11 Ιουλ 2020

Η ηλιαχτίδα


Τρύπωσε το πρωί στη σκοτεινή μου κάμαρα, βρήκε τη χαραμάδα της μανταλωμένης σκέψης μου και δεν έφευγε. Συναρμολόγησα το σκόρπιο σώμα μου, φόρεσα ένα πρόχειρο χαμόγελο, της άνοιξα το ένα μάτι, τη ρώτησα τι θέλει;
-Η μικρή ροδιά μ' έστειλε, διψάει.
-Χθες την πότισα να της πεις
-Της ήπιαν όλο το νερό τα αγριόχορτα, είπε
- Να αντισταθεί, να απλώσει τις ρίζες της, να επαναστατήσει και να τα διώξει μόνη της. Φύγε τώρα θέλω να κοιμηθώ. Είναι έξι το πρωί.
- Δεν πάω πουθενά, να σηκωθείς.
Εκνευρίστηκα και έβαλα τις φωνές το καλοκαίρι. Το βράδυ μας ξελογιάζει το φεγγάρι, πάει χαράματα να κοιμηθώ, το πρωί η ηλιαχτίδα.
Η ηλιαχτίδα πάνω στα μάτια μου επέμεινε.
-Είδα τα δέντρα να συννενοούνται, θα κάνουν διαδήλωση σήμερα.
-Γιατι;
- Για το σκαθάρι που τους τρώει τα φύλλα.
- Αφού απαγορεύτηκαν οι διαδηλώσεις
-Πόσο γελασμένος είσαι! Κι εσύ με κλείδωσες έξω, αλλά ήρθα.
Μετά με πήρε απ' το χέρι. Πήγαμε στο χωράφι να δούμε μαζί την ανατολή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου