα καλαμπόκια χρυσίζουν, προμηνύουν τον Σεπτέμβρη.  Όλα στη φύση κυλούν στην ώρα τους, στον ανθρώπινο κόσμο όλα κυλούν ανάποδα.  Η μεταλλαγμένη ανθρώπινη εξέλιξη φέρνει την πείνα, ακολουθεί ο θάνατος. Στάθηκε λίγο το μυαλό του ανθρώπου να πάρει το σωστό δρόμο της φύσης. Η βία γεννάει βία, ο πόλεμος θάνατο.

Δεν είναι μόνο η χώρα μας χωρίς πυξίδα, είναι ολόκληρος ο κόσμος. Πηγή του κακού η συσσώρευση πλούτου από τους λίγους σε βάρος των πολλών. (Τι καινούρια ανακάλυψη!)

Είμαστε στο έλεος του άγριου καπιταλισμού. Καληνύχτα.

14 Αυγ 2020

Εσύ μπορείς

Απέραντη θάλασσα του Αυγούστου πάμε μαζί ως την άκρη του ορίζοντα. Καράβι να γίνω του Βερν, να κάνουμε το γύρο του κόσμου, κουπί και κύμα εγώ, εσύ η αγκαλιά. Πάμε θάλασσα μακριά, να σκορπίσουμε τον πόνο των αδύναμων, την νύχτα των κυνηγημένων, πάμε να γιορτάσουμε   την ανεμελιά των παιδιών, την λάμψη των άστρων. Ω θάλασσα εσύ μπορείς, ψύχραιμα να σκεφτείς, τόσες φουρτούνες πέρασες, πάρε τη θλίψη των ανθρώπων κάπου στο μαγικό βυθό σου, σβήσε τη φωτιά του πολέμου. Εσύ μπορείς. Οι άνθρωποι δεν μπορούν πια.

13 Αυγ 2020

Το βραβείο

Είναι δύσκολο το να δίνεις χαρά κι αξία στη ζωή. Πολύ δύσκολη τούτη η ανηφόρα.

Οι περισσότεροι παίρνουν τον ίσιο δρόμο του συμβιβασμού και του εγωκεντρισμού.

 Ο ποιητής που έφυγε ήξερε μόνο τα δύσβατα μονοπάτια,  τόλμησε την αλήθεια, άφησε παρακαταθήκη το έργο και τη ζωή του.  Αγαπήθηκε ακόμα και απ' τους απέναντι.

Οι λέξεις είναι πικρές, σφαίρες για τους βολεμένους, με τι πόνο ν' αγαπήσουν;

Δεν γεννιούνται τα ποιήματα στα στιβαρά γραφεία, είναι παιδιά του δρόμου, θρέφονται στο περιθώριο πριν αναβλύσουν στο χαρτί.

"Θέλει αρετή και τόλμη" - στην εποχή που σχεδόν όλοι κάνουν αγώνα δρόμου για ένα βραβείο- να αρνείσαι τα βραβεία.  Όταν το συνάφι ελάχιστα σε αποδέχεται, ο ποιητής κατάφερε να πάρει το βραβείο της ζωής. 

Το βραβείο αυτό δεν χρειάζεται να γράψεις σπουδαία ποιήματα, αρκεί τα γραπτά σου και η ζωή σου να είναι το ίδιο. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι δεν το πήραν τούτο το βραβείο.

7 Αυγ 2020

Τι είπα τώρα;

Πόσοι δεν θέλησαν ένα κτήμα παράδεισο, πόσοι δεν είπαν να φύγουν απ' το τσιμέντο  και την ρουφήχτρα της πόλης. Στην αρχή ο ενθουσιασμός, η σκληρή δουλειά, το μεγάλο όνειρο. Μετά η απογοήτευση, η κούραση, εσύ και η φύση. Και η ατάκα του Βέγγου. " Μωρή φύση μόνη σου είσαι, μόνος μου είμαι κι εγώ. Πάρε ένα μπισκότο."  Δεν είναι εύκολη η δουλειά στο χωράφι.. Παρατημένα κτήματα, χέρσα χωράφια, γέρικα κορμιά. "Να σπουδάσεις παιδί μου, να φύγεις απ' τις λάσπες" έλεγαν οι παλιοί. Νέο δεν βλέπεις πουθενά, οι παλιοί αγκομαχούν να τα βγάλουν πέρα.  Ζει ο άνθρωπος χωρίς την καλλιέργεια της γης;  Όχι.

Ο τρόπος βρέθηκε. Η βιομηχανική καλλιέργεια, τα φυτοφάρμακα, τα, χημικά. Μόνο που ο τρόπος αυτός γεννάει μαζί με την τροφή και τον καρκίνο.

Ζουν οι πόλεις χωρίς τους αγρότες; Όχι.

Καιρός να εκπαιδευτούν οι νέοι στη γη. Τι είπα τώρα;

2 Αυγ 2020

Κατάλαβες κυρ- Παντελή;

Είμαι υπεύθυνος για αυτά που λέω και αυτά που κάνω. Κυρίως για αυτά που κάνω. Αν η πράξη ακυρώνει τον λόγο, άχρηστη η θεωρία.

Δεν ευθύνομαι για την ανεπάρκεια και την βλακεία κανενός. Ούτε φίλου, ούτε συγγενή.

Επιλέγω, ρισκάρω και πετυχαίνω στόχους, πληρώνω ακριβά τα λάθη μου.

Δεν φταίω για την αδικία, το μίσος, τον πόλεμο.

Φταίω όμως όταν δεν παλεύω να τ' αλλάξω. Είναι χρέος απέναντι στα παιδιά μας. Μεγάλο, αυτό είναι το μεγαλύτερο χρέος. 

 Όταν με βλέπεις αδιάφορο για ότι συμβαίνει, να λες τόσος είναι.

Και βέβαια δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο.  Απ' όλους οι χειρότεροι είναι οι αχάριστοι. Ούτε το θαύμα της ζωής τους δεν μπόρεσαν να ευχαριστήσουν.

Κατάλαβες Κυρ Παντελή;

Τίποτα δεν κατάλαβες, ούτε θα καταλάβεις.

31 Ιουλ 2020

Τα σημάδια

Ο νους μου απόψε πάει στον Ζορμπά. Δουλευταράς, γλεντζές, γυναικάς. Ανθρωπος ζωντανός, ανήσυχος, με το κεφάλι ψηλά. Με καθήλωσε μια Κυριακή στην νιότη μου, στο τέλος πήρα ένα κρητικό μαχαίρι και σημάδεψα το αριστερό μου χέρι. Αυτός είναι ο άνθρωπος, να το θυμάσαι. Όταν σήκωσα τα μάτια μου απ' το βιβλίο, ο κόσμος μου φάνηκε λίγος.

Απόψε σηκώνω τα μάτια μου στο φεγγάρι, πως χάθηκε έτσι η ζωή μας, μέσα σε τόσες μικροπρέπειες. Πήρα πάλι εκείνο το μαχαίρι, σημάδεψα και το δεξί μου χέρι.

Δεν ισχυρίζομαι πως δεν υπάρχουν και στιγμές ανάτασης

Εκείνες που η τρέλα ξεπερνάει τη λογική, όταν νομίζεις ακόμα πως ο κόσμος θ' αλλάξει.

Φτάνουν τα σημάδια;

30 Ιουλ 2020

Αύγουστος

Σώπα τζιτζίκι, νύχτωσε, ξεκουράσου

Σώπα να ακούσω την ερημιά μου

Τόσα βράδυα  η αλεπού δεν φάνηκε

Ανησυχώ

Στις ειδήσεις δεν είπαν για την απουσία της, δεν είναι διάσημη  βλέπεις

Σώπα τζιτζίκι, παράξενο δύσκολο καλοκαίρι

Ένας τουρίστας βρέθηκε με ιό, η θάλασσα άδειασε

Σώπα τζιτζίκι, σώπα νύχτωσε

Κοιμήσου τώρα, αύριο πάλι

Σπαστικό τζιτζίκι σκάσε, θέλω να σκεφτώ τον Αύγουστο, έφτασε.

29 Ιουλ 2020

Έλα

Στο χωράφι έφτιαξα ένα μπαράκι. Μια μεγάλη τάβλα με δυό πόδια. Δύο ποτήρια και δυό  κόκκινα τριαντάφυλλα. Ντύσου το φεγγάρι κι έλα. Φώναξα και τ' αστέρια.

Σήμερα με απέλυσαν απ' την εφημερίδα. Ή γράφεις αυτά που θέλουμε ή φεύγεις. Έφυγα.

Πήρα λευκό κρασί. Πάρε το χαμόγελο σου κι έλα.

28 Ιουλ 2020

Γείτονες

Απέναντί μου δυό δέντρα στέκουν θεόρατα το ένα δίπλα στο άλλο. Μια λεύκα κι ένας σφένδαμος. Είναι τόσο κοντά, που οι ρίζες τους ενώθηκαν από χρόνια, το ένα αγγίζει το άλλο. Αναρωτιέμαι αν αγαπιούνται, αν μαλώνουν, αν φλερτάρει έστω το ένα το άλλο. Οταν φυσάει βλέπω τη λεύκα να γέρνει στην αγκαλιά του σφένδαμου, όταν φυσάει τα δέντρα φοβούνται μη σπάσει κάποιο κλαδί τους. Η λεύκα κοκέτα, στολισμένη συμμετρικά, είναι μια κούκλα στον κάμπο, ο Σάντρο Μποττιτσέλλι θα την ζωγράφιζε αν ήταν γυναίκα, ο σφένδαμος είναι σαν τα μαλλιά του Μπόρις Τζόνσον. Τα δυό δέντρα είναι καταδικασμένα να ζουν μαζί, όπως η Ελλάδα με την Τουρκία. Τους γείτονες δεν τους επιλέγεις. Δεν είναι φίλοι στο διαδίκτυο.

Έζησαν μέρες και νύχτες μαζί, δειλινά και γλυκοχαράματα, χιόνια και καύσωνες. Πάω στοίχημα πως αγαπιούνται, αν πεθάνει το ένα θα σβήσει και τ άλλο. 

Βέβαια δεν ισχύει με όλους τους γείτονες το ίδιο. Ειδικά με τους εξ ανατολών.

27 Ιουλ 2020

Keeper

Η ησυχία της φύσης είναι τέτοια, που ακούω το χορτάρι να μεγαλώνει. Πράσινο το τριφύλλι, ίδιο το χρώμα των ματιών σου, ασάλευτα καλαμπόκια στην τελική ευθεία, ένα άσπρο σύννεφο παίζει με τον ζεστό ήλιο. Πέρα μακριά πλέκονται οι κορφές των βουνών, τα κοντινά δέντρα συνναγωνίζονται την ομορφιά του καλοκαιριού. Ένα ζευγάρι εραστών ίπταται στον ουρανό, όπως στον πίνακα του Σαγκάλ.

Περπατάω αμέριμνος δίπλα στα κλήματα, θαυμάζω τις κόκκινες ρόγες των σταφυλιών, τα πρασινόχρωμα  φύλλα τους, όταν άκουσα βαριά την ανάσα του.  Ο keeper.  Με πρησμένη κοιλιά, κλειστά μάτια, πέθαινε. Του κάνω εντριβές, η ανάσα του άρχισε να χάνεται, βάζω το χερι μου στο στόμα να κάνει εμετό, τίποτα. Τον βάζω στη θέση του συνοδηγού, πατάω τέρμα το γκάζι, απ' το χωματόδρομο είναι πιο κοντά, ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης με ακολουθεί, αλάρμ και κόρνα στην άσφαλτο, σε πέντε λεπτά ήμουν στο κτηνιατρείο. Φόλα, του λέω, γρήγορα. Πλύση στομάχου, μια ένεση, τον σώσαμε.

Αν δεν ήταν οι ρόγες των σταφυλιών που κοκινίζουν τώρα, ο keeper θα είχε πεθάνει.

Γυρίζω στο χωράφι και νοιώθω ήδη Μονταλνπάνο. Θα βρω τον ένοχο.

Αυτή τη στιγμή ο ήλιος δύει στον Κόζιακα. Η γης ομόρφηνε στα χρώματα της δύσης. Εγώ κι ο keeper απολαμβάνουμε παρέα το ηλιοβασίλεμα.  Είναι τέτοια η φιλία μας, που η φίλη αλεπού ζηλεύει. Κάθεται μόνη της και μας κοιτάει πονηρά.

26 Ιουλ 2020

Το γλυπτό


Ο Θόδωρας δες ήρθε σήμερα στο χωράφι, ποτέ την Κυριακή. Όχι ότι πάει στην εκκλησία, όπως οι περισσότεροι, μπερδεμένος κι αυτός με την θρησκεία και την παράδοση. Εγώ ήρθα, αλλά διεκδικώ το δικαίωμα στην τεμπελιά. Μιλάω με τα δέντρα, μαλώνω με τα κλήματα, μυρίζω τα τριαντάφυλλα, παίζω μπάλα με τα καρπούζια. Μετά κάθομαι στον ίσκιο σαν τον σκεπτόμενο άνθρωπο του Ροντέν και χάνομαι ανάμεσα στη χαρά της ζωής του Ζολά και τη θλίψη της Σαγκαν. Τελικά καταλήγω στο βιβλίο της ανησυχίας, που είναι και της μόδας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έτσι στη μοναχικότητα της φύσης, νοιώθω κοινωνικά δικτυωμένος. Δεν είναι ανάγκη να κατανοείς τον Πεσσόα, κάτω από ποιες συνθήκες έγραψε κάτι, σε τι διάθεση, το πως και το γιατί. Αρκεί να τον ακολουθείς, έξω δεν θα πέσεις, αφού μέσα του συνυπάρχει ο πλούσιος και δαιμόνιος τραπεζίτης, αλλά και ο αναρχικός που αγωνίζεται για την απελευθέρωση της κοινωνίας.
Πως γίνεται;
Αν πετρώσω σκεπτόμενος θα σας πω. Εξ άλλου και το χωράφι θέλει ένα γλυπτό.

25 Ιουλ 2020

Πράσινη θάλασσα


-Πάλι διαβάζεις; Θα σε πνίξουν τα χορτάρια κι εσύ σκοτώνεις την  ώρα σου.

- Ασε με Θόδωρα, ψάχνουν ένα δολοφόνο, ξέρουν μόνο το πτώμα, το έχει τεμαχίσει ο ιατροδικαστής. Θα μπορούσες να κάνεις αυτή τη δουλειά;

- Καλύτερα να  σκάβω, εγώ δεν έχω σκοτώσει ούτε φίδι στη ζωή μου. Για να λειτουργήσει το οικοσύστημα όλα χρειάζονται.

-Ναι αλλά κρέας τρως

-Το βαφτίζω ψάρι, σαν τους καλόγερους στη νηστεία.

Κι έβαλε τα γέλια, άνθρωπος έξω καρδιά ο Θόδωρας, ψηλός, γεροδεμένος, δίχως παραπάνω κιλά, το πρόσωπό του σκαμένο απ' τον ήλιο και το κρύο. Στη χούντα τον συνέλαβαν δύο τρεις φορές, τους ξέφυγε. Υπήρχαν τα ΤΕΑ και οι καταδότες στα χωριά τότε. Κι αυτός έπινε και μιλούσε. Και σήμερα πίνει, αλλά δεν μιλάει. Μαζί του έμαθα να πίνω κι εγώ. Για ποιόν να μιλήσεις και τι να πεις, ο κόσμος έγινε τεκές, λέει. Όταν κουράζεται κάθεται στον ίσκιο και τραγουδάει. Αν δεν βρίζει θεούς και υπουργεία.

-Χάρτινο το φεγγαράκι, πράσινη η ακρογιαλιά...

- Ψεύτικη, Θόδωρα.

- Ολα ψεύτικα έγιναν σήμερα. Εγώ θυμάμαι πράσινη τη θάλασσα, μια φορά που πήγα με τη Βούλα.

-Μπλε, είναι η θάλασσα.

-Εκεί που πήγαμε στη Λευκάδα, πράσινη ήταν.

24 Ιουλ 2020

Κερνάω


-Πόσο δυστυχισμένος, πόσο χαιρέκακος, πόσο ανέραστος, πόσο ανύπαρκτος είναι ένας άνθρωπος που στρώνεται κάτω να προσευχηθεί στον Σουλτάνο, με την επίφαση του Μωάμεθ;
-Μήπως εδώ τα ίδια δεν γίνονται;
-Ναι ρε Θόδωρα, αλλά εδώ προσεύχονται σ' ένα Θεό ιστορικά δικό μας. Οταν δεν σέβεσαι τα παγκόσμια μνημεία, τι να σου κάνει η προσευχή;
-Εσύ τώρα ψάχνεις για σεβασμό στις δικτατορίες;
-Αφού ψηφίζουν.
-Εκεί ψηφίζουν με τα όπλα στο κεφάλι κι εδώ με τα κανάλια στο μυαλό.
Πρωινές κουβέντες, ήρεμες, με τον Θόδωρα. Ξεχορταριάζαμε και οι δυό τα χωράφια μας.
-Πολλά ζιζάνια ρε Θόδωρα, ένα βγάζεις δέκα φυτρώνουν.
-Πάμε να φύγουμε, δεν τελειώνουν ποτέ, γιαυτό ρήμαξαν τη γη τα φυτοφάρμακα. Αν ήξεραν στις πόλεις τι τρώνε!
-Πάλι για τσίπουρο;
-Πάμε έχω τρία ευρώ, κερνάω.

23 Ιουλ 2020

Τόσα καταλαβαίνω, τόσα λέω.

 

-Τελικά τζάμπα ανησυχήσαμε, αιφνιδιάσαμε την Τουρκία και δεν έγινε πόλεμος. Ούτε σκάνδαλο Νοvartis, υπήρξε, σκευωρία ήταν, μπρίκια κολλάει το παρακράτος, σωστά έκανε τη δουλειά του. Πάντα σωστά την έκανε, τι νόμισε ο Πολάκης, επειδη αντέχει να τα λέει, θα του περάσει κιόλας. Ο μπαμπάς του Πλεύρη έκανε καλή δουλειά, δικηγόρος για κάθε νοσον. Γέμισε Δημοκρατία χτες η Βουλή. Με συγκίνησε ο Αδωνης. Τι κρίμα αυτό το παιδί, παράτησε τη δουλειά του για το καλό μας και κάποιοι αχάριστοι να μην αναγνωρίζουν την εικόνα της Ελλάδας στο πρόσωπό του. Κρίμα.
-Μην πίνεις άλλο, δεν ξέρεις τι λες. Πόσες φορές σου είπα, δεν ξέρεις από πολιτική.
- Θόδωρα ένα καντηλάκι, να τους ανάψουμε, για μας δούλεύουν στα υπόγεια του Μαξίμου.
Ο Θόδωρος αγρίεψε το βλέμμα του, χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και πήρε φόρα.
-Άκου να μάθεις. Είμαι εβδομήντα πέντε χρονών. Δούλευα από νύχτα σε νύχτα κι εγώ και η γυναίκα μου. Πάντα στη φτώχεια. Τα μόνα χρήματα που πήρα απ το κράτος ήταν το μέρισμα του Τσίπρα. Τούτος τα έδωσε να παίρνουν φθηνότερα τους ποδοσφαιριστές. Έκοψε και τη σύνταξη του Πάσχα.
- Ναι αλλά ο Τσίπρας, φορολογούσε τους πλούσιους και δεν έκαναν επενδύσεις. Γέμισε η Ελλάδα πάλι εργοστάσια με τούτους.
Βγήκαμε και οι δυό τρικλιζοντας στο δρόμο. Ο Θόδωρος έβριζε θεούς και δαίμονες.
Προσπάθησα να τον καθησυχάσω, εντάξει ρε, σταμάτα, τόσα καταλαβαίνω τόσα λέω.

20 Ιουλ 2020

Πάμε


-Τι γράφεις πάλι, νομίζεις πως θα αλλάξει τίποτα με τη γραφή; Αν δεν σκάψεις το χωράφι, ψωμί δεν έχει.
- Αν δεν υπήρχαν τα βιβλία Θόδωρε, ο κόσμος θα ζούσε ακόμα σε σπηλιές.
- Η ανάγκη προχωράει τον κόσμο, τα παραμύθια απαλύνουν τον πόνο του.
-Δεν έχεις άδικο, τα λόγια όμως ενίοτε καθοδηγούν την ανάγκη.
-Αν ήξεραν να οδηγούν δεν θα πέφταμε ομαδικά στον γκρεμό.
- Τώρα με τους άριστους θα βγούμε στο ξέφωτο.
- Θεωρείς άριστο τον Μπογδάνο, τον Αδωνη, τον Βορίδη, τον Χρυσοχοιδη, τον Βαρβιτσιώτη, την Κεραμέως...
-Ε σταμάτα, πήρες φόρα, ο πρωθυπουργός είπε πως μόνο οι άριστοι γίνονται υπουργοί. Κάτι ξέρει ο άριστος των αρίστων. Εσύ κι εγώ μόνο να σκάβουμε ξέρουμε. Αν δεν υπήρχε ο Βορίδης με τις οδηγίες του η γη μας χέρσα θα ήταν.
- Δεν ξανασυζητάω μαζί σου για πολιτική, σκράπας είσαι!
- Θόδωρα, πάμε να φύγουμε, θα μας ψήσει ο ήλιος.
- Πάμε για τσίπουρα, μπας και ξεθολώσει η σκέψη σου, σκούριασες.
- Πάμε

18 Ιουλ 2020

Τα κιάλια

 

Τελικά καλά είναι στις διακοπές. Πριν κινήσω έλεγα, που να πάμε τώρα, μάσκες, λάδια, εισιτήρια, ακριβά ξενοδοχεία. Είναι η δεύτερη μέρα και νοιώθω ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου. Πολυτέλεια ο χρόνος, διαβάζω, κοιμάμαι, ακούω τα πουλιά. Ψάχνω έξυπνες ατάκες να αναρτήσω, λόγια, σοφών να κλέψω λίγη από τη δόξα τους, φωτογραφίες λουλουδιών και χρυσές παραλίες ειδικά την ώρα που κρύβεται ο ήλιος. Χαζεύω αρκετή ώρα στις αναρτήσεις φίλων, προσπερνάω στα γρήγορα τα λαχταριστά πιάτα, παλιά γύριζα με παραπάνω κιλά, φέτος αγγούρι και ντομάτα απ' το χωράφι. Μένω λίγο παραπάνω στα κορμιά των γυναικών, όλα απ' την ίδια πατέντα, βλέπω τη μόδα των μαγιό, ανέμελη πουναι η ζωή. Διαβάζω τη "Συνάντηση" του Κούντερα, κρατάω το μαγικό ραβδί και δίνω εντολές για τις δουλειές στο χωράφι, νοιώθω λίγο σαν πολιτικός, κάτι σαν συνταξιούχος και λίγο βασιλιάς. Τι ωραίος είναι ο κόσμος!Ευχαριστώ για τα κιάλια που μούφερες, όλα είναι πιο κοντά τώρα, τα βουνά, τα σύννεφα, τα δέντρα και οι λεπτομέρειες. Νοιώθω και λίγο σαν το Ρέτσο στους απέναντι. Μόνο που απέναντι είναι το χωράφι μου.
Ευτυχώς που έκανα το πλατανόσπιτο, διακοπές και δουλειά μαζί. Βέβαια χωρίς το μαγικό ραβδί, μάπα το καρπούζι.

16 Ιουλ 2020

Πλατανόσπιτο


Απόψε θα κοιμηθώ στο καινούριο μου σπίτι. Ξύλα, καρφιά, σχοινιά, ευάερο, δροσερό, καλοκαιρινό. Με σεβασμό στο περιβάλλον, ούτε ένα κλωνάρι δεν έκοψα. Με βόλεψε ο πλάτανος. Το δικό μου πλατανόσπιτο είναι μικρό, αλλά χώρεσε όλες τις σκέψεις μου. Ανεβαίνω και κατεβαίνω μ' ένα χοντρό σκοινί πέντε μέτρων. Η θέα είναι απίθανη, βλέπω όλο το χωράφι. Το στρώμα είναι ανατομικό, φτιαγμένο με φτέρες, για φως το φεγγάρι. Οδός χωραφιών, αριθμός 0, στη μέση του Θεσσαλικού κάμπου, η διέυθυνση. Αν θες έλα να με βρεις, εύκολο είναι. Ο πρώτος επισκέπτης ήταν μια αλεπού. Γίναμε φίλοι, ίσως γιατί δεν έχω κότες.
Οι διακοπές άρχισαν, θέλω όταν έρθεις μια χάρη. Φέρε μου το μαγικό ραβδί, οι δουλειές στο χωράφι δεν σταματάνε ποτέ. Ούτε στις διακοπές.

15 Ιουλ 2020

Ζει ο άνθρωπος χωρίς Μύκονο;


Ένας νέος νεκρός. Ήθελε καθαρό τον αέρα στην πόλη που ζούσε. Ένα εργοστάσιο που ρυπαίνει σχεδόν μέσα στην πόλη από χρόνια.
Μία νέα νεκρή μέσα στο δάσος. Το πληγωμένο της σώμα δείχνει την ανθρώπινη βία.
Προχτές η κηδεία του Γιώργου από εγκεφαλικό, η πενηντάχρονη από καρκίνο, ο σαραντάρης από ανακοπή. Οι φίλοι μου παθαίνουν κάτάθλιψη, τα ματ της εξουσίας βαράνε στο ψαχνό, αρκεί να μην αποδεικνύεται το έγκλημα. Είμαστε πια μια κανονική χώρα.
" Αφήστε τη μνήμη του νεκρού στην ησυχία της" λέει ο υπουργός. Σηκώνει το κόκκινο τηλέφωνο και ενημερώνει τον πρωθυπουργό, μην ανησυχείς έχουμε βάλει δικιά μας, όλα είναι εντάξει.
Δύο εργάτες πέφτουν στο κενό, ας πρόσεχαν είπε ο εργοδότης.
Τα σύνορα άνοιξαν, προέχει το συνάλλαγμα.
Ζει ο άνθρωπος χωρίς Μύκονο;

13 Ιουλ 2020

Ζέστη και σήμερα


Υπάρχει Θεός; Υπάρχει ο Θεός της φύσης. Τους άλλους τους επλασε ο άνθρωπος μπροστά στο φόβο του θανάτου. Και μετά ενσωματώθηκαν στην παράδοση. Και μετά άρχισαν οι πόλεμοι, ποιός είναι ο
καλύτερος. Εγώ πάλι αναρωτιέμαι ποιός είναι ο χειρότερος.
Όχι ότι θα βγάλω άκρη, ουκ έστι τέλος στη γλώσσα τους.
Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Πόλεμος. Και Μεσαίωνας.
Αγία Σοφία. Μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς. Πόλεμος.
Πόλεμος που κάνει δυστυχισμένη τη μισή ανθρωπότητα. Ο κάθε πόλεμος ροκανίζει τη ζωή.
Ποιοί τον υπηρετούν; Θεοσεβούμενοι δικτάτορες. Ποιός τους αναδεικνύει; Θεοσεβούμενοι πολίτες. Τι σόι θεοσεβούμενοι είναι άλλο θέμα. Έχουν την εξομολόγηση για κάθαρση. Όλα καλά.
Ζέστη και σήμερα.

