30 Μαΐ 2020

Μια σταγόνα


Πάλι πήρα ένα τραγούδι να ρθω κοντά σου. Φόρεσα ένα παλιό χαμόγελο, χτένισα μια παιδική ευχή, χόρεψα πάνω στου ακροβάτη το σχοινί, λύγισα την ανάσα μου να σε βρω. Οταν σ' έφτασα γύρισα πίσω. Η Ιθάκη δεν είναι για μένα. Ένας περιπλανώμενος της καρδιάς είμαι μονάχα, καράβι άγονης γραμμής, περίπατος της μοναξιάς. Στο δρόμο του ονείρου κοιμάμαι, στη χαραυγή ξυπνάω. Να, χτες πέρασα τη νύχτα αγκαλιά με μια σκέψη, απ' το πρωί νοιώθω το γόνατο στο λαιμό, δεν μπορώ να αναπνεύσω περικυκλωμένος από ρομπότ συγχρονης κατασκευής. Εάν αυτό είναι άνθρωπος, εγώ δεν είμαι άνθρωπος. Εάν αυτό είναι ζωή έχω πεθάνει ήδη. Είμαι ένα λουλούδι πάνω στον τάφο μου, η άσπρη πεταλούδα στα μαλλιά σου, εκείνο το τραγούδι που χορέψαμε κάποτε μαζί.
Μένω κάπου ανάμεσα στον ουρανό και τη γη. Φορές κρύβομαι μέσα στη γη ακολουθώντας τυφλά ποντίκια, άλλες πάλι κρατιέμαι από σύννεφα μαύρα. Όταν θα νοιώσεις τη βροχή, μια σταγόνα της θα είμαι κι εγώ.

28 Μαΐ 2020

Είμαι εδώ


Μπροστά μου η πανύψηλη λεύκα, μέσα μου η μουσική, πίσω μου τα χαμένα χρόνια, η ακατανίκητη επιθυμία ν' ανέβω στην κορυφή της, ζήλεψα τα πουλιά που κάθονταν στα κλωνάρια της, θέλησα να κατακτήσω την ευθύβολη κορμοστασιά της, την είδα γυναίκα όμορφη ν' απλώνει τα μαλλιά της, ούτε το σκέφτηκα πολύ στον αυθορμητισμό μου, όσο ανέβαινα ένοιωθα τα φύλλα της να μου χαϊδεύουν τα μαλλιά, παρασύρθηκα απ' τη ματιά της, τα χέρια μου μάτωσαν στο ξέφωτο του κορμού της, λίγο ακόμα έλεγα, εξάντλησα την δύναμή μου, τα κατάφερα ως την κορυφή της, όλα κάτω μικρά, έγινα ακόμα πιο μικρός στην κορυφή της, με δέρνει η μοναξιά του ύψους, άσπρα σύννεφα γελάν μαζί μου, απορημένα τα άλλα δέντρα με κοιτάνε από χαμηλά, μόνος μου στη κορυφή μιας λεύκας στη μέση του κάμπου, μεγάλη αποκοτιά, ψάχνω τη δύναμη να κατέβω, φοβάμαι, απορώ πως ανέβηκα, στάθηκα τυχερός που φάνηκες εσύ, άνοιξες την αγκαλιά σου και μου' πες πέσε μη φοβάσαι, είμαι εδώ, πάρε μια ανάσα και πέσε, μη φοβάσαι.

27 Μαΐ 2020

Η βροχή


Φθινοπωρινή μέρα στα τέλη Μαίου, οι παπαρούνες γελάνε σκυθρωπές, βρέχει. Σκάνε ευχάριστες ειδήσεις μετά την κατακραυγή. Η μάθηση είναι η ζωή, ποιος μπορεί να την στερήσει; Αφελής ερώτηση, αυτοί που στέρησαν τις ζωές ανθρώπων και λαών. Το αποτέλεσμα έχει αιτία. Σε έναν παρανοϊκό βίαιο κόσμο όλα φαίνονται συνήθη. Τίποτα δεν μας εκπλήσσει πιά.
Η βροχή σταμάτησε, η γης ξεδίψασε. Εγώ ακόμα διψάω, συνέχεια διψάω στην ξηρασία της εποχής. Κι εσύ, σε βλέπω να ονειρεύεσαι αυτά που μας πήραν, όσα ακόμα θα μας πάρουν. Ύστερα θα πουν η φύση του ανθρώπου. Αυτοί δεν φταίνε. Άρα φταίμε εμείς. Αφού το θέλουν έτσι, θα πούμε εμείς φταίμε, αντε και γαμηθείτε.
Η βροχή ξανάρχισε... Να ήξερες πόσο με ξεδιψάει η βροχή.

