24 Δεκ 2020

Η φάτνη

Χιόνισε τη νύχτα, μέχρι το γόνατο. Μια μικρή διαδρομή να φτάσουμε στη μάντρα. Μπροστά ο πατέρας με την κάπα, πίσω εγώ. Αχάραγα αρμέγαμε τα πρόβατα, ο Αλέκος περίμενε. Το καλύβι του ήταν δίπλα στην πέτρινη μάντρα. Το χιόνι ανέμιζε τώρα, το κρύο περόνιαζε. Όταν φτάσαμε είδα τη φάτνη, δια χειρός του τσοπάνη. Τρία πουρναρόξυλα δεμένα στην κορυφή, μια κουρελού για σκεπή, άχυρο στο πάτωμα, ξυλόγλυπτη η Παναγία κι ο μικρός Χριστός, συρμάτινοι οι μάγοι με τα δώρα. Θρήσκος, πότης, γυναικάς, ταλαντούχος ζωγράφος, ο Αλέκος. Όλες οι πέτρες του βουνού ήταν ζωγραφισμένες, δια χειρός τσοπάνη, υπέγραφε.   Ξημέρωνε Χριστούγεννα, τα πρόβατα βέλαζαν, οι καμπάνα του χωριού χτυπούσε. Ο Αλέκος άναψε φωτιά με στεγνά πουρνάρια, η φάτνη έλαμπε φως.  Είπαμε χρόνια πολλά και άρχισε το άρμεγμα. Ζώα και άνθρωποι γιορτάζαμε. Ακόμα μ' εκείνη τη φάτνη γιορτάζω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου