27 Απρ 2020

Το τραίνο


Ταξιδεύει, κούνια πάνω στις γραμμές η μορφή σου
Έρχεται από μακριά
Τραίνο παλιό, άρωμα άλλης εποχής
Ακουμπάω το αυτί μου στις ράγες
Μου ψυθιρίζεις, έρχομαι
Σε περιμένω στο σταθμό, με το παλιό ρολόι
Κρατάω κόκκινο τριαντάφυλλο στο στόμα
Περνάει μέσα σε πράσινα λιβάδια, δίπλα σε γέρικα δέντρα, μπαίνει σε τούνελ, κάτω από γέφυρες, γίνεται σύννεφο
Σ' ένα κουπέ, δίπλα στο παράθυρο εσύ, ένα βιβλίο, ένα χαμόγελο, τα μακριά σου μαλλιά
Περιμένω το τραίνο στον παλιό σταθμό από παιδί
Το τραίνο αργεί. Έρχεται όμως.
Χρόνια ακούω τις ράγες να λένε τη φωνή σου, - έρχομαι.
Το τραίνο κάποτε θαρθεί.

26 Απρ 2020

Ναυαγός


Το χωράφι παλιά ήταν θάλασσα, όλος ο Θεσσαλικός κάμπος ήταν θάλασσα. Απ' τα Μετέωρα ως τα Τέμπη. Απόμεινε ο Πηνειός και οι νεραϊδες. Τα βράδια που ερημώνουν τα χωράφια, βγαίνουν οι νεραϊδες και στήνουν χορό. Μικροκαμωμένα βήματα συναντώ το πρωί, πάνω στο φρεσκοοργωμένο χώμα. Και μαντήλια άσπρα παρατημένα. Μερικές φορές επάνω στον Κόζιακα διακρίνω ναυαγισμένα καράβια, σαν της Ζακύνθου. Ύστερα πάλι χάνονται με την αυγή.
Ένα βράδυ καλοκαιριού κοιμήθηκα μεθυσμένος στο χώμα. Την νύχτα άκουγα μια νεράιδα να τραγουδά. Ήταν τόσο γλυκό το τραγούδι της, που έγινα Οδυσσέας. Είδα τον Ποσειδώνα να την παίρνεί μαζί του και να φεύγουν με ένα μεγάλο άσπρο καράβι. Το χωράφι ήταν θάλασσα, απέραντη γαλάζια. Ξύπνησα. Ένοιωθα σαν ναυαγός σε άγνωστο νησί. Στη ζωή μου.

Μοντάζ


Το μοντάζ είναι η τέχνη της ζωής. Και η μόνη διαφωνία με τη γυναίκα μου. Αυτό το κρατάμε, εκείνο το πετάμε. Τη νοσταλγία την κρατάμε; Ναι, είναι η μνήμη της ιστορίας μας.
Την θλίψη την πετάμε; Ναι, κρατάμε μόνο την μελαγχολία της.
Γεμίσαμε το σπίτι με περιττά πράγματα, ασημικά στα συρτάρια, βαρίδια στο μυαλό. Αποδείξεις που μαρτυράν το πανάκριβο πλήρωμα της καθημερινής φυλακής μας.
Της πέταξα ένα πανάκριβο σερβίτσιο στα σκουπίδια και τσακωθήκαμε το πρωί. Ηταν γεμάτο αράχνες. Για εκδίκηση μου πέταξε τα πρώτα μου ποιήματα. Δεν με νοιάζει της είπα, τα κουβαλάω μέσα μου. Ήταν τόσο ανάλαφρα σαν όνειρα.
Μετά εγώ πέταξα την κεραία της τηλεόρασης. Πάντα ήθελα να ξηλώσω όλες αυτές τις κεραίες της άχρηστη υπερπληροφόρησης. Με έπνιγαν στο λαιμό και στο μυαλό. Τρόμαξα να την ηρεμήσω σήμερα. Μα έχεις τα βιβλία σου, τις ταινίες που επιλέγεις, το ίντερνετ, τους δίσκους σου, αφού δεν βλέπεις τηλεόραση, τι την θέλουμε; Ευτυχώς συμφώνησε.
Τον κήπο τον κρατάμε. Ναί!
Τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες; Ναί!
Τα χαμόγελα; Ναί
Πετάω τον θυμό και την οργή, κρατάω μόνο την κατανόηση!
Τους φίλους μας; Ναι!
Την αγάπη μας; Ναι!. Με ένα στόμα.
Γεμάτος σκόνη και ιδρώτα, κάθε φορά που πιάνω το μοντάζ της ζωής μου. Ευτυχώς έχω το χωράφι. Η φύση δεν θέλει μοντάζ. Είναι ολόκληρη η ζωή.

