31 Οκτ 2021

Μετά, ένα καράβι στο χωράφι

Ένα τεράστιο γερασμένο καράβι καταμεσίς στο χωράφι. Τα δέντρα, τα κλήματα, οι φράουλες και οι τριανταφυλιές, πήραν τις ρίζες τους κι έφυγαν. Κι η μικρή αγαπημένη μου ροδιά, που την έβλεπα ντελικάτη και τη φρόντιζα περισσότερο, με παράτησε κι αυτή; Βαθιές γούρνιες και λάκοι με φρέσκο χώμα το μαρτυρούσαν. Κανένας άνθρωπος  δεν θα μπορούσε να καταφέρει αυτό σε μια νύχτα. 

Μόλις είχα κόψει όλα τα  χορτάρια, τα δέντρα ήταν χαρούμενα που ανέπνευσαν, καμάρωναν για τους ελεύθερους κορμούς τους, έπαιζαν με τα φύλλα τους, χαμογελούσαν μεταξύ τους. Ήταν η ιεροτελεστία της ομορφιάς η ώρα που έφυγα, αργά χθες το απόγευμα. 

Τι έγινε τη νύχτα;

Σαν την Αργώ του Ιάσονα τούτο το καράβι, πως έφτασε ως εδώ κολυμπώντας στη στεριά, ποιο χρυσόμαλλο δέρας το παρέσυρε, ποιοί αργοναύτες το κωπηλάτησαν ανάμεσα σε συμπληγάδες πέτρες; Ένα περιστέρι πετάει πάνω του, μα ποτέ δεν είδα περιστέρι στο χωράφι, ούτε καράβι φυσικά. 

Μένω ψύχραιμος και το κοιτώ με απορία, συμβαίνουν τόσα απίστευτα στην εποχή μας αυτοσαρκάζοντας τη στενοχώρια μου, που πήγαν τα δέντρα, πως ήρθε εδώ ένα καράβι. Ίσως όπως ένας άντρας σφάζει μια γυναίκα, όπως οι πρωθυπουργοί στέλνουν τα παιδιά τους σε πανάκριβα πανεπιστήμια, πυροβολώντας στο πέρασμά τους φτωχά παιδιά απ' την ελάχιστη σπουδή, όπως ένα μοντέλο αφήνει την αμύθητη περιουσία του κληρονομιά στο σκύλο του. Προκειμένου να λέω τις γνωστές βρισιές λέω τέτοια και άλλα τέτοια. 

Είναι μια αφύσικη κενή μέρα, κάθομαι με την Λίζα και κοιταζόμαστε μια στα μάτια, μια κοιτάμε το καράβι. Λίζα πως ήρθε το καράβι εδώ, που πήγαν τα δέντρα, τι έγινε Λίζα τη νύχτα του κόσμου; Η Λίζα γαυγίζει, εγώ δεν την καταλαβαίνω. Λίζα υπάρχουν εξωγήϊνοι; Ρωτούσα εγώ τη Λίζα, αν υπάρχουν εξωγήϊνοι, ας απαντήσει πρώτα ο άνθρωπος και μετά ο σκύλος. Αν υπάρχουν, αυτοί πήραν τα δέντρα, ο πλανήτης τους δεν έχει πράσινο φύλλο... 

Τουλάχιστον να ήταν ο Μέγας Ανατολικός να ταξιδέψουμε σ' ένα καινούριο κόσμο, που να βρεις τώρα κωπηλάτες να ταξιδέψουν καράβι στη στεριά;

Το όνειρο έπαιρνε εφιαλτικές διαστάσεις, είχα ιδρώσει, ευτυχώς δεν είχα κλείσει τη νύχτα το παράθυρο και με ξύπνησε η δυνατή πρωινή βροχή.




29 Οκτ 2021

Η στερνή...

 "Η στερνή, η πιο ιερή μορφή θεωρίας είναι η πράξη" 

Νίκος Καζαντζάκης


Κανένα κείμενο, κανένα ποίημα, δεν μπορεί να συγκριθεί με την πράξη, όπως καμιά φωτογραφία με τη ζωντανή θέαση. Η θεωρία είναι το κίνητρο, ως εκεί φτάνουμε όλοι, ως την πράξη λίγοι.

Τα παιδιά των μηχανουργείων δεν αναλίσκονται στα λόγια, δουλεύουν σκληρά. Με τα λόγια κτίζεις ανώγια και κατώγια, λέει ο λαός.

