30 Μαΐ 2018

Τα στάχυα




Ο αέρας ανεμίζει τα χρυσοκίτρινα στάχυα. Ο θέρος είναι κοντά. Έτσι άρχιζε πάντα το ελληνικό καλοκαίρι. Και μ' ένα κόκκινο καρπούζι κομένο στα δυό. Οι παραγωγοί ετοιμάζουν τα κιόσκα δίπλα στους εθνικούς δρόμους, στις λαικές αγορές. Ο θεσσαλικός κάμπος το καλοκαίρι γιορτάζει. Όσοι αναγκάζονται να δώσουν τη σοδειά στους μεσάζοντες, χάνουν τον κόπο της χρονιάς. Άλλοι δουλεύουν, άλλοι πλουτίζουν. Η αρπαχτή είναι εθνικό σπορ. Βέβαια υπάρχουν και πολλά άλλα. Όλα παίζουν στην τηλεόραση και ο λαός συμμετέχει σαν αθώα περιστερά. Όι πολιτικοϊ ψάχνουν τον τορό, ενώ βλέπουν τον λύκο. Αθλήματα και τρισαθλήματα, όχι για ένα κλωνάρι ελιάς, αλλά για το χατήρι των εφοπλιστών. Και άλλα τινά δαιμόνια...
Πορεύτηκε μόνος του. Δίχως ομπρέλες. Μούσκεμα ως το κόκαλο, ηλιοκαμένος ως τα νύχια. Αυτόνομος και αλληλέγγυος. Άυτάρκης και εγκρατής ζούσε με το απέριττο. Αρνήθηκε από νωρίς τον άνθρωπο καταναλωτή. Αμφισβήτηαε, διάβασε, αναζήτησε. Γέμιζε η ζωή του με το λιτό του ουρανού και την απεραντοσύνη της θάλασσας.
Τώρα στα βαθιά γεράματα, έρχεται κάθε μέρα και χαιδεύει τα στάχυα. Πάντα γελαστός, πάντα κρατώντας ένα βιβλίο.

30 Μαίου 2018

26 Μαΐ 2018

Όλα τα προσωπικά στη φόρα



Αχάραγα ξύπνησα σήμερα. Έφαγα δυό κεράσια, ήπια ένα ποτήρι όνειρο κι έφυγα στο χωράφι. Όταν έφτασα έκανα εμετό τις ειδήσεις που άκουσα στο δρόμο και χάζεψά την ανατολή. Δανείστηκα τις πρώτες ακτίνες του ήλιου και άρχισα να σκάβω τον εαυτό μου. Κατάλαβα ακόμα μια φορά το ανώφελο ενός υπαρκτού ανύπαρκτου κόσμου. 
Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά. Έμεινα να παρατηρώ ένα σύννεφο κοντά στον ήλιο. Μπάτσοι και στρατιωτικοί, χαρτογιακάδες και τραπεζικοί, δικαστές και δικηγόροι, έμποροι και τσαρλατάνοι έπιασαν δουλειά στην πόλη. Τι παράγει η πόλη; Κοσμοπολίτικο αέρα ίσως. Όλοι κάνουν μια δουλειά, δουλειά να είναι κι ας είναι ότι είναι, όπως λένε κι οι πολλοί. Ένοιωσα άχρηστος. Οι άλλοι δουλεύουν κι εγώ κοιτάω ένα σύννεφο. Αρμέγω το πράσινο της φύσης και γράφω προσωπικά κείμενα που δεν αφορούν κανένα. Άνοιξα την πετσέτα με το μεσημεριανό. Ένα μεγάλο κομμάτι απογοήτευσης και λίγη σαλάτα θεωρίας. Ένα ατέλειωτο παιχνίδι μοιάζουν κι αυτές οι σκιές.


26 Μαίου 2018

24 Μαΐ 2018

Μια άλλη μέρα


Έπεσε μια σταγόνα θλίψης μέσα στο πιάτο. Μαύρη, κατάμαυρη σαν πίσσα. Σιγά σιγά απλώθηκε σ' όλο το πιάτο. Σκούπισε τον κρύο ιδρώτα, παράτησε το φαΐ και πήρε το δρόμο για το βουνό. Περπατούσε μέσα στο μεσημέρι. Ο ήλιος κούραζε τα βήματα, η ανηφόρα τον βάραινε, η στεναχώρια τον τσάκιζε. Έφτασε στα πρώτα έλατα. Τότε γύρισε, κοίταξε πίσω τη γυμνή πλαγιά, την απεραντοσύνη του Θεσσαλικού κάμπου. Έκατσε σε μια πέτρα να ανασάνει. Δυό ελάφια έκαναν ανέμελη βόλτα. Ο ήλιος έδυε. Η νύχτα θα τον έβρισκε στο βουνό. Όλα είναι νύχτα, είπε.
Αυτός όμως θα έμενε εκεί. Θα περίμενε την αυγή.
Μιά άλλη μέρα.

Η ίδια ιστορία αλλιώς

Μιά σταγόνα ευτυχίας δάκρυσε απ' τα μάτια του. Έφαγε τη μεσημεριανή του σαλάτα, πήρε το σακίδιο με τα απαραίτητα και ξεκίνησε για το αγαπημένο του βουνό, τον Κόζιακα.

Ούτε η λύπη, ούτε η χαρά υπάρχουν για πολύ, είπε.
Ένα μεσημεριανό σύννεφο έκρυβε τον ήλιο του Μάη, δρόσιζε τη διαδρομή. Ένοιωθε ανάλαφρος, τα πόδια του πετούσαν. Η πλαγιά ήταν γεμάτη ανθισμένα αγριολούλουδα. Μέχρι να φτάσει ψηλά, μάζεψε μια αγκαλιά. Για την αγαπημένη του.
Ούτε κατάλαβε πως έφτασε στην κορυφή. Έκατσε σε μια πέτρα να ξαποστάσει. Τον πλησίασαν δυό ελάφια. Έπαιξε μαζί τους. Μια θάλασσα που την έλουζε ο ήλιος ο Θεσσαλικός κάμπος. Αγνάντεψε αχόρταγα την ομορφιά. Έσκυψε στην πηγή, ήπιε κρυστάλλινο νερό. Έκοψε λίγη φτέρη και λίγο έλατο. Ομόρφυνε ακόμα την ανθοδέσμη.
Το βράδυ θα γιόρταζαν τα γενέθλια της γυναίκας του.
Χαρούμενος έφτανε στο σπίτι.

21 Μαΐ 2018

Το δίλημμα


Παρατηρώ εδώ και ώρα μια ομάδα μυρμηγκιών. Αεικίνητα, ανεβοκατεβαίνουν ως τη μέση του κορμού της παυλώνιας. Ως τη μέση, όχι παραπάνω. Και ξανά στο χώμα να ψάξουν τροφή για τώρα, για το χειμώνα. Μοιάζουν ανυπόμονα εργατικά, ανέμελα συνεργατικά. Ένα ξέφυγε πάνω απ' τα όρια του κορμού. Τα άλλα του φώναξαν να κατέβει. Κατέβηκε αμέσως. Ματαιοδοξίες μόνο ο άνθρωπος έχει. Τα μυρμήγκια θέλουν τα απαραίτητα, ο άνθρωπος τα περιττά.
Παρατηρώντας τη ζωή των μυρμηγκιών ξεχάσθηκα απ' το δικό μου δίλημμα. Με βασανίζει πάνω από χρόνο.
Ένας φίλος μου εϊχε δωρίσει μια ελιά Θάσου.Τη φύτεψα σε μια άκρη του χωραφιού. Την καμάρωνα. Την φορά που το τρακτέρ έκοβε τα χόρτα εκοψε και το μικρό δεντράκι. Εδώ κι ένα χρόνο όταν περνάω δίπλα της σκέφτομαι το μαχαίρι την ώρα που την έκοβε και στεναχωριέμαι. Απέμεινε ένα μικρό λεπτό ξυλάκι. Πόσες φορές δεν σκέφτομαι να την ξεριζώσω. Αλλά πάλι ελπίζω να αναγεννηθεί. Παω κάθε μέρα με τον μεγεθυντικό φακό και εξερευνώ την ελπίδα. Απελπίζομαι. Θα την ξεριζώσω μια και καλή να ησυχάσω. Μετά το μετανοιώνω. Θα περιμένω. Δεν είναι ότι καλύτερο να ζεις με τέτοια διλήμματα. Σήμερα πάλι τα ίδια.
Μετά είδα τα μυρμήγκια και ξεχάστηκα


21 Μαίου 2018.

4 Μαΐ 2018

Στους δρόμους


Ο κόσμος υποφέρει και πεινά κι εσύ δεν βρήκες ούτε μια λέξη να πεις. Ψάχνεις εκείνες τις α-νόητες και παράξενες, να γράψεις ποιήματα. Η ζωή δεν είναι στο γραφείο ποιητή, στο δρόμο σπαρταράει ο τελευταίος λυγμός. Άνθρωποι και αδέσποτα ακυλιά κοιμούνται κάτω από γέφυρες. Η εξουσία απαιτεί ότι άνθρώπινο απέμεινε. Ένστολοι και τραπεζικοί, δικαστές και σαλταδόροι, ύπουλα καραδοκούν. Κι εσύ ποιητή γράφεις ομοιοκατάληκτους στίχους. Για χρώματα της άνοιξης και για αθώες πεταλούδες. Έλεγες πως είναι τα ποιήματα νυστέρια που γιατρεύουν τις πληγές. Τώρα ο θάνατος απλώνεται παντού. Τα νόμπελ φέτος δεν θα δοθούν. Μη το παλεύεις ποιητή μες το γραφείο. Γέμισαν άαφαιρα ποιήματα τα συρτάρια του. Στους δρόμους σπαρταράει η ζωή.


4 Μαίου 2018

2 Μαΐ 2018

Η πεταλούδα


Σήμερα στο χωράφι είχα παρέα μια πεταλούδα. Ήρθε στην ντομάτα που μόλις φύτεψα και με κοιτούσε. Μια κιτρινόμαυρη με δυό βούλες κόκκινες, μία στο κάθε φτερό της. Στην αρχή νοιώθαμε αμήχανα. Αυτή πετούσε από ντoμάτα σε ντομάτα κι εγώ πρόσεχα τις κινήσεις μου, μη φοβηθεί. Ήταν όμορφη και λεπτεπίλεπτη. Ένοιωθα αγροίκος και δυνατός δίπλα της. Διέκρινα μοναξιά στα μάτια της. Τα πετάγματά της ήταν σύντομα. Την κοίταγα και με κοίταγε, της μιλούσα ψιθυριστά. Δεν ήθελα να φύγει. Την έψαχνα απεγνωσμένα όταν κρύφτηκε στα φύλλα μιας φασολιάς. Δεν άργησε να εξοικειωθούμε. Ήρθε πάνω στον ώμο μου, στην αναστροφή της παλάμης μου, καθώς σκάλιζα το χώμα. Ήθελα να τη χαϊδέψω, όπως χαϊδεύεις ένα σκύλο, μια γάτα. Πως να ακουμπήσεις όμως μια πεταλούδα;
Της έβαλα νερό στο καπάκι απ' το μπουκάλι, της έκοψα μια κατακόκκινη φράουλα. Αδιαφόρησε. Ιδέα δεν έχω για τη ζωή μιας πεταλούδας. Τις βλέπουμε μόνο σαν αξιοθέατα για φωτογραφίες. "Πήγαμε και στην κοιλάδα με τις πεταλούδες" ...στη Ρόδο.
Το ραδιόφωνο έκανε παράσιτα, την ώρα που έδινε συνέντευξη για το καινούριο του βιβλίο. Όταν της είπα να ενισxύσει με τις κεραίες της το σήμα, κατάλαβε. Πρώτη φορά απ' το πρωί πήγε πάνω στο ραδιόφωνο. Καμπάνα η φωνή του Καλιφατίδη. Μόλις τελείωσε η κουβέντα με τον συγγραφέα, ήρθε πάλι σε μένα. 
Ο ήλιος έδυε πάνω στον Κόζιακα. Τον παρακάλεσα να μη δύσει ένα βράδυ. Τι θα γινόταν αν νύχτωνε; Ο ήλιος δεν μου 'κανε τη χάρη. Έδυσε. Και μετά νύχτωσε.
Δεν ξέρω που πήγε η πεταλούδα. Πώς, πού κοιμάται τη νύχτα;
Γύρισα στο σπίτι, μες την αβεβαιότητα για το αύριο. Φυσικά δεν είπα λέξη για την πεταλούδα σε κανέναν. Ξέρω πως ο κόσμος υποφέρει, εγώ θα έλεγα για μια πεταλούδα;

2 Μαίου 2018