24 Μαΐ 2020

Ένα χαμόγελο


Κάνω ένα γύρο τα νησιά, ζεστό μεσημέρι Κυριακής. Κολυμπάω στο πράσινο νερό της Λευκάδας, μυρίζω το θυμάρι της Κεφαλλονιάς, πίνω κρύες μπύρες στης Ζακύνθου τα μπαράκια, πετάγομαι στης Κρήτης τα βουνά, στη Μήλο ξαποσταίνω στα νερά της, στη Ιο αγναντεύω μακριά, ροξοβολάω στη Σίφνο, ξενυχτάω στην Ικαρία, στην Τήνο παίζω με τον αέρα, σαν γλάρος στην Αλόνησο, ψάχνω την ήρεμη Ιθάκη.
Ναι αλλά εγώ είμαι εδώ μέσα στα πανύψηλα έλατα, με τη λαλιά του κούκου, ψάχνω τα χαμοκέρασα του δάσους.
Εγώ είμαι εδώ.
Είμαι μετακινούμενη άμμος στο κύμα του καιρού, η γύρη μες τον αέρα της Άνοιξης, ένας στίχος σε ξεχασμένο ποίημα, πρόταση σ' ένα παλιό βιβλίο, νότα σ' ένα τραγούδι, φωνή στη διαδήλωση, αχθοφόρος της μοναξιάς, διακινητής μιας χαμένης αθωότητας.
Δεν είμαι πουθενά.
Δεν έχω όνομα, ούτε σύνορα, δεν μου ανήκει τίποτα, δεν ανήκω σε κανέναν.
Ούτε έτσι ζω. Δέντρο χωρίς ρίζες,
θα μαραθώ. Δεν είδα βουνό χωρίς πλαγιά. Είμαι ο γιός της ανηφόρας, το νερό της πηγής που ξεδιψάω τον πόθο της ζωής.
Είμαι η έρημος, περπατάω ατέλειωτα να σε συναντήσω. Όταν σε φτάσω θέλω μόνο μια χάρη.
Ενα χαμόγελο αληθινό. Αυτό φτάνει.

23 Μαΐ 2020

Στην υγειά της φύσης


Πήρα ένα τραγούδι που τ' αγαπάω χρόνια, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο απ' την παλιά τριανταφυλιά, ένα παλιό κρασί και ήρθα στο αποψινό ηλιοβασίλεμα. Η πιο ωραία ώρα στο χωράφι αρχίζει τώρα. Όπως σχολάει ο εργάτης απ' τη δουλειά, ο ζωγράφος τελειώνει έναν πίνακα κι ο ποιητής κλείνει ένα ποίημα. Ο ήλιος ακουμπάει τον Κόζιακα, το αεράκι δροσίζει τη μέρα. Τα δέντρα και τα φυτά είναι τα παιδιά σου που μεγαλώνεις, οι μέλισσες δουλεύουν ολημερίς πάνω στα άνθη, εργάτριες, ακάματες δίνουν τη ζωή. Η κοινωνία της φύσης συνυπάρχει αρμονικά. Αν δεν υπήρχε η βία που ασκεί ο άνθρωπος η γη θα ήταν ο παράδεισος. Χρυσά στάχυα, πράσινο τριφύλλι, ένα λιβάδι με παπαρούνες. Και οι θλιμένες ειδήσεις ξεθωριάζουν. Άλλη μια μέρα ζωής για το κάθε φυσικό ον. Όποια ερώτηση, απάντηση έχει τον άνθρωπο. Θα ήταν σωστό αν είχε τη φύση. Ήθελα να ευχαριστήσω για τις ευχές, με ένα τραγούδι, ένα λουλούδι. Να πιούμε στην υγειά όλων μας, στην υγειά της φύσης!