" Όλες οι ιδέες, όλα τα γνωμικά, όλες οι συζητήσεις, όλα τα πιστεύω είναι συνθηματολογία" έλεγε ο Γκυ ντε Μωπασάν

Όμορφη φθινοπωρινή μέρα, τα φύλλα των δέντρων κιτρινίζουν αργά, αθόρυβα, πέφτουν στο χώμα, θα γίνουν λίπασμα, τα δέντρα ξέρουν να δουλεύουν με τους νόμους της φύσης,  μόνο να δίνουν ξέρουν ακούραστα, καρπούς κι ανάσα στη ζωή. Δεν φωνασκούν, δεν σπαταλιένται άσκοπα, έχουν βάλει στόχο να ψηλώσουν, έναν πόντο, δέκα μέτρα, δεν νοιάζονται πόσο, μόνο να ψηλώσουν θέλουν, να γίνουν σταθερά και δυνατά από μακριά, τρυφερά από κοντά καί να μιλάνε με τους καρπούς τους. Ο καρπός του δέντρου η πράξη του ανθρώπου. Τα φύλλα του δέντρου μοιάζουν με τις λέξεις. 

Τα σύννεφα παίζουν κρυφτό με τον ήλιο. Σύννεφα είναι, πάνε όπου φυσάει ο άνεμος, άλλοτε φέρνουν βροχή και άλλοτε κόβουν άσκοπες βόλτες, το ίδιο κάνουν και τα λόγια. Η βροχή είναι η πράξη, αυτή χρειάζεται η γη να ποτισθεί και να καρπίσει. 

Ούτε τα φύλλα, ούτε τα σύννεφα φτάνουν. Ούτε τα λόγια. 

Μόνο τα έργα των ανθρώπων, μόνο οι καρποί  του δέντρου, ολοκληρώνουν τον προορισμό.

25 Οκτ 2021

Δεν γυρίζουμε ταινία τώρα

Η βία της σύγχρονης κοινωνίας καθρεφτίζεται στον εμπορικό κινηματογράφο ή η βία στον σινεμά των ενστίκτων, εθίζει την ανθρώπινη ύπαρξη στην μηδαμινότητα της ανθρώπινης ζωής; Η κότα γέννησε τ' αυγό ή τ' αυγό την κότα;  

Ένας νέος σκοτώθηκε, όπως σκοτώνονται κάθε βράδυ δεκάδες στην τιβι, πιο το παράξενο;  Ο νέος είδε τόσα κόλπα στις ταινίες, εμβόλισε τις μηχανές, σιγά το κόλπο, θα μπορούσε να πετάξει από πάνω τους βέβαια, αρά έχει δίκιο ο Γεωργιάδης. Είκοσι πυροβολισμοί δείχνουν πόσο άστοχοι είναι οι αστυνομικοί, μα δεν τους βάζουν να βλέπουν το Chicago;  Θα μπορούσε

και οι μηχανές βέβαια να πετάξουν πάνω από το κλεμένο αυτοκίνητο των πιτσιρικάδων, την ώρα που τους εμβόλιζε με την όπισθεν ο εικοσάχρονος. 

Τώρα γιατί ένας νέος, αντί να σπουδάζει κλέβει, την απάντηση την έχει ο καπιταλισμός. Ότι δεν μπορείς να αποκτήσεις έντιμα, σου δίνει τη δυνατότητα να το αποκτήσεις κλέβοντας. Είδατε ποτέ κάποιον πλούσιο να μην έκλεψε;  Είναι δυνατόν χωρίς να κλέψεις, τουλάχιστον την εφορία, να αποκτήσεις τόσα πλούτη που θα ζούσε ανθρώπινα μια ολόκληρη πόλη; Αν αρχίσουν οι αστυνομικοί να σκοτώνουν όσους κλέβουν, θα τους μακέλευαν τους πλούσιους. Αυτό βέβαια θα ήταν σε καλό των φτωχών, που δεκάρα δεν δίνουν για τη ζωή των πλουσίων, όπως και οι πλούσιοι δεν δίνουν ούτε ευρώ για τη ζωή των φτωχών, βέβαια οι πλούσιοι κάνουν που που καμιά ελεημοσύνη για τα μάτια του κόσμου.

Αλλά έτσι θα γίνουμε φαρ ουεστ υπουργάρα μου, που για όλα έχεις γνώμη. Κι αντί για σινεμά  γουέστερν, θα μπουν αληθινές σφαίρες στα πιστόλια κατά λάθος και θα σκοτωθούμε μεταξύ μας.  Κι αφού αγαπητέ υπουργέ για όλα έχεις γνώμη, πριν τη δικαιοσύνη, για τα τρικάκια τι λες; Σκοτώνουν ε;  Αν μπορούσαν να σκοτώσουν τα χαρτάκια, με τόσα που γράφονται κάθε μέρα θα κολυμπούσαμε στα αίματα. Εγώ μια χαρά σε βλέπω ολημερίς στα κανάλια, ατσαλάκωτο, απορώ βέβαια πότε δουλεύεις, ξέρω την απάντηση, ρητορική η ερώτηση.  Ξέρω πως όλα αυτά τα λες ανοησίες, με τριακόσια ευρώ μια χαρά ζεις, τι άλλο θέλετε πια; 

Και μιας κι έμπλεξα κι εγώ σ' αυτό το πιστολίδι, αν βρεις χρόνο, σκέψου μια φορά το γιατί, δεν μπορει να είναι απάντηση πως αυτή είναι η ζωή, πλούσιοι και φτωχοί, δεν γυρίζουμε ταινία τώρα, για τις ζωές των ανθρώπων μιλάμε, την μοναδική ζωή του κάθε ανθρώπου.

22 Οκτ 2021

Ταχυδρομείο

Το λεωφορείο κόρναρε παρατεταμένα στη πρώτη ράχη, μετά στη δεύτερη. Κάθε απόγευμα ακούω ακόμα αυτή τη χαρακτηριστική κόρνα, σαν καραμούζα της εφηβείας, τυλιγμένη στη ναφθαλίνη μακρινής ανάμνησης. Αυτή και την καμπάνα του εσπερινού.

Ο πράσινος σάκος του ταχυδρομείου είχε το δικό του χρώμα, διακριτό στις αποσκεύες του λεωφορείου. Και τη δικιά του μυρωδιά, οι αποσκευές μύριζαν επιβίωση, ο σάκος αυτός όνειρο κλεισμένο με βουλοκέρι. Βολίδα στο ταχυδρομείο. Ο Στέλιος τον άδειαζε πάνω στον πάγκο, εγώ αποταμίευα την υπομονή μου στους μπλέ και κόκκινους κουμπαράδες στο απέναντι ράφι. Καμιά φορά αποταμίευα και τις δεκάρες και εικοσάρες της εποχής. Και οι πεντάρες τότε είχαν αξία. Μια τσίχλα μια δεκάρα. 

Ο ταχυδρόμος ταξινομούσε τα γράμματα, εγώ τη λαχτάρα μου. Τα περισσότερα σε φάκελο αεροπορίας με μπλε ρίγες, κάποια με κόκκινες και μπλε ρίγες, άλλα σε λευκό τετράγωνο, μερικά σε στενόμακρο, λίγα σε χρωματιστούς φακέλους και η linguaphone σε κίτρινο.

Οι τοπικές εφημερίδες διπλωμένες, δηλαδή μια για τον περιπτερά και μια για το καφενείο. Πήγαινα την εφημερίδα στον Σωκράτη και με άφηνε να τη διαβάσω πρώτος. Όλα τα νέα του κόσμου φρεσκοτυπωμένα. 

 Η μόνη επικοινωνία με τον έξω κόσμο ήταν τα γράμματα, ήταν βέβαια και η ΥΕΝΕΔ με χιόνια και πάγους. Γράμμα από συγγενή, από φίλο, από κορίτσια σε Καναδά και Αυστραλία με άγουρα πρόσωπα και φακίδες. Γράμματα με πολλές σελίδες, κατεβατά μιας αθώας εποχής. Κι ο Ταχυδρόμος με γυαλιστερό εξώφυλλο, ενίοτε και τα Επίκαιρα. Με τι λαχτάρα περίμενα εκείνα τ' απογεύματα!

Τα πρωινά είχαμε τα κόμικς, Μπλεκ, Ταρζάν, Μικυ Μάους, Λούκι Λουκ. Βέβαια οι καθηγητές μας έλεγαν να διαβάζουμε το καλοκαίρι και κανένα σχολικό, αλλά στο χωριό είχε πολλά κοκόρια και φορτώναμε εκεί τις βαρετές συμβουλές. Τον Σεπτέμβρη όταν με ρωτούσε ο φιλόλογος αν ανοιξα βιβλίο, του έλεγα για την Καλύβα του μπάρμπα Θωμά και το Χωρίς Οικογένεια... Ο Αχελώος βούιζε μέρα νύχτα κύριε καθηγητά, δεν υπήρχε ησυχία για αρχαία διαβάσματα. Μετά ήταν μικρό το καλοκαίρι, μια στο κοπάδι, μια στο ποτάμι, έφυγε νωρίς. 

Πως πέρασαν έτσι γρήγορα τόσα καλοκαίρια μας, πως μεγάλωσαν έτσι οι χειμώνες μας; 

Πολύ αργότερα έμαθα βέβαια, πως η μόνη πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια.  Εντάξει κι ο χρόνος. 

Το ταχυδρομείο δεν υπάρχει πια, ούτε η λαχτάρα να ανοίξω ένα γράμμα,  ο παππούς ήταν ταχυδρόμος, γύριζε με τ' άλογο να δώσει ένα γράμμα. Πέθανε από χρόνια. Ούτε εκείνο το άσπρο άλογο ζει.

20 Οκτ 2021

Το παραμύθι της ζωής

Αφού δεν είχε κανέναν να μιλά, έγραφε τις σκέψεις του. Μερικές φορές έγραφε επιστολές στους συγγραφείς που διάβαζε, ζωντανούς και πεθαμένους. Έτσι κι αλλιώς δεν ταστελνε ποτέ, τα πετούσε.  "Αγαπητέ Σολ Μπέλοου, είστε δεξιοτέχνης της γραφής και της περιγραφής, αλλά με κούρασαν τόσες λεπτομέρειες, λειτουργούν σε βάρος της σκέψης και αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη....."  

Ζούσε μόνος του σ' ένα μικρό σπίτι μ' έναν μεγάλο κήπο, τα παιδιά του έφυγαν, το ένα στην Αμερική, το άλλο στην Αγγλία. Η γυναίκα που αγάπησε έφυγε δέκα χρόνια πριν από τον "ανίκητο" καρκίνο. Κάθε μέρα της έγραφε κι ένα γράμμα, σαν να ζούσε. Της έλεγε για την τριανταφυλλιά  με τα βαθιά κόκκινα τριαντάφυλλα που είχε φυτέψει πριν πεθάνει. Πολλές νύχτες κοιμόταν με ένα τριαντάφυλλο στο στόμα, σαν να είχε εκείνη. 

Όλη μέρα σκάλιζε τον κήπο του και τη σκέψη του. Το βράδυ 9-10 μ.μ, σαν τον Ναζιμ Χικμέτ σκεφτόταν και μίλαγε μόνο με τη γυναίκα του. 

" Σήμερα έσπειρα αρακά που σ' αρέσει, τα σπανάκια μεγάλωσαν, σου έστειψα δυό ρόδια το πρωί, διάβασα το καινούριο βιβλίο του Ακρίβου, πεθαίνει κάθε μέρα κόσμος στη γη από τον ιο που ήρθε και δεν λέει να φύγει, απόψε έχει ένα γεμάτο φεγγάρι, φωτίζει τη νύχτα μας"

Ξημέρωσε βροχερή η μέρα, στις 10  ραντεβού στο γιατρό, προγραμματισμένο τσεκ απ. Η ωχρά κηλίδα στο ένα μάτι τον ταλαιπωρούσε χρόνια. Έβλεπε όμως χρωματιστή τη ζωή, ομορφιά και ασχήμια, πόνος και χαρά. Τα φύλλα της ελιάς έσταζαν τη βροχή όταν έβαλε μπροστά τον παλιό σκαραβαίο, ένα παλιό αυτοκίνητο ποτισμένο με τη ζωή τους. Γύρισαν όλη την Ελλάδα και τη μισή Ευρώπη στα νειάτα τους μ' αυτή την άσπρη χελώνα. 

Η διάγνωση κεραυνός εν αιθρία. Καρκίνος του πνεύμονα σε αρχικό στάδιο. Θα το παλαίψω, είπε ψύχραιμα στο γιατρό, έχω στήριγμα τη γυναίκα μου. 

Η βροχή σταμάτησε, πήγε στον κήπο, έβγαλε ένα παρακλάδι απ' την τριανταφυλλιά και το φύτεψε απέναντι, δίπλα, στην αγάπη τους, όπως εκείνη. 

Ύστερα πήρε το σημειωματάριο και έγραψε τη μέρα. Σημείωσε μόνο αυτό που έλεγε ο Φ. Νίτσε, "Οι ισχυρές φύσεις, μπορούν να ξεχνούν αυτό που δεν μπορούν να κυριεύσουν". 

Το βράδυ θα της έγραφε με ένα γλυκό παραμύθι το παραμύθι της ζωής.

12 Οκτ 2021

Όταν πήγα στο σχολείο...

 Όταν πήγα στο σχολείο, με ρώτησαν τι θα ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω. Έγραψα “ευτυχισμένος”. Μου είπαν ότι δεν κατάλαβα την εργασία και εγώ τους είπα ότι δεν κατάλαβαν τη ζωή.

 Τζον Λένον


Ραχοκοκαλιά μιας κοινωνίας δεν  είναι η πορεία της οικονομίας, αλλά της παιδείας και της εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση θα δημιουργήσει τις επιλογές, η παιδεία την υγιή κοινωνικοποίηση, τις ελεύθερες επιλογές και το άτομο που πατάει σταθερά στα πόδια του.

Στη χώρα μας, αλλά και στο δυτικό κόσμο της φρενίτιδας του καταναλωτισμού χάθηκε η μπάλα, η αποθέωση της οικονομίας και της τεχνολογίας βούλιαξαν τις κοινωνίες στην μηχανοποίηση του ανθρώπου, με όλες τις αρρωστημένες συνέπειες που εμφανίζονται κατακόρυφα στο πέρασμα του χρόνου.

Η  εκπαίδευση στην χώρα μας νοσεί διαρκώς, δεν χρειάζεται άλλη απόδειξη να το πεις αυτό, παρά το κάθε γωνιά και φροντιστήριο. Αυτά δηλαδή που πρέπει ο μαθητής να μάθει στο σχολείο, πρέπει να τα μάθει στο φροντιστήριο. Αν δεν πάει κολυμβητήριο, δεν μαθαίνει κολύμπι. Αν δεν πάει ωδείο, δεν μαθαίνει μουσική. Αν δεν πάει αγγλικά, δεν μαθαίνει αγγλικά. Αν δεν παπαγαλίσει δεν πετυχαίνει στις ατέλειωτες εξετάσεις, που φορτώνουν άγχος την πιο ευαίσθητη ηλικία. Αν δεν έχει δυνατότητες το σπίτι, δεν μαθαίνει τίποτα, μαθαίνει βέβαια τα βασικά γραφή κι ανάγνωση... (υπερβολή ναι, αλλά είναι καλύτερα να μάθεις να μαθαίνεις).

Οι Έλληνες μαθητές είναι οι πιο ταλαιπωρημένοι και οι πιο διαβασμένοι, γιαυτό διακρίνονται στον υπόλοιπο κόσμο. 

Είναι αυτό όμως μια υγιής εκπαίδευση, ανακαλύπτουν τα παιδιά μας τον κύκλο της ζωής; Ή βρίσκονται  έρμαια των συνθηκών και της ανάγκης. 

Και εν τέλει γίνονται ευτυχισμένοι ενήλικες, όταν διαβιούν μια διαστρεβλωμένη, αγχωτική, απαιτητική μέχρι εξαντλήσεως εκπαιδευτική ατέρμονη διαδικασία; 

Προτεραιότητα της κοινωνίας θα έπρεπε να είναι το σχολείο. Τα υπόλοιπα έπονται... 

Το Ελληνικό σχολείο, όπου είναι τσιφλίκι του κάθε υπουργού, συνέχεια αλλάζει και πάντα το ίδιο μένει.

Αν δεν ξέρουμε τι κοινωνία θέλουμε, ούτε τι σχολείο θέλουμε ξέρουμε. 

Αξιολόγηση, λέει η Κεραμέως, τι να αξιολογήσει; Τα σχολεία που δεν έχουν καν βιβλιοθήκες, αναγνωστήρια και παλεύουν με αρχαίους υπολογιστές; Τα σχολεία με τα παμπάλαια αναχρονιστικά βιβλία διδασκαλίας, τα σχολεία που δεν καλλιεργούν την κριτική σκέψη και δίνουν κονσερβοποιημένη γνώση, χρηστική ίσως να υπηρετήσει ιλιγγιώδεις ανταγωνιστικούς ρυθμούς; Και γιατί όχι και τυποποιημένους εκπαιδευτικούς, σφηνωμένους μέσα σε αλλότρια προγράμματα. 

Δεν είναι εύκολο το να είσαι εκπαιδευτικός, πολύ περισσότερο μέσα στις συμπληγάδες του ανταγωνιστικού σχολείου που ονειρεύεται η κάθε Κεραμέως. Δεν είναι ούτε όλοι οι εκπαιδευτικοί ικανοί για διδασκαλία. Η διδασκαλία φέρνει το αποτύπωμα του εκπαιδευτικού, τη συνολική προσωπικότητα, πέρα απ' τα χρηστικά εργαλεία των μαθημάτων. Ακούμε εκπαιδευτικούς να παραπονιούνται, για τα ατίθασα παιδιά που τους δημιουργούν προβλήματα. Μήπως έπρεπε να αναρωτηθούν αυτοί πόσο βαρετοί είναι στα παιδιά, πόσο είναι ικανοί να διανθίσουν το όποιο μάθημα με την ευρύτερη γνώση τους. Ένας  καλός εκπαιδευτικός κάνει τους μαθητές να κρέμονται απ' τα χείλη του, τα παιδιά είναι σφουγγάρια. Και ανυπάκοα βεβαίως στην κάθε αδιάφορη διδασκαλία. 

Οι πολλοί εκπαιδετικοί έχουν στο μυαλό τους το βιβλιοπωλείο για τα χρηστικά βοηθήματα και τα μολύβια. Ένας εκπαιδευτικός που δεν διαβάζει, πως θα εμπνεύσει τους μαθητές στο διάβασμα; 

Αξιολόγηση ναι. Αλλά ας αξιολογηθεί πρώτα η κάθε Κεραμέως και μετά όλα αξιολογούνται μόνα τους. 

Ένα κείμενο για την εκπαίδευση, από έναν μη ειδικό, αλλά είχαμε και έχουμε παιδιά και όλοι ξέρουμε τον γολγοθά. 

Ένας γολγοθάς που καταλήγει στην εξορία  απ'τη χώρα και πολλές φορές απ' τη ζωή.

10 Οκτ 2021

"Δεν θέλω να πεθάνω...

 "Δεν θέλω να πεθάνω, γιατί πως θα ζήσω χωρίς εκείνη"


Πως φεύγουν έτσι οι άνθρωποι, πως γίνεται να φεύγουν αυτοί που έχει ανάγκη ο τόπος; Γιατί φεύγουν νωρίς  όσοι φωτίζουν τα σκοτάδια μας;

Τα τελευταία χρόνια μόνο φτωχαίνει η Ελλάδα, φεύγουν οι φάροι που διαλύουν την καταχνιά μας. 

Εκείνη τη Δευτέρα η Σίσσυ Αρβανιτίδου, την Παρασκεύη άκουγα τη φωνή της στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ, ήταν ζωντανή, ταξίδευε παντού με το Κοσμοδρόμιο, με τα βιβλία, τις μουσικές, την απίστευτη γνώση της, ήμουν τυχερός που την άκουγα στο χωράφι, ήταν μάθημα ζωής οι εκμπομπές της. Μιλούσε μ' έναν Πανεπιστημιακό στην Αγγλία, ναι ξέρω έλεγε, είναι και τα παιδιά μου εκεί, τη θεωρούσα μεγαλύτερη απ' τη φωνή της, ήταν μόλις 59, πέθανε, τι πέθανε, πως πεθαίνει ένας ζωντανός άνθρωπος; Πένθος ακόμα.

Άνθρωποι που δεν συνάντησες ποτέ από κοντά, αλλά τους γνώριζες από πάντα. 

Το ίδιο σήμερα με τον Τάσο Κουράκη. Έφυγε, τι έφυγε; Ο Κουράκης ήταν νέος, νέος στη σκέψη, πάλευε για τον νέο καλύτερο κόσμο, ήταν το καινούριο ήθος που αναζητάμε, ήταν το νέο στην πολιτική ζωή του τόπου, στην πόλη που ονειρεύοταν ήταν νέος, τα ποιηματά του ήταν νέα, οι ερευνές του ήταν νέες, το χαμογελό του ήταν για έναν καινούριο κόσμο, στο Πανεπιστήμιο ήταν νέος, όλα ήταν ζωή πάνω του και τα μαλλιά του.  

Κι όμως έφυγε, επιβαλλεται να το πιστέψουμε. Τα τελευταία χρόνια ο χάρος είναι τυφλός, δεν ξεχωρίζει τον γέρο απ' τον νέο. 

Αν οι πολιτικοί έγραφαν ποίηματα, σαν τον Κουράκη, ο κόσμος θα ήταν αλλιώς. 

Οι πολιτικοί όμως δεν γράφουν ποίηματα,. Ίσως γιαυτό έφυγε...

8 Οκτ 2021

Ο χαμένος χρόνος

(της νίκης και της ήττας)


Ξοδέψαμε τη ζωή μας στις ουρές

Δεν προλάβαμε το ηλιοβασίλεμα

Πάει η ζωή μας σε άχρηστους υπολογισμούς

Δεν λογαριάσαμε καλά τη νιότη μας, ούτε ένα δέντρο δεν φυτέψαμε ν' ακουμπήσουμε

Ούτε μια φορά δεν περπατήσαμε χέρι χέρι στη βροχή, φοβηθήκαμε μη δακρύσουν τα μάτια μας 

Στο κομοδίνο στοιβάζονται αδιάβαστα βιβλία, το χωράφι μας έμεινε χέρσο, τα παιδιά μεγάλωσαν μόνα τους

Γέμισε καπνό το δωμάτιο, ο πόνος τώρα δεν δίνει δικαιώματα, τη μια διάβαζες Μπακούνιν, την άλλη Μπρέχτ

Δεν είμαστε οι μόνοι είπες, κι ο ποιητής άφησε λέει, να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα απ' τα δαχτυλά του και δεν ήπιε ούτε μια στάλα. Τώρα βουλιάζουμε στη πέτρα μαζί του

Εκείνοι έστηναν φάκες και μεις σαν τα ποντίκια  βλέπαμε το

τυρί. 

Ήταν αρκετό για μας ένα τόσο μικρό κομματάκι ζωής;

Ας το παραδεχτούμε, ηττηθήκαμε.


Επαναστάτησαν οι αισθήσεις μας μέσα στις μουσικές του κόσμου, εσύ του Bob Marley κι εγώ του john Lennon

Χαθήκαμε στα ποίηματα, εσύ της Εμιλυ Ντικινσον κι εγώ του Καββαδία

Είδαμε το Εξπρές του Μεσονυκτίου, αλλά και τη Χρυσή Λίμνη, εκείνο το βράδυ

Ξενυχτήσαμε πάνω στις σελίδες του Ντοστογιέφσκι, δοξάσαμε τον Καραγάτση

Τη μια στη Μήλο, την άλλη στο Καστελόριζο, απ' άκρη σ' άκρη όμορφη η Ελλάδα, χορτάσαμε τον ήλιο

Είχες κι αυτή τη λόξα με τις φωτογραφίες, η ζωή είναι εδώ μπροστά μας, οι φωτογραφίες ξεθωριάζουν, πόσος χαμένος χρόνος για μια φωτογραφία. Κι όμως είχες δίκιο. 