11 Ιουλ 2020

Η ηλιαχτίδα


Τρύπωσε το πρωί στη σκοτεινή μου κάμαρα, βρήκε τη χαραμάδα της μανταλωμένης σκέψης μου και δεν έφευγε. Συναρμολόγησα το σκόρπιο σώμα μου, φόρεσα ένα πρόχειρο χαμόγελο, της άνοιξα το ένα μάτι, τη ρώτησα τι θέλει;
-Η μικρή ροδιά μ' έστειλε, διψάει.
-Χθες την πότισα να της πεις
-Της ήπιαν όλο το νερό τα αγριόχορτα, είπε
- Να αντισταθεί, να απλώσει τις ρίζες της, να επαναστατήσει και να τα διώξει μόνη της. Φύγε τώρα θέλω να κοιμηθώ. Είναι έξι το πρωί.
- Δεν πάω πουθενά, να σηκωθείς.
Εκνευρίστηκα και έβαλα τις φωνές το καλοκαίρι. Το βράδυ μας ξελογιάζει το φεγγάρι, πάει χαράματα να κοιμηθώ, το πρωί η ηλιαχτίδα.
Η ηλιαχτίδα πάνω στα μάτια μου επέμεινε.
-Είδα τα δέντρα να συννενοούνται, θα κάνουν διαδήλωση σήμερα.
-Γιατι;
- Για το σκαθάρι που τους τρώει τα φύλλα.
- Αφού απαγορεύτηκαν οι διαδηλώσεις
-Πόσο γελασμένος είσαι! Κι εσύ με κλείδωσες έξω, αλλά ήρθα.
Μετά με πήρε απ' το χέρι. Πήγαμε στο χωράφι να δούμε μαζί την ανατολή.

10 Ιουλ 2020

Ληστεία


Από τότε που έμεινε άνεργος ο κόσμος άλλαξε. Η βολική καθημερινότητα, η σιγουριά του μισθού, οι ειδήσεις των οκτώ, η ευπρέπεια της υποκρισίας τελείωσαν. Δίχως σπίτι, δίχως πατρίδα, φαΐ στη λέσχη των απόρων.
Πάνω στην απελπισία του, αυτός ο πρώην νόμιμος, αποφάσισε τη ληστεία. Στόχος η βίλα του δημόσιου γιατρού, που όταν αρρώστησε η μάνα του, του ξάφρισε τις οικονομίες του. Παραφύλαξε την ευκαιρία, μια νύχτα του καλοκαιριού μπήκε μέσα. Στο χρηματοκιβώτιο έκανε ένα ουάου, μια στίβα πακέτα των εκατό ευρώ, μέτρησε εξήντα, τα δικά του, κι έφυγε ανακουφισμένος. "Ήρθαμε στα ίσα γιατρέ, λογαριάσου τώρα με τους άλλους " σκεφτόταν όταν αγόρασε μία σακούλα μπύρες κι έπινε ως το πρωί, κάτω απ' τη γέφυρα.
" Ληστεία την νύχτα σε σπίτι γιατρού, προσοχή οι κλέφτες είναι εδώ" η πρωινή εφημερίδα.
Εγώ τους ξέρω και τους δυό. Και την εφημερίδα.

9 Ιουλ 2020

Με μια ανάσα

 

Στον δρόμο με τις βοκαμβίλες
περπάτησα μες την καρδιά σου, ανέβηκα στο κάστρο των συναισθημάτων, αγνάντεψα την ψυχή σου, μια θάλασσα πλατιά, στην πλατεία είδα τα μεγάλα μάτια σου να με κοιτάνε σαν καρφιά, ήρθες κοντά μου και μου ψιθύρισες, "μη φοβάσαι, στον φόβο ποντάρουν", με πήρες απ'το χέρι και κατεβήκαμε "το μονοπάτι της θάλασσας", πετάξαμε τα ρούχα μας και κατεβήκαμε μαζί στο βυθό, με μια ανάσα, σαν τη ζωή, όταν βγήκαμε στην επιφάνεια ήμασταν δύο δελφίνια, ανέμελα μες το καλοκαίρι.

8 Ιουλ 2020

Δεν ξαναξύπνησε

 

Έρχονται στο νου παλιά βιβλία, "Τότε που ζούσαμε" του Ασημάκη Πανσέληνου, " στάχτες και φοίνικες" του Θέμου Κορνάρου.
Πόνος. Σωματικός, ψυχικός, ιδεολογικός. Πόνος υπαρξιακός.
Ένας γέρος ενενήντα πέντε χρονών δεν το βάζει κάτω. Κάθε πρωί τριγυρνάει στα χωράφια του, κάνει ότι μπορεί. Ο γυιός του, συνταξιουχος αστυνομικός από τα σαράντα δύο, τριγυρνάει στα καφέ της πόλης.
"Άνθρωποι και ανθρωπάκια" έγραφε ο Τσιφόρος.
Πόνος στη γέννα. Πόνος στον θάνατο. Πόνος η ζωή.
Ο πόνος γεννάει. "Η Παναγιά της θάλασσας" δεν ξαποσταίνει ποτέ. Ένας δούλος κουβαλάει πέτρες να κτιστεί μια εκκλησία. Πληγές το σώμα του.
Κι εμείς; Στη " Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων" παίζουμε σκάκι. Πως να νικήσει το τελευταίο πιόνι;
Φθινοπωρινή μέρα στα μέσα καλοκαιριού, Δροσερό αεράκι προσπαθεί να καταλαγιάσει ψυχικές οδύνες της αβεβαιότητας.
Ένα χαλάζι, ένας σεισμός, ένα ηφαίστειο, ένας ιός μας θυμίζουν την ύπαρξή μας. Και μετά δεν υπάρχουμε, χανόμαστε στους υπονόμους της πόλης.
Ένας έρωτας, μια φυλακή, ένα σημάδι ζωής.
Άναψε το καντήλι, διάβαζε ως αργά, το πρωί δεν ξύπνησε. Δεν ξαναξύπνησε. Λυτρώθηκε.