24 Απρ 2020

Τι καλά το λέει τ' αηδόνι


Προσπαθώ ν' αποκρυπτογραφήσω τη λαλιά του. Επιμένω απ' το πρωί να γράφω σύμφωνα και φωνήεντα. Ασυναρτησίες προκύπτουν. Σαν να είμαι στη φρέσκη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου προσπαθώντας να πλάσω μια ιστορία της προκοπής, μόνο με τους τίτλους των βιβλίων. Σίγουρα το λ υπάρχει στο τετράγωνο. Να διακρίνω το α της Άνοιξης, το ε του έρωτα. Σίγουρα αυτά. Αλλά που; Η λαλιά του με μεθάει, με, αποσυντονίζει. Μου φάνηκε πως είπε και το ρ. Τι λέει; Την άνοιξη τραγουδάει και τη λέει εαρ. Άκουσα νομίζω πάλι το α μια σταλιά ακόμα.
Το αηδόνι κάνει διάλλειμα. Αρχίζει ξανά να κελαηδεί. Είναι κρυμμένο στα φύλλα της μεγάλης κερασιάς. Εγώ στη ρίζα της. Ψάχνω να βρω τι λέει τ' αηδόνι. Αν το πω σε κάποιον θα με περάσει για τρελό. Είμαι ωστόσο έξυπνος να μην το εξομολογηθώ.
Τότε έγινε το θαύμα. Το αηδόνι ήρθε στον ώμο μου. Μου μίλησε ψυθιριστα με φωνή καθαρή κι ανθρώπινη.
"Σταμάτα να με αναλύεις. Ζήσε με. Σπαταλάτε το χρόνο σας οι άνθρωποι τεμαχίζοντας τη ζωή στη θεωρία. Ζήσε την ομορφιά που σου ανήκει, τον ήλιο, τα δέντρα, τα βουνά και τη θάλασσα, τα χρώματα, δεν αναλύονται τα ποιήματα της ζωής"
Και πέταξε πάνω στο άρωμα μιας παλιάς τριανταφυλιάς. Συνέχισε να κελαηδάει.
Απόμεινα με τις ασυναρτησίες μου.
Έγραψα μόνο στο χαρτί. Τι καλά τα λέει τ' αηδόνι. Τον τίτλο ενός αγαπημένου τραγουδιού.σπαθώ ν' αποκρυπτογραφήσω τη λαλιά του. Επιμένω απ' το πρωί να γράφω σύμφωνα και φωνήεντα. Ασυναρτησίες προκύπτουν. Σαν να είμαι στη φρέσκη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου προσπαθώντας να πλάσω μια ιστορία της προκοπής, μόνο με τους τίτλους των βιβλίων. Σίγουρα το λ υπάρχει στο τετράγωνο. Να διακρίνω το α της Άνοιξης, το ε του έρωτα. Σίγουρα αυτά. Αλλά που; Η λαλιά του με μεθάει, με, αποσυντονίζει. Μου φάνηκε πως είπε και το ρ. Τι λέει; Την άνοιξη τραγουδάει και τη λέει εαρ. Άκουσα νομίζω πάλι το α μια σταλιά ακόμα.
Το αηδόνι κάνει διάλλειμα. Αρχίζει ξανά να κελαηδεί. Είναι κρυμμένο στα φύλλα της μεγάλης κερασιάς. Εγώ στη ρίζα της. Ψάχνω να βρω τι λέει τ' αηδόνι. Αν το πω σε κάποιον θα με περάσει για τρελό. Είμαι ωστόσο έξυπνος να μην το εξομολογηθώ.
Τότε έγινε το θαύμα. Το αηδόνι ήρθε στον ώμο μου. Μου μίλησε ψυθιριστα με φωνή καθαρή κι ανθρώπινη.
"Σταμάτα να με αναλύεις. Ζήσε με. Σπαταλάτε το χρόνο σας οι άνθρωποι τεμαχίζοντας τη ζωή στη θεωρία. Ζήσε την ομορφιά που σου ανήκει, τον ήλιο, τα δέντρα, τα βουνά και τη θάλασσα, τα χρώματα, δεν αναλύονται τα ποιήματα της ζωής"
Και πέταξε πάνω στο άρωμα μιας παλιάς τριανταφυλιάς. Συνέχισε να κελαηδάει.
Απόμεινα με τις ασυναρτησίες μου.
Έγραψα μόνο στο χαρτί. Τι καλά τα λέει τ' αηδόνι. Τον τίτλο ενός αγαπημένου τραγουδιού.