Ξυπνούσαμε χαράματα να πάμε στη δουλειά, στις συγκεντρώσεις, νομίζαμε 

θα αλλάξουμε τον κόσμο

Λες

Είμαστε νικητές


Δεν είχαμε διαφωνίες γιατί ούτε την ήττα, ούτε την νίκη, ξέραμε. Μόνο τη ζωή.

7 Οκτ 2021

Η ζωή είναι αλλού

Αγναντεύω ψηλά απ' το βουνό, την πατρίδα που άφησα πριν χρόνια. Χρόνια ζω στην χώρα της ουτοπίας, κάποτε προσπάθησα να τη διαμορφώσω, ώστε να ζω εκεί και όχι εδώ.

Τα τζακια καπνίζουν, τα βουνά χιονισμένα, τέλη Φλεβάρη. Το κρύο περονιάζει, η καρδιά φλέγεται. Ένα ποτάμι θύμησες ζωντανεύουν μες τα μάτια μου. Ακουμπάω την πλάτη μου, στον κορμό της γέρικης βελανιδιάς να ξαποστάσω. Γίνομαι ένα με το δέντρο. Ένα σμάρι πουλιά πετάγονται μέσα απ' τ' άσπρα μαλιά μου. Νοιώθω να διαλύομαι στον αναπαυτικό καναπέ της χαοτικής πόλης που πέρασα τη ζωή μου. Πίνω μια γουλιά κονιάκ απ' το φλασκί μου να συνέλθω. 

Το ποτάμι με τις άσπρες πέτρες, τα πλατάνια, τα βρούδια, ο εαυτός μου παιδί.  Διαβάζω  Θέμο Κορνάρο, τυλίγεται η βουή των νερών με τα όνειρα της νιότης.  Εδώ έμαθα να κολυμπάω, στα μεγάλα καζάνια, στα βαθυπράσινα νερά. Ο πρώτος μου έρωτας, η νεραϊδα του Ασπροπόταμου, η πρώτος μου φόβος, η αστραπή. 

Απλώνεται στην απέναντι πλαγιά το πατρικό μου σπίτι, έρημο πια, κανείς δεν ζει εκεί. Κι εγώ που ζω εδώ, πυρωμένος στο νόστιμο ήμαρ, δεν ζω. Οι ρίζες μου ξεράθηκαν στην άσφαλτο της διαδρομής μου. 

Είμαι απέναντι στη ζωή μου, δεν τη φτάνω, δεν την αγγίζω, ανοίγω διάπλατα τα χέρια, μου στον ουρανό, δεν την αγκαλιάζω. Βλέπω τη διαδρομή του ήλιου, το φεγγάρι να λούζει την μάνα, ο πατέρας να οργώνει το χωράφι και της γιαγιάς τα παραμύθια να ξορκίζουν το κακό. 

Άφησα στη μέση τότε την δική μου πατρίδα, πάντα κάτι άλλο συμβαίνει, ίσως αν ολοκλήρωνα εκείνο το μυθιστόρημα να ήταν η λύτρωση της ζωή μου. 

Απόψε χάθηκα στο ανεκπλήρωτο, δεν ξεχνάς πίνοντας, θυμάσαι. Βγαίνω στο μικρό μπαλκόνι, απέναντι το άγαλμα της ελευθερίας, δίπλα μου ανηλέητη, πολύμορφη, με βομβαρδίζει η αγέλαστη πολιτεία. Αύριο θα είμαι ο κύριος διευθυντής της τραπεζικής δικτατορίας του πλανήτη. Άδειο σώμα μες στο ατσαλάκωτο κουστούμι μου, θα φορέσω την κόκκινη γραβάτα και θα απορρίπτω, θα εγκρίνω τα συμφέροντα της τράπεζας. Ο θείος στην Αμερική πέθανε. Μια μηχανή του χρόνου, ένα σύμβολο της εποχής. Ο μόνος αληθινός φίλος στην Νέα Υόρκη, ο Παντελής στην παρακάτω γωνία, ψήνει κάστανα τον χειμώνα και  καλαμπόκια το καλοκαίρι. Η καλημέρα  του είναι η δύναμη της μέρας. 

Αύριο θα δηλώσω παραίτηση. Η ζωή μου είναι αλλού.


Κωστής Ταξιδεύων

Άνοιξη  2021, Περιοδικό Απίκο

5 Οκτ 2021

Παιδικά τραύματα

Στο δρόμο για το σχολείο ήταν ο Λάμπρος. Δέκα μπισκότα χύμα, μία δραχμή. Ο Λάμπρος ήταν το μπακάλικο του χωριού, το καφενείο, ο ΟΤΕ, το Ταχυδρομείο, η ασπρόμαυρη τηλεόραση, παναθηναϊκος- ερυθρός αστέρας 3-0.