7 Ιουλ 2020

Αν

 Αν

Αν ήταν να ζωγραφίσω τον παράδεισο, ένα αγρόκτημα αυτάρκειας θα ήταν. Πολλά δέντρα, πολλά λουλούδια και η τροφή της γης. Ένα μικρό σπίτι και μια γεμάτη καρδιά. Ή μάλλον δύο καρδιές. Λένε πως ούτε στον παράδεισο ζει κανένας μόνος του.
Αν ήταν να ζωγραφίσω την κόλαση θα ήταν η μπάλα γη, αυτή που κατάντησε κλοτσοσκούφι των ισχυρών.Εργοστάσια όπλων, μεγάλα τραστ, φωτιές να καίνε. Δίπλα ένας μικρός κυνηγημένος άνθρωπος στο κλουβί του.
Αν ήταν να ζωγραφίσω τον παράδεισο, θα εφτιαχνα τη μορφή σου, τα μεγάλα μάτια σου και το χαμόγελο της Ανθρώπου.
Αν ήταν να πετάξω στην κόλαση, τον άνθρωπο θα πετούσα πρώτα, αυτόν που δεν σήκωσε ποτέ το αναστημά του πάνω απ' το μπόι του.
Ούτε ζωγράφος είμαι, ούτε δικαστής. Μόνο ένας περιπλανώμενος ταξιδιώτης. Μιά στη κόλαση και μιά στον παράδεισο.

5 Ιουλ 2020

Πολύχρωμες λέξεις


Έχει ένα μικρό κοπάδι πρόβατα. Συγκεκριμένα 33. Περνάει συχνά το χωματόδρομο, τα πάει για βοσκή. Το Πάσχα πούλησε σε γνωστούς του 24 αρνιά. Τα κούρεψε κιόλας, παρ' όλο ότι αυτός δεν κουρεύεται ποτέ. Σαν τον Χριστό είναι, νέος. Σε όλα έχει ονόματα. Μπέμπα, Αθηνά, Δήμητρα, χαζοκούδονο, Αγάπη και άλλα που δεν θυμάμαι.
Σήμερα είδα σε κάθε πρόβατο κι ένα ζωγραφισμένο γράμμα ή αριθμό.
Τι έκανες, του λέω. Γιατί;
-Τα βαρέθηκα, όλο μπε μου κάνουν, θα τα μάθω γράμματα.
Ο ίδιος είναι αδιόριστος δάσκαλος. Πάντα έχει ένα βιβλίο στο χέρι. Κινητό δεν έχει, - σαν εμένα που χάνω το χρόνο μου γράφοντας ανύπαρκτες ιστορίες.
-Μία βδομάδα τώρα δεν μπορείς να φανταστείς τι λέξεις διάβασα πάνω τους, έτσι όπως διακτινίζονται στις καλαμιές να βοσκήσουν.
Πολύχρωμες λέξεις, κάθε πρόβατο έχει δυό γράμματα, εκατέρωθεν, όλα με διαφορετικό χρώμα, όλα επί δύο. Σε κάθε πρόβατο φυσικά δύο διαφορετικά γράμματα, Α και Ψ ας πούμε, όλα κεφαλαία.
- Με νοιάζουν τυχαίες λέξεις, ξεχασμένες και μη. Γίνονται πηγή έμπνεύσης. Γράφω ένα βιβλίο για τη φύση και ψάχνω λέξεις παλιές, γεμάτες, να κυριολεκτούν.
-Όπως;
-Τσατσάρα, σελτές, κακάβι, μπέσα, τσαντήλα, καπάρο, πυροστιά κι άλλες αμέτρητες που τις ξεχάσαμε μες την ευπρέπεια της πόλης.
- Δεν ρώτησα ποτέ τ'ονομα σου.
-Χριστόφορος
- Κωστής, χάρηκα.

4 Ιουλ 2020

Γράμμα


Ένα μικρό πέτρινο σπίτι να χωράει τα τραγούδια και τα βιβλία που αγαπήσαμε. Ένα μικρό πέτρινο σπίτι να χωράει ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι κι ολόκληρη την αγάπη. Τις καλοκαιρινές νύχτες θα κοιμόμαστε αγκαλιά με το φεγγάρι, οι ψίθυροι της νύχτας παλιές συνομιλίες φίλων που χάθηκαν. Το πρωί θα μας ξυπνάει το άρωμα της λεμονιάς και τ' όνειρο της μέρας. Που και που θα πάμε με τ' άλογα στη πόλη για προμήθειες, χαρτιά και χρώματα να ζωγραφίζεις τον καινούριο κόσμο. Δίπλα μας το ποτάμι με άσπρες πέτρες και πλατάνια, θα ψαρεύουμε τη ζωή, θα κολυμπάμε στα χαμόγελα. Χτες διάβασα την εποχή της υποκρισίας του Μάρκαρη. Αρκετά ξοδεύτηκε η ζωή μας στον παλιό κόσμο. Αν δεν γκρεμιστεί δεν αλλάζει.
Ενα τεντωμένο σκοινί, πάνω του ζει ένας ακροβάτης, κάποτε θα πέσει.
Πόση ζωή μας έμεινε;
υ. γ. Εμένα μου φτάνει η φωνή και η κιθάρα σου. Τίποτα δεν με νοιάζει πια, ο παλιός μου εαυτός δεν υπάρχει.Τον αφήνω στης πόλης τα φαντάσματα, αρκεί νάρθεις κι εσύ.

2 Ιουλ 2020

Η συνέλευση


Καλοκαιρινή άχνα στο Θεσσαλικό κάμπο, ο ήλιος καίει στην καρδιά του μεσημεριού. Τρέχουν τα νερά να ξεδιψάσουν τη γη, διψάω κι εγώ. Με φωνάζει ο Κόζιακας, έλα σε μένα, έχω κρυστάλλινα νερά και ίσκια δροσερά. Μα εγώ του λέω δεν μπορώ ν' αφήσω τα μικρά μου δέντρα στον καημό. Όλα διψάνε για ζωή.
Σήμερα είχαμε πρωινή συνέλευση στο χωράφι. Μια Παράβαση της αρχαίας κωμωδίας κατέληξε. Ήμασταν όλοι υπό τον καυτό ήλιο, παράπονα, φωνές, ακόμα και απειλές. Αν δεν με ποτίζεις κάθε μέρα θα μαραθώ είπε ο βασιλικός, η μικρή ροδιά είπε πως θα φύγει αν δεν της βγάλω την αγριάδα, τα κολοκυθάκια ήθελαν να μην τα κόβω τόσο μικρά, - δεν προλαβαίνουν να ζήσουν λέει, ένα αγγούρι ήθελε λέει να γίνει τζατζίκι για τους τουρίστες που θάρθουν, κι εμείς μουσακάς φώναζαν οι μελιτζάνες, εγώ τα έβαλα με τις βλάχικες ντομάτες που καμία δεν κόκίνισε ακόμα, εμείς κοκινίσαμε πετάχτηκαν τα ντοματάκια κι ας είμαστε μικρά, ένα μύρτιλο ήθελε να το δοκιμάσω,-θα σου δώσω δύναμη να αντέξεις τις φωνές, οι μπάμιες δεν μιλούσαν αλλά μεγάλωναν συνέχεια το μπόι τους, το αμπέλι ήθελε στηρίγματα, δίκαιο αίτημα, ένα καρπούζι κόπηκε μόνο του στα δυό,-ήθελε λέει να μας κεράσει νέκταρ του καλοκαιριού. Γύρω μας οι μέλισσες και οι πεταλούδες μας χάζευαν. Η συζήτηση παρεκράπηκε όταν μια ροδακινιά ξεριζώθηκε και πήγε να φύγει, δεν μπορούσε να αντέξει τα πέντε ροδάκινα που είχε, είπε, της έπεφταν βαριά για την ηλικία της. Που πας; Θα λιποτακτήσεις; φώναζαν τ'άλλα δέντρα.
Ήρθες πάνω στην ώρα. Σωπάστε τους λέω έχουμε φιλοξενούμενο, ρεζίλι σαν την τηλεόραση θα γίνουμε.