22 Απρ 2020

Ένα


Γράφω στίχους στο βρεγμένο χώμα
Τα μάτια μου κλείνω να σε δω
Άνοιξη σε φωνάζω
Μ' ακούς; Είμαι εδώ
Είμαι μισός εδώ, μισός εκεί
Ναυαγός στον παράδεισο των ματιών σου
Χορεύω με το ένα μου πόδι
Το άλλο εσύ
Παραμιλάω άγνωρους ψιθύρους
Θλιμμένα πουλιά
Θάλασσα σε φωνάζω
Γίνομαι κύμα
Σκιτσάρω τον κύκλο
Είσαι το κέντρο
Τη γη ζωγραφίζω
Στα δύο τη μοιράζω
Ο θάνατος η μισή, η άλλη η ζωή
Μισός εγώ, μισή εσύ
Σε φωνάζω Ένα
Σκάρωνε ανάλαφρα στιχάκια, άκουγε τη βροχή και τα τραγούδια, ονειροπολούσε αυτά που έζησε και όσα δεν έζησε, ένας ευαίσθητος ληστής, ένας κομπάρσος των παραμυθιών, ήθελε να κυλήσει ποτάμι τη ζωή του, ως τη θάλασσα, ως την άκρη της γης τα ταξίδια του, ήθελε λέει να νικήσει τον θάνατο, να ζήσει τον έρωτα της στιγμής, υπήρξε κάποτε κι αυτός στη γης, έζησε χρόνια κλεισμένος μέσα σε ένα κοχύλι. Μικρός κι ασήμαντος.

21 Απρ 2020

Το σπίτι στο χωριό


Βρέχει απαλά, τρυφερά να ποτίσει το χώμα, στην καρδιά της Άνοιξης.
Ένα παλιό πέτρινο σπίτι στέκει στην άκρη του βουνού, αγναντεύει τον κάμπο. Μοναχικό, ερειπωμένο, κλειδωμένο στη νοσταλγία κάποιας άλλης εποχής. Δύο κάμαρες, ένα τζάκι, ασφαλιστά παράθυρα, γέννα και θάνατος, γέλια και πόνος, όνειρα και απογοήτευση. Δακρύζει στην ιστορία του κι ύστερα πάλι αναφωνεί, εδώ θα μείνω, γελαστό, καρτερικό, ονειρεμένο. Το σπίτι μιλά με το βουνό. Εκείνο χαμηλώνει και ψυθιριστά αναπολούν τα περασμένα. Έκλαιγε σήμερα το βουνό για εκείνη την ημέρα. - Τους άφησα απάνω μου να γράψουν σύνθημα ντροπιαστικό, καήκαν τα κλαδιά μου, ντράπηκε η χώρα μου. Πέρασαν επτά χρόνια να αναγεννηθώ και να ανασάνω πάλι. - Σώπα μη κλαίς, έτσι είναι οι άνθρωποι, πόσες φορές μας ρήμαξαν κι ακόμα μας ρημάζουν.
Ο κάμπος ψήλωσε κι αυτός, άκουγε τους ψιθύρους. Ορθώθηκε μπροστά τους. - Όσες φορές κι μας χτυπούν, τόσες θα τους γελάμε. Εμεις κρατάμε τη ζωή, τον ήλιο, το φεγγάρι.
Σπίτι, κάμπος και βουνό αγκαλιαστήκαν στο χορό της Άνοιξης και της βροχής. Τραγούδησαν όλοι μαζί για τ' αστέρια, τα πουλιά και τα δέντρα. Αυτά που δεν μπορεί κανείς να μας τα πάρει, έπαιζε η ορχήστρα της φύσης.