Στο σχολείο ήταν ο δάσκαλος, μας περίμενε με τη βέργα στο χέρι. Ήταν συγχρονισμένος με το κλίμα, πατρίδα, οικογένεια, θρησκεία. Η Ελλάδα ζούσε τις πληγές της και ο δάσκαλος έβλεπε το ξύλο βνήκε απ' τον παράδεισο.  Στα γόνατα με τις ώρες, ήταν η τιμωρία γιατί δεν είπες καλά το πάτερ ημών την Κυριακή στην εκκλησία. Ο παππάς, ο δάσκαλος και ο αγροφύλακας ήταν οι αρχές του χωριού. Ασκούσαν εξουσία σε τριάντα αγροτόσπιτα. Ο παπάς και ο αγροφύλακας φορούσαν καπέλα, ο δάσκαλος είχε τουφέκι, σκότωνε πουλιά, λαγούς και τους μαθητές στο ξύλο. Οι χωριανοί έδιναν αυγά και κότες στο δάσκαλο, γιατί μάθαινε τα παιδιά τους γράμματα.  Το σχολείο έχει πειθαρχία έλεγαν, στο στρατό την πειθαρχία την ανέλαβε ο Ιωαννίδης. Η Ελλάδα τότε ήταν μια πειθαρχημένη χώρα. Όσοι δεν άντεχαν την τόση πειθαρχία εξορίζονταν, όπως ο τώρα Πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο μικρότερος πολιτικός κρατούμενος μόλις 6 μηνών, πέρασε τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής του στήν εξορία, γιατί γελάτε κύριοι, γιατί γελάτε; 

Η γλώσσα του χωριού ήταν τα χωριάτικα, ντόμπρα, συμπυκνωμένη γλώσσα. Ο δάσκαλος μας μάθαινε την καθαρεύουσα, πρώτα μάθαμε το "πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις" και  αργότερα τη δημοτική.  Ο Ράλης κήδεψε την καθαρεύουσα τότε και λύθηκε ο γλωσσοδέτης. Αργότερα έγινε ένα χρόνο Πρωθυπουργός, επειδή δεν ήθελε Οουυ. Το '81 βγήκε το Πασοκ επειδή δεν ήθελε τις βάσεις του Νατο και ο Ράλης τις ήθελε. Βέβαια οι βάσεις είναι ακόμα εδώ, σε κάποια φάση καταργήθηκαν οι βάσεις στις πανελλήνιες, αλλά τις επανέφερε η νέαδημοκρατία μας, γιατί χωρίς βάσεις δεν μπορεί λέει, είναι στον αέρα. Και οι βάσεις ιδεολογία είναι ρε... 

Μια νύχτα ξυπνήσαμε στις 3 το πρωΐ και πήγαμε στο Λάμπρο να δούμε τον Παναθηναικό με την Νάσιοναλ, από το Μοντεβίδεο. Ο Λάμπρος ήταν κλειστός. Εμείς βρίζαμε τον Λάμπρο, όπως βρίζουν στα γήπεδα και φώναζαμε Πάο Ολέ, αλλά το Μοντεβίδεο ήταν μακριά να ακουστούμε. Ο Παναθηναικός έχασε. Ποτέ δεν έμαθα αν εκείνη τη νύχτα η τηλεόραση έδειξε τον αγώνα.

3 Οκτ 2021

Ασπρόμαυρη φωτογραφία

Είδα κάπου τον Σκαρίμπα να χορεύει ζειμπέκικο, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Είδα τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Καβάφη, τον Καββαδία, τον Γκάτσο, σε ασπρόμαυρα κάδρα στην βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου.

Την Μέρυλιν Μονρόε με φτερά αγγέλου, τον Τσε Γκεβάρα με τα διεισδυτικά του μάτια. Είδα τον Τλούπα μέσα στα χιόνια, να φωτογραφίζει την ασπρόμαυρη Ελλάδα. 

Είδα σε μια εβδομαδιαία φωτογραφία εποχής, ερωτευμένους τους γονείς μου.

Είδα και μένα μόλις τριών χρονών, να κρατάω μια άσπρη κότα στη φωτογραφία.

Ντύσου ασπρόμαυρα το βράδυ, σαν τις φωτογραφίες μιας άλλης εποχής, φώναξα τον Χρήστο τον Πλατή, τον φωτογράφο του χωριού, να σε φωτογραφήσει. Πέθανε εδώ και χρόνια, αλλά για χάρη σου θα αναστηθεί απόψε. 

Ντύσου ασπρόμαυρα απόψε, τη δροσερή αναπνοή του κόσμου, όλη τη νιότη μας φόρα.