20 Μαΐ 2020

Είμαστε όλοι ύποπτοι


Το έγκλημα είναι διαρκές. Ξεκίνησε χιλιάδες χρόνια πριν. Η δίκη συνεχίζεται ακόμα. Τα τελευταία χρόνια οι δικογραφίες στοιβάζονται στα αζήτητα. Μείναμε θεατές ενός ατέρμονου δικαστηρίου. Αρχίσαμε ύστερα να μαλώνουμε μεταξύ μας, ποιός χρωστάει σε ποιόν, και αυτό το είπαμε πολιτική. Φθάσαμε στον πόλεμο. Μετά κάναμε ειρήνη και είπαμε να ψηφίζουμε, το είπαμε δημοκρατία. Θα περνούσε η γνώμη των πολλών. Καταφέραμε το αντίθετο. Τα σάρωσαν όλα οι λίγοι.
Άκρη δεν βρήκαμε, βρήκαμε όμως τον Θεό. Όχι έναν, χιλιάδες δεκαοχτώ. Ύστερα τσακωνόμασταν για τους θεούς. Ποιός κάνει τα περισσότερα θαύματα. Τα παραμύθια έγιναν αργότερα μέσα στο χάος. Να γιατρεύουμε τις πληγές. Και να κοιμόμαστε ήσυχα τα βράδια. Ο πόνος μεγάλωνε στο σώμα μας, φτιάξαμε τις μουσικές, να τον καταπραύνουν. Άλλοι άρχισαν να γράφουν μεγάλες ιστορίες, μυθιστορήματα και άλλοι μικρές, τα ποιήματα. Τίποτα δεν άλλαξε. Ο κόσμος αρχίζει πάλι να υμνεί τους δήμιους. Ο πλανητάρχης είναι εδώ, ο δήμαρχος εδώ και όλοι αυτοί που θέλουν να σώσουν τον κόσμο της οθόνης είναι εδώ.
Όταν το πρωι βρήκα το πτώμα ενός μικρού πουλιού μες το χωράφι, είπα γιατί; Ενοιωσα ένοχος. Και ύποπτος.

19 Μαΐ 2020

Μια ανήσυχη μέρα


Η ζέστη γίνεται αφόρητη όταν σκαλίζεις μεσημέρι. Ούτε φυτό, ούτε άνθρωπος ζει μες τα ζιζάνια. Κόβω τα αγριόχορτα, πετάω την άνια και τον θυμό στο άνυδρο πηγάδι. Μετράω τη μέρα, μετράω τη ζωή μου. Πόση απόμεινε ακόμα, που θα την ξοδέψω; Μιλάω με τα δέντρα, τα ρωτάω πότε θα μεγαλώσουν. Κι αυτά μου λένε πως δεν βιάζονται, θέλουν να χαρούν τα τρυφερά τους χρόνια. Μαλώνω με την αγριάδα, ολόκληρο χωράφι πάει και φυτρώνει εκεί που δεν την σπέρνω. Πετάω τα ρούχα μου, ρίχνω δροσερό νερό πάνω μου, αν δεν υπήρχε νερό δεν θα υπήρχε ζωή. Μαλώνω με το σύννεφο, το μόνο στον ουρανό ετούτη την ζεστή μέρα. Να πάει αντίκρυ στον ήλιο. Του ζητάω λίγη σκιά. Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς σκιά; Λέω στην νεραντζιά να μου πει τα μυστικά της; Δεν μου λέει κανένα. Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς μυστικά; Παίζω με τα μυρμήγκια; Δεν παίζουν μαζί μου, έχουν δουλειά λένε, κουβαλάνε. Ανοίγω το ραδιόφωνο. Το κλείνω πάλι. Οι ίδιες ειδήσεις.
Οι ροδιές ανθισμένες, με μαγικά άνθη, με κοιτάνε γαλήνιες. Τους ζητάω την ηρεμία τους. Μόνος σου θα τη βρεις, λένε χαμογελώντας.
Μιλάω ύστερα με το βουνό για σένα και για μένα. Για το μίσος και την αγάπη. Από απόσταση. Σαν ενάντιος έρωτας.
Μπροστά μου ένα τεράστιο αγκάθι. Με γυμνά χέρια το ξεριζώνω. Τα χέρια μου ματώνουν. Το πετάω κι αυτό για κομπόστ. Σαν να ξερίζωσα από μέσα μου το μίσος.
Μιλάω πάλι με το βουνό. Μόνο για την αγάπη.