18 Απρ 2020

Πάσχα στο χωριό


Το σπίτι πέτρινο μικρό,το σχολείο μικρό, η εκκλησία άσπρη μικρή, ο κόσμος μικρός, εγώ μικρός. Μόνο η ανεμελιά ενός παιδιού ήταν μεγάλη.
Τρυφερό πράσινο χορτάρι κέντησε τις πλαγιές και το μυαλό μου. Ματωμένα γόνατα, γεμάτο το γήπεδο από φωνές, ο μπάρμπα Λίας έβοσκε τα πρόβατα μακριά σφυρίζοντας και βρίζοντας. Υπήρχε ο αγροφύλακας τότε, τα πρόβατα είχαν τα μάτια τους στα καταπράσινα χωράφια. Οι μεγάλοι τους έπαιρναν τα αρνάκια και τα έσφαζαν. Εγδερναν το τομάρι και το πωλούσαν. Εμείς βέβαια παίζαμε μπάλα. Καμιά φορά όταν δεν ακούγαμε ήθελαν να γδάρουν κι εμάς. Ζωντανούς κιόλας.Αυτές τις μέρες όλο για τον χασάπη μιλούσαν οι μεγάλοι. Και για τον Ιούδα.
Το βράδυ είχαμε εκεχειρία.Τα αίματα στέγνωναν. Φορούσαμε τα καινούρια ρούχα, να πάμε στην εκκλησία. Στο χωριό κοιμόμασταν νωρίς. Μας ξύπναγαν τα μεσάνυχτα. Να πω την αλήθεια τότε βαριόμουν. Καθόμασταν ως τέλος της λειτουργίας. Τώρα τι τα νοσταλγώ;
Νοσταλγώ τα χρόνια της νιότης, που το χωριό φούσκωνε σαν ποτάμι στο μυαλό μου και έφτανε στις μακρινές θάλασσες.
Πάντα πηγαίναμε στην Ανάσταση, αλλά αργότερα στην πόλη πηγαίναμε στις 12 παρά και φεύγαμε αμέσως με το Χριστός Ανέστη. Ισως επειδή ήταν πολύς ο κόσμος ή επειδή θα κρύωνε η μαγειρίτσα.
Φέτος δεν θα πάμε καθόλου, ούτε για πέντε λεπτά.
Κάποιοι θα βγούνε λέει στα μπαλκόνια και θα ψάλουν το Χριστός Ανέστη. Οι απέναντι το αληθώς.
Τι όμορφη που ήσουν μικρή με τη λαμπάδα στο μικρό σου χέρι. Έλαμπε το πρόσωπό σου στον πρώτο έρωτα!
Απόψε θάρθω πάλι στο χωριό. Θα μείνουμε ως το τέλος. Αρκεί να έρθεις κι εσύ.

