30 Μαρ 2020

Επιστροφή στη φύση

Από παιδί ήταν ανυπάκουος. Δεν γούσταρε τα πρέπει και τους κανόνες. Ύστερα του φύτεψαν στο μυαλό διαβάσματα και καριέρες και κάθε λίγο εξετάσεις. Εξετάσεις στα μαθήματα, στη συμπεριφορά, στα θέλω, στα θεϊκά. Κατάφεραν να τον κάνουν νομοταγή πολίτη. Άλλα ήθελε κι άλλα έκανε. Ζούσε στον έβδομο όροφο κι ονειρευόταν τους επτά ουρανούς.
Έρημη πόλη η Αθήνα. Έρημη και η ψυχή του.
Ξύπνησε το πρωί, αγνόησε τα καθημερινά πρέπει, πήρε ένα σακίδιο πλάτης με τα απαραίτητα και βγήκε στο δρόμο. Γέμισε το ρεζερβουάρ και το σκασε. Απ' το πανεπιστήμιο, απ' τη γυναίκα του, απ' τα παιδιά του. Τόση ανεύθυνότητα, είπαν όλοι.
Στην εθνική άνοιξε τα παράθυρα, έβαλε τέρμα μια αγαπημένη του κασέτα και έτρεχε ελεγχόμενα. Λογάριαζε τη ζωή του και τη ζωή των άλλων. Ήξερε όμως καλά και τον θάνατο. Ήθελε να ουρλιάξει για ότι συνέβαινε στον κόσμο, σιώπαινε. Ο καθένας επιλέγει τη ζωή που θα ζήσει. Αυτός τίποτα δεν είχε επιλέξει βέβαια. Το κεφάλι του μια κατσαρόλα χρηματοοικονομικά που έβραζε και εξαύλωνε κάθε φυσικό συναίσθημα. Οι φοιτητές του ονειρευόταν καριέρες σε χρηματοπιστωτικούς οίκους ανοχής κι αυτός γέμιζε ενοχές.
Καθαρή ανοιξιάτικη μέρα, ο γαλάζιος ουρανός έπαιζε με δυό άσπρα σύννεφα.
Αργά το βράδυ έφτασε στο αγαπημένο του βουνό. Ο ουρανός πλημμυρισμένος από αστέρια. Η γκρίζα πόλη _χωρίς αστέρια, ήταν μακριά.
Έκοψε ένα χαρτί κι έγραψε με μεγάλα γράμματα την απάντηση που ζητούσε ο κόσμος ολόκληρος, την ζωή που λαχταρούσε χρόνια. ΕΠΙΣΤΡΟΦΉ ΣΤΗ ΦΥΣΗ. Έγειρε στον κορμό ενός έλατου κι αποκοιμήθηκε. Κουρασμένος από μια ατελέσφορη διαδρομή, ανάλαφρος για μια καινούρια μέρα.

28 Μαρ 2020

Μια στιγμή κι ένας αιώνας

Βραδιάζει. Ανοιξιάτικο χιόνι στην κορυφή του Κόζιακα. Ένα καταπράσινο μόνο του δέντρο στον απέραντο κάμπο. Ένα μικρόσωμο σκυλί ψάχνει παίζοντας στο λιβάδι.
Βραδιάζει. Τα πουλιά κρύφτηκαν, η μέρα χάνεται, το χωράφι γαλήνεψε. Τα φυτά θα μεγαλώσουν την νύχτα, τα όνειρα θα γεννηθούν στο σκοτάδι. Ένα τραγούδι σταλάζει στη ψυχή μου. Σιγοτραγουδώ μαζί του.
Νυχτώνει. Πετάω τα ρούχα μου. Χορεύω. Νοσταλγικές φιγούρες μιας εποχής αθώας. Χρόνια ανέμελα, της νιότης χρόνια. Χρόνια της ελευθερίας και του ονείρου.
Νυχτώνει. Φέγγεις ολόκληρη εδώ μπροστά μου. Εσύ ομορφαίνεις την πλάση. Μια στιγμή κι ένας αιώνας.