18 Μαΐ 2020

Πρόσκληση

 

Απόψε στο χωράφι θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου της σιωπής. Δεν θα το τεμαχίσει κανένας κριτικός ή φιλόλογος. Η έναρξη θα γίνει όταν φωτίσει το φεγγάρι. Λόγω της μεγάλης προσέλευσης δηλώστε συμμετοχή από τώρα. Ήδη είπαν ότι θάρθουν πολλά αστέρια, η δροσιά της νύχτας, το άρωμα απ'τα τριαντάφυλλα και κάτι νυχτοπούλια. Φορέστε μόνο την ανέμελη διάθεση, ούτε μάσκα, ούτε αντισηπτικό. Θα κρατάμε αποστάσεις. Αν συμβεί να μεθύσουμε και πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλον, κομμάτια να γίνει. Μίλησα και με τα βατράχια το πρωί, τους είπα μόνο αν ντυθούν πρίγκηπες θα είναι ευπρόσδεκτα.
Η νύχτα θα είναι μεγάλη, πάρτε την αντοχή μαζί σας. Είπα στον ήλιο να βγει για λίγο μες τη νύχτα, να κοιταχτούμε στα μάτια. Το πρωί, είπε. 18 Mαιου 2020

16 Μαΐ 2020

Το συντριβάνι


Μέσα Μαϊου, η ζέστη άρχισε απ' το πρωί στο Θεσσαλικό κάμπο. Βλέπεις παντού ανθρώπους να ποτίζουν, κήπους, δέντρα, βαμβάκι και καλαμπόκι.
Δυό μέρες τώρα ποτίζω κι εγώ, ο τόπος διψάει, τα φυτά διψάνε, τα πουλιά κρύβονται στις πράσινες φυλωσιές των δέντρων για λίγη δροσιά.
Ήταν νωρίς το πρωί όταν είδα το χωράφι να δακρύζει. Απ' τη χαρά της Άνοιξης είπα, δεν έδωσα σημασία. Η ώρα περνούσε, το δάκρυ έγινε κλάμα. Ενας μικρός πίδακας στην αρχή που όλο μεγάλωνε. Στη μέση του χωραφιού. Ξαφνικά άνοιξε η γης, ένας υπόκωφος ήχος, χώματα και νερό τινάχτηκαν στα ύψη. Κοίταγα από μακριά. Το ωστικό κύμα είναι τόσο μεγάλο, το νερό ξεπερνάει σε ύψος την Αγιά των Μετεώρων. Ξεχάστε το συντριβάνι της Ομόνοιας.
Το νερό φτάνοντας στον ουρανό ξαναπέφτει δροσερό σε όλο το μήκος και πλάτος του χωραφιού.
Αρχισε να έρχεται κόσμος, άλλοι με μάσκες, άλλοι χωρίς. Το συντριβάνι είναι ορατό από μακριά, το θερμόμετρο ξεπέρασε τους σαράντα βαθμούς. Το χωράφι γέμισε από άντρες, γυναίκες, παιδιά. Συνωστισμός σε εποχές παράξενες.
Πολλοί άρχισαν να στήνουν χορούς, άλλοι να τραγουδάνε, τα ρούχα μούσκεμα πάνω στα κορμιά.
Άλλος λέει για το Θεό, άλλος για τη γη, άλλος γελά και δεν μιλάει.
Εγώ φωνάζω δυνατά, προσοχή μην πατήσετε τις φράουλες.
Τότε, μέσα στο πλήθος, είδα και σένα, να κολλάει πάνω σου το φόρεμα, να στρίβεις τα βρεγμένα μαλλιά σου και να γελάς.
Το νερό έπεφτε τραγουδώντας, η ζέστη ανέβαινε κατακόρυφα για την εποχή. Το χωράφι έμοιαζε με πανηγύρι,- όταν ήρθε η αστυνομία να μας διαλύσει. Όλοι φώναζαν, γιατί;
Το συντριβάνι τραγουδούσε. Γίνε κομμάτια.

15 Μαΐ 2020

Δρομέας


Κάθε πρωί περπατάω μόνος. Περιμετρικά του χωραφιού ο δρόμος μου, διαμόρφωσα το κατάλληλο τερέν, έφτιαξα κι ένα ξύλινο παγκάκι να χωράει δυό. Εμένα και τον άλλο μου εαυτό. Όταν κουράζομαι πιάνω κουβέντα μαζί του, στο κόκκινο παγκάκι.
Θα έλεγε κανείς πως κάνω κύκλους γύρω απ' τον εαυτό μου, άλλα αυτό δεν ισχύει γιατί το χωράφι είναι τετράγωνο. Φορές πάω γρήγορα, άλλες χαλαρά, πότε είμαι πρώτος και πότε τελευταίος. Αυτό δεν έχει καμία σημασία από τότε που έγραψα στα παλιά μου τα παπούτσια τον ανταγωνισμό του καπιταλιστικού κόσμου και αγόρασα αθλητικά. Συναγωνίζομαι βέβαια τον εαυτό μου, μερικές
φορές και τον σκύλο που μ' ακολουθεί. Σήμερα ο σκύλος κούτσαινε, είχε από χθες ένα μεγάλο αγκάθι, ένοιωθα συνέχεια πρώτος. Συνήθως είμαι τελευταίος. Μπροστά μου συνέχεια ο σκύλος και ο άλλος μου εαυτός. Δεν τους φτάνω. Κάποια στιγμή σταμάτησα να επαναφέρω μια χελώνα που αναποδογύρισε. Ο σκύλος κουτσός, πάλι με πέρασε. Αυτό βέβαια δεν με ενόχλησε καθόλου, ποτέ δεν ανήκα στους άριστους. Πάντα τον άλλο μου εαυτό ήθελα να προλάβω.
Μόνο όταν κάθεται στο κόκκινο παγκάκι τον φτάνω. Κάποιες φορές με κουράζει με τις απαιτήσεις του, μου ζητάει αδιανόητα πράγματα, να πετάξω, να κολυμπήσω στα βαθιά, να διαβάσω το κεφάλαιο του Μάρξ ολόκληρο, να βρω Θεό να πιστέψω, να ψάξω το αθάνατο νερό, να γίνω ένα μ' αυτόν. Τότε τον αφήνω να ξεκουράζεται και συνεχίζω με ανάλαφρα βήματα, το περπάτημα.

12 Μαΐ 2020

Χέστες


Είχα καιρό να εκνευριστώ τόσο. Πρώτη φορά δικαιολόγησα τον Θόδωρα που όλη μέρα βρίζει για το παραμικρό. Σήμερα βρίζω κι εγώ. Όλη μέρα.
Ήταν αργά το πρωί όταν έστριψα στο χωματόδρομο για το χωράφι και παρατήρησα κομμένα κλωνάρια στα πλατάνια. Μετά είδα την κάμερα παραλλαγής, προχωρώντας είδα κι άλλες. Ήταν δυό της μυστικής υγειονομικής υπηρεσίας και έβαζαν κάμερα στον πλάτανο που ξεκουράζομαι τα μεσημέρια. Στην αρχή μιλούσαμε ήρεμα, αλλά μετά...
- Ρε φίλε δεν θέλω κάμερα πάνω απ' το κεφάλι μου. - Είναι για το καλό σου. Σε όλη τη χώρα θα έχουμε κάμερες. Η Κίνα έβαλε διακόσια εκατομμύρια κάμερες, μετράνε τον πυρετό, βλέπουν τα σπυράκια, καταγράφουν όλα τα ύποπτα. - Θα την ξηλώσω όταν φύγετε, να ξέρεις
Εκείνη τη στιγμή ο άλλος μου έδωσε μια μπουνιά και είδα τον γαλανό ουρανό ν' αστράφτει, το ένα μάτι μου είναι πρησμένο. Άρχισα να βρίζω αυτούς που έλεγαν ότι εκτελούν εντολές και τους άλλους που δίνουν τις εντολές.
Ένα ντρόουν πλησίασε πάνω από όλη αυτή τη παράσταση, αφού κατέγραψε το συμβάν, πέταξε κι ένα πρόστιμο πεντακόσια ευρώ για αντίσταση κατά της αρχής. Πρέπει να πουλήσω χίλια ματσάκια μαιδανό για τους ηλίθιους με τις κάμερες. Σιγά μην τους πληρώσω κι από πάνω.
Εμείς μαλώναμε, τα σκυλιά γαύγιζαν, έχω δυό θεόρατα δεμένα, για τους κακούς. Ότι κι αν έλεγα, αυτοί συνέχιζαν να βάζουν κάμερες στα παραπέρα χωράφια. Εγώ έβριζα θεούς και δαίμονες.
Τότε μου ήρθε η ιδέα ν' αμολύσω τα σκυλιά. Μόλις τα είδαν να ορμάνε γίγαντες κατά πάνω τους, μπήκαν στο αυτοκίνητο και εξαφανίστηκαν...
Χέστες, είπα.

11 Μαΐ 2020

Ελευθερία


Στην αρχή άκουσα τη φωνή της, βοήθεια. Ξεπρόβαλε μέσα απ' το ποτάμι με τα αιωνόβια πλατάνια. Είχα ακουμπήσει στη ρίζα μιας κερασιάς, ξαπόσταινα στον ίσκιο της. Έρχονταν ανήμπορα κοντά μου, πετάχτηκα κι εγώ. Γεμάτη πληγές, το φόρεμά της κουρέλι, μόνο τα μάτια της έλαμπαν, ξεχώριζε πάνω της το στητό στήθος της. Ήταν μια όμορφη γυναίκα, φανερά ταλαιπωρημένη. - Κρύψε με, φυλαξέ με, με κυνηγούν, είπε με φωνή δυνατή και καθάρια. Δεν έχουμε καιρό, έρχονται. Αν με σκοτώσουν θα πεθάνει ο κόσμος.
Την άρπαξα και την πήγα στην κρυψώνα, που έντεχνα ετοίμασα για κάθε ενδεχόμενο, στον κορμό του πιο αρχαίου πλάτανου. Να
χτυπιούνται εδώ κανείς δεν μπορεί να διακρίνει τις γραμμές της πόρτας, ούτε καν εγώ που την έφτιαξα. Πες μόνο το όνομά σου, της είπα. - Η Ελευθερία είμαι.
Όταν βγήκα στον χωματόδρομο άκουσα το ποδοβολητό των αλόγων. Δυό πάνοπλοι αστυνομικοί σταμάτησαν μπροστά μου. - Την είδες, πέρασε απο δω μια γυναίκα με φονικά μάτια; - Δεν είδα τίποτα, εδώ μόνο η γης κι εγώ είμαι. - Λες αλήθεια; - Είναι και το ποτάμι, τα πλατάνια, τα πουλιά, ο ουρανός, απέναντι τα βουνά, τη νύχτα έρχεται και το φεγγάρι.
Με αγροιοκοίταξαν, τράβηξαν τα χαλινάρια κι έφυγαν.
Πήγα κοντά στην κρυψώνα και της ψυθίρισα, έφυγαν.
Δεν απάντησε. Άνοιξα την αόρατη πόρτα.
Η κρυψώνα ήταν άδεια.