17 Απρ 2020

Συνάντηση με τον Θεό


Χαράματα ξεκίνησα για το βουνό. Φορτωμένος με τα δεινά του κόσμου. Είδα κατάματα παρθένα την άνοιξη να με καλεί, τον ήλιο να προβάλλει. Δέντρα, ποτάμια με νερά, λουλούδια ανθισμένα. Πουλιά να κελαηδούν, πέτρες να χορταριάζουν. Έφτασα στην πιο ψηλή κορφή του Κόζιακα. Εκεί που φτάνω πάντα, όταν όλα γύρω μου είναι σκοτεινά, όλα είναι θλιμμένα.
Όλα ήταν εκεί. Η αγαπημένη μου πέτρα που από μικρός χάραξα τ' όνομά σου, η πηγή με το αθάνατο νερό, η ανθισμένη κουτσουπιά. Ήταν ακόμα μια γραφή στου πλάτανου τη ρίζα. Επιτάφιος έρωτας. Ποιός πέρασε πάλι από δω; Κάποιος σαν κι εμένα.
Έμεινα λίγο σιωπηλός, αγνάντεψα τον κάμπο. Ύστερα μίλησα στα ίσια στο Θεό. Έγινε άνθρωπος κι αυτός κι έκατσε κοντά μου. Θεέ, Φύση κι Ερωτά μου τι γίνεται στη γη; Τόσοι ανθρώποι πάνε.
Μ' αγκάλιασε, με σώπασε γαλήνη, μιλιά δεν είπε στο γιατί.
"Πάρε το μονοπάτι σου, της φύσης είναι δρόμος, η γης δεν έχει σύνορα, ούτε η ζωή, μήτε ο θάνατος έχουν αρχή και τέλος, μόνο τα πάθη του Χριστού, του Έρωτα ο πόνος"
Έμεινα μόνος, κάτω ο κόσμος μια ζωγραφιά στον ήλιο, ο ουρανός γαλάζιος.
Δίπλα μου ένα ελάφι έβοσκε τη γης, τ' αηδόνι κελαιδούσε.
Μάζεψα μια χούφτα αγριολούλουδα. Τ' ακούμπησα στον Επιτάφιο έρωτα, έσκυψα, ήπια νερό, άπλωσα τα χέρια μου ψηλά.
Πόσο ήθελα να σ' αγκαλιάσω τότε. Εσένα και τον Θεό!

14 Απρ 2020

Je t' aime


Ήμασταν λέει, σε μια μεγάλη συναυλία. Ήταν τραγούδια του έρωτα και της αγάπης, απ' εκείνα που δεν λογαριάζουν την πείνα και τον θάνατο. Ούτε τα σύνορα και τον πόλεμο. Ήταν όλοι οι φίλοι μας εκεί. Το καλοκαίρι και το φεγγάρι, η θάλασσα και το κύμα, ο αέρας και το αλάτι. Η άμμος ήταν χρυσή. Χόρευαν τα αστέρια, χορεύαμε κι εμείς. Είχαμε γίνει κεριά που λιώναμε, αστέρια που κάναμε βόλτα στη νύχτα. Έρχονταν συνέχεια κι άλλοι. Άλλοι ήταν ντυμένοι κλόουν, άλλοι αντίσταση κι ανυπακοή, αμφισβήτηση και επιμονή. Ένας απέραντος κόσμος από στιγμές, χαμόγελα και δάκρυα.
Φορούσες ένα μακρύ άσπρο φόρεμα όταν ανέβηκες μόνη στη σκηνή. Είπες το τραγούδι της Λάρα Φάμπιαν, je t'aime.
Τα αστέρια δάκρυσαν, ο αέρας σώπασε, δύο δελφίνια βγήκαν στη στεριά, ένας μεγάλος ελέφαντας, τον είδα, να χορεύει κι αυτός.
Όταν ξυπνήσαμε το πρωί, δεν ήμασταν παρά δυό μικρές άσπρες βάρκες στο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας

13 Απρ 2020

Η ροδιά


Φύτεψα σήμερα μια ροδιά
Παράμερα απ' τις άλλες
Της έδωσα τ' όνομά σου
Να της μιλώ, να της γελώ,
Όταν εσύ θα λείπεις
Ταχιά θα μεγαλώσει μέσα μου
Τη φίλησα στο χώμα
Όρκο της έδωσα ψυχή
Να την φυλάω απ' τον καιρό
Τον δυνατό αέρα
Να της ποτίζω τον καημό
Μοναδική και μόνη
Μετά με φίλησε κι αυτή
Και γεννηθήκαμε ξανά μαζί
Στης Άνοιξης το χρώμα
Ροδιά μου, Εσύ, λουλούδι μου
Δέντρο μου και τραγούδι
Όλα ανασταίνονται στη γης
Κι ο θάνατος ακόμα.