30 Ιουν 2020

Οι σκέψεις του βυθού


Ένας πλάτανος δίπλα στη θάλασσα, στο τραπέζι δύο ποτηράκια, το δικό σου και το δικό μου. Μακριά όλος ο κόσμος. Το καλοκαίρι καίει, και το τσίπουρο. Βουτιά στη θάλασσα οι σκέψεις που βαραίνουν τη κουβέντα μας.
Ένα παιδί χάθηκε άδικα, η αδικία κατρακυλάει τον κόσμο. Τα όπλα σκοτώνουν.
Βουτάμε και οι δυό στη θάλασσα, φτάνουμε στον βράχο απέναντι. Αγναντευουμε το βουνό με τις καστανιές, το φθινόπωρο ποιός θα βγάλει πάλι τα κάστανα απ' τη φωτιά; Το καλοκαίρι είναι μια βάρκα με άσπρα πανιά.
Κολυμπάμε ως τη παραλία, γεμίζουμε τα ποτηράκια, τσουγκρίζουμε στην υγεία. Φτάνει αυτό; Στην αγάπη. Φτάνει;
Περισσεύει το κύμα, πάμε στη θάλασσα. Ένα δυνατό κύμα πετάει τον έναν πάνω στον άλλον. Η κοινή μοίρα μας.
Στίβεις τα μαλλιά σου, στίβω το μυαλό μου να θυμηθώ την πρώτη στιγμή μας. Πόσο όμορφη είσαι!
Χάθηκαν τόσα παιδιά, πάλι. Γιατί;
Βουτάμε στη θάλασσα, η θάλασσα τώρα είναι ήρεμη, δροσερή, τα μάτια σου πιο πράσινα, οι σκέψεις έγιναν δύο μικρά χρυσόψαρα στο βυθό.
Μη σκεφτόμαστε τον θάνατο είπες, σαν σήμερα σε γνώρισα.

28 Ιουν 2020

Κυριακή απόγευμα


" Ήρθες Ρηνιώ κι ομόρφυνε όλο το νησί" λεβέντικη η φωνή του Κρητικού γέμισε όλο το δρόμο.
Μία μικρή φράση ξυπνάει τον λήθαργο της μέρας.
Παρατηρώ το μοναχικό πέταγμα μιας καρακάξας, ακούω ένα αηδόνι να κελαηδεί, ένα σκυλί μακριά να γαυγίζει, τζιτζίκια να ύμνούν το καλοκαίρι, ακούω τη φύση. Το καλαμπόκι μεγάλωσε, μικρό πράσινο δάσος στέκει περήφανο δίπλα μου. Κι άλλα πουλιά τώρα ακροβατούν στον συννεφιασμένο ουρανό. Μαγικό παραλήρημα μιας όμορφης εποχής, νομίζεις πως κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν έχει πρόβλημα. Η δύναμη της ψευδαίσθησης ξεπερνάει την μαύρη μορφή του κόσμου. Ανοίγω τα χέρια, τα κουνάω όπως τα πουλιά τα φτερά τους. Κι άλλη ψευδαίσθηση, νόμιζα θα πετάξω.
Ξαφνικά σταγόνες βροχής πέφτουν στο στεγνό χώμα. Θυμάμαι τους στίχους του Λειβαδίτη, "τι όμορφα που μυρίζει η γη". Μυρίζω τη γη, μοσχοβολάει όπως Εσύ, Κυριακή απόγευμα.

26 Ιουν 2020

Πορεία


Ασάλευτες μέρες πήρατε τη ζωή μου, νύχτεςτου καλοκαιριού αφήσατε τα όνειρά μου στην ερημιά, θυμωμένα στάχυα στο αλώνι του κάμπου οι πληγές μου, βουνά και ποτάμια που με πάτε τώρα, αρμύρα τα δάκρυα της αγρύπιας μου, περπατάω στο βαθύ σκοτάδι ικέτης μιας πυγολαμπίδας, μιας αχτίνας του φεγγαριού, ισιόκορμα έλατα τυλίγουν τις σκέψεις μου.
Η νύχτα έγινε φως, τα μάτια σου δρόμος, το φωτεινό στεφάνι στα μαλλιά σου ξημέρωμα, τα χέρια σου βιολιά της ψυχής μου, σκίρτησε το κορμί μου πάνω στο κορμί σου, το στόμα σου ήταν γεμάτο φιλιά, η αγκαλιά σου ο κόσμος, ή άγγελος είσαι ή νεραίδα.
Ήμουν η τελευταία ανάσα μου, έγινες η πορεία μου.

24 Ιουν 2020

Η δική σου φωνή


Μικρά, ασήμαντα καθηλώνουν το νου, η ουδέτερη μέρα σπαταλάει τό χρόνο. Οι ειδήσεις ανακυκλώνονται στο μπλε κάδο, οι πολιτικοί στη μεγάλη σκηνή του θεάτρου αρμενίζουν τη ματαιοδοξία τους, οι ποιητές γράφουν ποιήματα, οι πιστοί προσεύχονται, άλλοι στο θεό του χρήματος και άλλοι σε όποιον καταργεί τον θάνατο.
Ζούμε σε μια στιγμή του χρόνου και ζούμε σαν αθάνατοι.
Έκανα το λάθος και διέγραψα τη μνήμη μου, ακόμα ένα λάθος κι έσβησα όλα τα όνειρα που έκανα. Ήθελα να ζήσω τη στιγμή. Αλλά έπεσα στο κενό. Χωρίς ιστορία και δίχως ελπίδα, ούτε στιγμή υπάρχει. Γεννήθηκα, μεγάλωσα, πεθαίνω. Ο κύκλος. Είμαστε στον πυρήνα του, δεχόμαστε και εκπέμπουμε. Ανάβουμε και σβήνουμε.
Σκέψεις του μεσημεριού, σκέψεις του χωραφιού, μπροστά μου τρυφερό πράσινο, πίσω μου μια φωνή. Ζήσε. Εσύ, η δική σου φωνή.

21 Ιουν 2020

Έχω τα τραγούδια σου


Έχω τα τραγούδια σου
Σαν να έχω Εσένα
Τίποτα άλλο δεν έχω, παρά
Μόνο τα τραγούδια σου
Οι λέξεις τους αγγαλιάζουν τη γη
Και μένα
Είναι τα δέντρα που μεγαλώνουν
Τα σπαρμένα χωράφια που θα καρπίσουν
Το πέτρινο σπίτι στο χωριό
Ένα ολόκληρο καλοκαίρι
Είναι τα τραγούδια σου
Το χρώμα απ' τα μάτια σου
Ζωγραφίζει τη γη που δουλεύω
Το χαμόγελο της ψυχής σου
Με κρατάει Άνθρωπο
Τα τραγούδια σου είναι πουλιά
Ανασταίνουν τη φωνή μου
Δίχως τα δικά σου τραγούδια
Θα ήμουν ένα κομμένο δέντρο
Ένας ατέλειωτος χειμώνας
Μία ακίνητη πέτρα στη γη
Ποτάμι χωρίς νερό
Εγώ όμως έχω τα τραγούδια σου.

19 Ιουν 2020

Φωτογραφία με τα δελφίνια


Στήσαμε τη σκηνή στην ερημική παραλία, δυό φοίνικες και το κύμα. Εσύ κι εγώ. Έρωτας, ούζα, βουτιές, συζητήσεις γύρω απ' τα βιβλια που διαβάζαμε. Γυμνοί στην άμμο, καυτός ο ήλιος έκαιγε το δικό μας καλοκαίρι. Θα μπορούσε να είναι το ιδανικό τριήμερο, αλλά δεν είναι. Χάνομαι ανάμεσα στο ούζο και στο χωράφι. Ανάμεσα στην αβεβαιότητα και την θλίψη. Έλεγες, άλλαξε ορίζοντα, θα γίνεις κανονικός. Η χώρα ολόκληρη θέλει να γίνει, πως το λέει, - κανονική χώρα. Άλλαξα και δεν έγινα, ηλιοβασίλεμα τώρα και ούτε μια σέλφι δεν θέλω.
Ο νούς μου στο χωράφι, η μικρή ροδιά μπορεί να διψάει σήμερα, τα φασολάκια θέλουν μάζεμα θα γίνουν χοντρόπετσα σαν την εξουσία, κολοκύθια και λοιπά ζαρζαβατικά με περικυκλώνουν. Λες για τις εμμονές μου. Λέω για τα παιδιά που πεινάνε, πεθαίνουν, αυτοί κάνουν όπλα. Λες πάλι τα ίδια, χαλάρωσε.
Πίνω ούζο του Τυρνάβου, εσύ απ' το Πλωμάρι, πόσα μπουκάλια πήραμε;
Καίγομαι μέσα έξω. Πέφτω στη θάλασσα. Ένα ξαφνικό κύμα με βγάζει απότομα έξω, δίπλα στον βράχο. Η πληγή τρέχει αίμα. Κι άλλο αίμα. Η θάλασσα γίνεται κόκκινη. Απ' το ηλιοβασίλεμα, λέω.
Ρίχνω ούζο πάνω στην πληγή, άλλοι πίνουν χλωρίνη για τα μικρόβια. Σφαδάζω απ' τον πόνο. Μου λες, τι κάνεις; Λέω πάμε να φύγουμε.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκαν τα δύο δελφίνια. Ερωτροπούσαν ανέμελα. Ξέχασα τους καρχαρίες, τους άφησα στη στεριά. Μπήκα στη θάλασσα κι έπαιζα μαζί τους. Θέλω φωτογραφία με τα δελφίνια, φώναξα.

16 Ιουν 2020

Ποιός θάνατος;

 

Άνοιξα το χάρτη στη μέση στο χωράφι. Πόσο μικρός μου φάνηκε ο κόσμος, τόσο όσο ένας τάφος. Γύρω να μεγαλώνουν τα δέντρα, οι φράουλες από χαμηλά να χαίρονται το νερό και τον ήλιο, κατακόκινες απ'τη χαρά τους, να πετούν τα πουλιά, να παίζουν τα σύνεφα. Πέρα μακριά το καλοκαίρι, στη θάλασσα και το βουνό.
Κλείνω το χάρτη και τρέχω στο διπλανό χωράφι, ποτίζομαι μαζί με το καλαμπόκι, ξεπλένω την θλίψη μου, στάζω ολόκληρος. Σταγόνες νερού οι στιγμές μας, διαγράφω τα περασμένα, πόση ζωή μου απομένει;
Τότε σε είδα να έρχεσαι από μακριά, μες το χαμόγελο που αγάπησα. Ανάλαφρη και ισκιωμένη. Πίσω σου έρχονταν κι άλλοι, αγαπημένα πρόσωπα, συγγενείς και φίλοι.
Κρατούσες ένα άσπρο μαντήλι, πλησίαζες χορεύοντας. Πιάσου, είπες. Χορεύαμε μες το μεσημέρι τραγούδια που αγαπήσαμε. Το χωράφι γέμισε χαμόγελα και χειροκροτήματα.
Ποιός θάνατος; Η Ζωή είμαι, είπες μόνο.

14 Ιουν 2020

Μάτια κλειστά


Στάχυα χρυσά γεμάτα καρπούς, ο ήλιος καίει, καταμεσήμερο Κυριακής. Διάσπαρτα συντριβάνια νερού ποτίζουν τον Θεσσαλικό κάμπο, δροσίζει η θέα τους την ξηρασία της σκέψης μου. Κλείνω τα μάτια μου και ανεβαίνω την ανηφόρα. Σε μια στροφή φαίνεται η μικρή πόλη που αγάπησα. Σπίτια μικρά με κήπους μεγάλους, δρόμοι ανοικτοί, καταπράσινος τόπος στην αρχή του καλοκαιριού.
Ζώα και άνθρωποι ζουν αρμονικά, δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, ούτε μηχανές. Το ποτάμι τους ενώνει, μοιράζονται τον ήλιο και την αγάπη. Κάθε Κυριακή, συναποφασίζουν στο θέατρο της καρδιάς τους. Δεν έχουν Μπε για Δήμαρχο. Δεν ανέχονται την εξουσία κανενός. Αυτοί οι άνθρωποι μιλάνε με τα μάτια, με χαμόγελα, με καλοσύνη το δίκιο.
Πολλοί θέλουν να αποδράσουν από τον κόσμο που ζούμε, άλλοι γίνονται μοναχοί κι άλλοι παίρνουν τα όπλα. Όμως δεν πάνε πουθενά.
Και τα δυό σκοτώνουν τη ζωή και τον έρωτα.
Τούτοι οι άνθρωποι σε τούτη τη μικρή πόλη είναι όλοι ερωτευμένοι μεταξύ τους. Τα παιδιά είναι ολονών παιδιά. Τα προβλήματα, μοιράζονται, οι χαρές πληθαίνουν.
Μία κοινότητα όλοι.
Το μεσημέρι προχωράει, ανοίγω τα μάτια, ήρθε ο σκύλος μου, με τραβάει να παίξουμε πάλι. Δεν είναι ο κόσμος όπως τον θες, γαυγίζει χαμογελώντας κι αυτός.