10 Μαΐ 2020

Μάνα


Ξαφνικά οι λέξεις μου μοιάζουν ίδιες
Σε όποια σειρά κι αν τις βάλω τα ίδια λένε
Σκαρώνουν τον έρωτα και τον θάνατο, τη λύπη και τη χαρά
Ξεχωρίζω μία, την παίρνω σήμερα παράμερα
Της μιλάω ψυθιριστά, Μάνα άκουσε με
Υπήρξες εσύ, αλλιώς δεν θα υπήρχα εγώ, ούτε τα παιδιά μου, ούτε τα εγγόνια μου
Ούτε ο κόσμος, ούτε το φως, μηδέ το σκοτάδι, Εσύ η γη, το νερό, η ζωή
Της είπα Σ' αγαπώ, για τα δέντρα, τα πουλιά, ολάκερη τη φύση, τους ανθρώπους που γέννησε, την είπα ζωή, πόνο, δάκρυ, νύχτα και μέρα
Την πήρα πιο μακριά απ' τις άλλες λέξεις, μοναδική στη ρίζα μιας ελιάς, στο ποτάμι με τις ιτιές, ακόμα πιο μακριά στη θάλασσα με τα καράβια, στον ορίζοντα που ανατέλλει ο ήλιος, κάναμε ένα γύρο του κόσμου μαζί, ανάμεσα σε κατακλυσμούς προσφύγων, της έδειξα τα πεινασμένα παιδιά της.
Βρεθήκαμε σε ένα απέραντο έρημο τοπίο, είχαν συγκεντρωθεί εκεί όλες οι μάνες της γης, σε μια προσευχή για τα παιδιά που γέννησαν κι αυτά που θα γεννηθούν
Οταν γυρίσαμε από τούτο το ταξίδι της έδωσα μια υπόσχεση κι ένα φιλί.

6 Μαΐ 2020

Το άδειο δωμάτιο


Ήταν η αποθήκη του σπιτιού. Γεμάτη πράγματα, τα μισά περιττά. Σήμερα τα πέταξα όλα. Ηθελα να βιώσω το πείραμα του ευ ζειν. Είμαι οικειοθελώς απο-κλεισμένος πάνω από δύο ώρες. Πόρτα παράθυρα κλειστά. Σκοτάδι. Είχα διαβάσει κάποτε, ότι ακόμα και σε ένα άδειο δωμάτιο ο άνθρωπος, μπορεί να περάσει καλά, αρκεί...
Δεν έχω τίποτα, είμαι κάτι;
Μπορώ να κάνω το σκοτάδι φως; Πόσο αντέχω νηστικός; Εχω ένα μπουκαλάκι νερό. Το μόνο που έχω. Και οξυγόνο.
Τι είδα, τι έμαθα, τι αγάπησα ως τώρα; Πόσο ανήφορο και πόσο κατήφορο έχω ακόμα; Τόσες και άλλες τόσες ερωτήσεις έπρεπε να απαντηθούν πριν το τέλος της καραντίνας μου. Οταν πέταξα το κλειδί της πόρτας απ' το παράθυρο στα χορτάρια του κήπου, είπα πως έτσι θα μάθω να βλέπω τη γη απ' τη σελήνη. Ούτε τον πόνο, ούτε τη χαρά άντεχα. Την γαλήνη έψαχνα.
Πίνω λίγο νερό. Φυσάω το σκοτάδι. Πάλι σκοτάδι.
Αν θέλω ανοίγω μια χαραμάδα φως. Μα η ανθρωπότητα έχει άπλετο φως και ζει στο σκοτάδι. Εγώ θέλω το σκοτάδι να κάνω φως.
Αρχίζω να ονειρεύομαι. Κάποιο
απροσδιόριστο φως στο βάθος. Μα ούτε αυτό είναι τίποτα, ξόδεψα τη ζωή μου μες στα όνειρα.
Ξαφνικά ιδρώνω. Παραλύω. Μια κρίση πανικού, θα περάσει. Τύφος, χολέρα, πόλεμος. Όλα πέρασαν.
Αύριο τι; Αύριο ότα βγω απ' το άδειο δωμάτιο πόσο θα έχω αλλάξει; Όταν θα φωνάζω ανοίξτε μου, όλα θα είναι ίδια εκεί έξω.
Νοιώθω σαν αιωνόβιο δέντρο, που είδε τις ρίζες του να σπαράζονται από μυρμήγκια, σκέφτομαι τα πόσα πουλιά κελάηδησαν στα κλαδιά του.
Ένας σπόρος σπρώχνει το χώμα, να βγει στο φως. Γιατί κλείστηκα στο σκοτάδι;
Βλέπω τα μάτια σου γεμάτα φως, αύριο θα είμαι κοντά τους.
Με απαντήσεις ή χωρίς, το σκοτάδι είναι ένα άδειο δωμάτιο.