11 Απρ 2020

Η λογγά


Ο παππούς και η γιαγιά ήταν νέοι κι ερωτευμένοι τότε. Έκτισαν ένα πέτρινο σπίτι δίπλα στον Ασπροπόταμο. Ήταν όμορφη και γόνιμη εκείνη η πλαγιά που διάλεξαν να ζήσουν. Δυό ώρες δρόμος με το μουλάρι να φτάσεις στο χωριό. Έπρεπε να πάνε στο χωριό να παίρνουν σπίρτα κι αλάτι στο μονοπώλιο. Είχαν αυτάρκεια σε όλα. Πρόβατα, κατσίκες, κότες, κουνέλια, πέστροφες απ' τον Αχελώο, τσάι απ' το βουνό. Ο παππούς κι η γιαγιά είχαν τον πιο ωραίο κήπο που είδα στη ζωή μου. Κληματαριές, οπορωφόρα δέντρα, καρυδιές, φουντουκιές και μια άσπρη βοκαμβίλια ως το μπαλκόνι τους. Τριαντάφυλλα και ζουμπούλια, ντάλιες με όλα τα χρώματα. Ο παππούς ήταν ωραίος και δυνατός άντρας, η γιαγιά ψηλή και όμορφη. Μεγάλωναν πολλά παιδιά. Ξύπναγε στις πέντε το πρωί, ζύμωνε, έφτιαχνε πίτες και ύστερα ως το βασίλεμα σκάλιζε τον κήπο. Φασόλια, καλαμπόκια, πατάτες και ντομάτες. Η γιαγιά θα μπορούσε να ήταν μια καλή μανάβισσα. Όλα τα καλλιεργούσε στη γη, στο μυαλό, στην καρδιά. Ομως δεν ήταν. Δεν της άρεσε να πουλάει. Ούτε ζαρζαβατικά, ούτε αρχές. Ο παππούς είχε κι αυτός τις δικές του αρχές. Ήταν νομοταγής, στον ήλιο, στο φεγγάρι, στα ζωντανά και τη γης. Άλλες αρχές δεν λογάριαζε.
Ενα βράδυ είδα τη γιαγιά να μιλάει στο φεγγάρι. Κάτι του λεγε για τον Κωσταντή. Ήμουν μικρός δεν καταλάβαινα από ξενητιά.
Όταν πέθανε ο παππούς ακολούθησε και η γιαγιά. Την θυμάμαι να τον φιλάει νεκρό στο στόμα. Άφησε την τελευταία πνοή μέσα του.
Τους βάλανε στον ίδιο τάφο. Αγγαλιασμένους. Στη λογγά τους.
Τότε νομίζω πέθανα κι εγώ. Συνέχισα όμως να ζω. Είχα το όνομά του.

6 Απρ 2020

Ξεχορτάριασμα


Υγρή, μουντή ανοιξιάτικη μέρα στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου. Μουσκεμένα οργωμένα χωράφια, έτοιμα για σπορά. Κι άλλα καταπράσινα λιβάδια ταξιδεύουν τα μάτια απ' την εύφορη γη στον θόλο του ουρανού. Μετά από μέρες βροχής τα πουλιά κελαηδούν ερωτικά πάνω στα φρέσκα κλαδάκια της ιτιάς, κρυμμένα στα τρυφερά πρώτα φύλλα. Απλώνει η φύση την ομορφιά της να πάρει τη θλίψη των ανθρώπων.
Άρρωστη η πυξίδα του ανθρώπου, χάνεται η διαδρομή του. Η ανατολή και η δύση αιώνιες σταθερές, βορράς και νότος μάχονται σκληρά. Παλεύει το κακό με το καλό, το εφήμερο με το αιώνιο. Ζυγίζω τις λέξεις. Αλληλεγγύη, δικαιοσύνη, η χαρά της ζωης. Πόλεμος φτώχεια, πείνα, ο θάνατος.
Ο μόνος απολογισμός που απομένει είναι οι φυτρωμένοι σπόροι ανάμεσα στα ζιζάνια.
Γονατίζω ευλαβικά στη γη. Αν δεν ξεριζώσω τα λαίμαργα ούτε τα απαραίτητα θα καρπίσουν.
Είναι κάποια αγριόχορτα που θέλουν όλη τη γη δική τους.

3 Απρ 2020

Μια μπάλα η γη


Η συννεφιά του Απρίλη χαϊδεύει τα τρυφερά φύλλα του δέντρου. Η άνοιξη ξαναγεννά την πνοή μας. Μετά τον χειμώνα η αναγέννηση. Μετά τη λύπη η χαρά. Μετά τη νύχτα το χάραμα. Βουβή η ανθρωπότητα στο σκοτάδι του δρόμου που διάλεξε.
Η Φύση γελά μαζί μας. Ξαφνικά οι πόλεμοι σταμάτησαν, οι κολοσσοί διαμαρτύρονται, τα κέρδη πέφτουν κατακόρυφα. Διάσημοι πλουτοκράτες γίνονται άρδην φιλευσπλαχνοι για το καλό μας.
Κι όταν όλα περάσουν θα ονειρεύονται πάλι την ανάπτυξη, πάλι επί πτωμάτων. Βέβαια δεν θα είναι το ίδιο. Άλλο να πεθαίνεις από πείνα κι άλλο από ιό. Είναι άλλο να πεθαίνουν παιδιά στην Αφρική κι άλλο στον κόσμο της δύσης. Άλλο να πνίγεται ένας πρόσφυγας κι άλλο ο άνθρωπος της κατανάλωσης.
Το σκυλί με κοιτάει στα μάτια. Αρχίζει να γαυγίζει, παράπονο, κλάμα. - Έλα να παίξουμε, τι γράφεις πάλι;
Μαζί θα τα καταφέρουμε. Μια μπάλα η γη.

1 Απρ 2020

Το μήλο φταίει

Χοντρές σταγόνες βροχής στο τζάμι του αυτοκινήτου. Μαύρα σύννεφα στον ουρανό, ευχές για καλό μήνα στα παραθύρια των απομονωμένων ανθρώπων. Η άνοιξη της ανθρωπότητας αργεί φέτος. Πάντα αργούσε για τους πολλούς. Κάποια εκατομμύρια δεν την προλαβαίνουν ποτέ, κάθε χρόνο. Τρία από πείνα. Άλλα τόσα από λαιμαργία.
Ξαφνικά ο κόσμος ενώνεται. Απέναντι σ' έναν αόρατο εχθρό. Χτυπάει και τους πλούσιους της γης. Ω, τι κρίμα. Ακόμα κι αυτούς; Μεγάλο κακό για τον κόσμο της υπερκατανάλωσης. Γκρεμίζονται και τα χρηματιστήρια λέει. Ζει ο άνθρωπος χωρίς χρηματιστήρια;
Η βροχή δυναμώνει. Η σκέψη μου μικραίνει. Θέλω να μιλήσω και δεν μπορώ. Ο μολυσμένος αέρας με πνίγει. Τα πουλιά κρυμμένα σώπασαν τη μέρα. Ζει ο άνθρωπος σε τσιμεντένια κλουβιά;
Η σημαία στην Ακρόπολη κυματίζει μεσίστια. Ο Άνθρωπος αγωνιστής έφυγε. Ποιός θα απομείνει τώρα όρθιος στη γή;
Ποιός θα αντισταθεί στον μεγαλύτερο ιό που κουβαλάει ο άνθρωπος, της αδικίας τον ιό;
Αν η Εύα δεν δάγκωνε το μήλο του παραδείσου, αν, μπορεί να υπήρχε απάντηση.