3 Μαΐ 2020

Εξομολόγηση


Φρεσκοσπαρμένη η γη με την ελπίδα του αγρότη, τα βουνά αγναντεύουν περήφανα το ανοιξιάτικο πράσινο του κάμπου.
Μία λευκή πεταλούδα ζυγίζει το βάρος της πάνω στο μίσχο της παπαρούνας. Φυσάει.
Παρατηρώ ένα άσπρο σύννεφο εδώ και αρκετή ώρα. Το είπα πελαργό, μετά το είπα αετό, μετά μαζεύτηκε κουβάρι σαν σκαντζόχοιρος, ύστερα έγινε Θεά και κάθησε στη κορυφή του Κόζιακα, τώρα μου μοιάζει καρχαρίας που κολυμπάει στον θαλασσί ουρανό. Δικαίωμά του να αλλάζει, όλα αλλάζουν.
Αν άλλαζα κι εγώ.
Παρέμεινα παιδί, μια πασχαλίτσα το παιχνίδι μου. Κόβει βόλτες στις άκρες των δακτύλων μου. Θέλει να φύγει και δεν την αφήνω. Νοιώθω ενοχές, φυλακίζω τη φύση σε ανθρώπινες διαδρομές.
Στο φαράγγι του Βίκου η άνοιξη γεμίζει με μικρά κίτρινα λουλούδια. Έκοψα ένα κάποτε να το χαρίσω στη γυναίκα μου. Ένας Ολλανδός με παρατηρεί. Καταστρέφεις την αρμονία της φύσης. Υπερβολές, είπα.
Παιδί είχα σφεντόνα. Είχα σκοτώσει ένα μικρό πουλί. Ακόμα λυπάμαι τη στιγμή που είδα να πέφτει απ' το δέντρο.
Κράτησα εκείνη τη σφεντόνα. Μια ζωή να κυνηγάω δαίμονες.

1 Μαΐ 2020

Πρωτομαγιά


Πρωτομαγιά 1886 στο Σικάγο, εξέγερση των εργατών
Πρωτομαγιά 1936 στη Θεσσαλονίκη, μια μάνα θρηνεί τον σκοτωμενο γιό της καταμεσίς στην άσφαλτο. Ο Ρίτσος γράφει τον Επιτάφιο
Πρωτομαγιά 1976, ένας άντρας που πολέμησε τη χούντα χάνεται
Πρώτη Μαίου όπως και τώρα, ένα τραγούδι του Βασίλη
Κανείς δεν ξέρει ετούτη η άνοιξη τι θα μας φέρει
Ο αέναος αγώνας του ανθρώπου για επιβίωση θέλει ολάνθιστες πρωτομαγιές ακόμα
Ο θάνατος παραμονεύει, η εξουσία καραδοκεί
Οι μεγάλοι βολευτήκαμε, κουραστήκαμε
Οι νέοι ξεκίνησαν το Γαλλικό Μάη το 68
Ας τους φωνάξουμε πάλι να στοιχηθούμε μαζί τους
Ας πάρουμε "νιότη απ' τη νιότη τους"
Γέρασε πολύ αυτός ο κόσμος που ζούμε, δεν τον βλέπετε αργοπεθαίνει
Που είναι ο σπόρος, ένας καινούριος σπόρος θα γεννήσει έναν καινούριο κόσμο, ίδιο σαν τον Μάη.
Όλα τα όντα της γης ν' ανθίσουν πάλι.
Απ'την αρχή.