30 Δεκ 2020

Μαύρη σούπα

Πάλι το μίξερ. Όταν το θέλω είναι εξαφανισμένο απ' το σπίτι. Μετά το πρωινό καυγαδάκι και με στέρεα επιχειρήματα, σαν του Πέτσα, κατάφερα να το έχω μπροστά μου. Ας μην ήταν οι γιορτινές μέρες και σιγά που θα μου το έδινε.                 -Μα τι θα το κάνεις, αφού τη φασολάδα την έκανες, άλλα γλυκά δεν θέλουμε.

Με είπε και άσχετο, για τη φασολάδα φαντάζομαι, αλλά εγώ είδα έναν σεφ στη τηλεόραση να ρίχνει στο μίξερ, σέληνο, κρεμμύδι, καρότο, παντζάρι, πατάτα, αλάτι, ρίγανη, πιπέρι, δεν θυμάμαι τι άλλο, τα έκανε σούπα και τα έριχνε στη κατσαρόλα. Η καλύτερη σούπα φασολάδας, έλεγε. Η γυναίκα μου, όλα αυτά λέει τα ψιλοκόβει με το μαχαίρι. Ψιλοδιαφωνήσαμε κι γι' αυτό, αλλά δεν με νοιάζει, αρκεί που μου' δωσε το μίξερ.

-Κάνε ότι θες, αλλά όταν επιστρέψω θα στο πάρω, έχω clik away.

Στρώθηκα στο πάτωμα, η γυναίκα μου το χρησιμοποιεί στον πάγκο, πήρα μια λεκάνη να μη λερώσω, το σπίτι είναι καθαρό λόγω του ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς. Το μίξερ αναστενάζει, η λεκάνη γεμίζει μαύρη σούπα. Πετάω μέσα σχεδόν όλο το δύο χιλιάδες είκοσι. Λέξεις που μας πλήγωσαν, αποξένωση, εγκλωβισμός, καραντίνα, λέξεις που μας βασάνισαν, σκοιλ ελικικιού, λοκντάουν, κλικεγουέϊ, αποφάσεις που μας γύρισαν χρόνια πίσω, αποφασίζομεν και διατάσσομε, μεγάλες επενδύσεις σαν του καζίνου στο Ελληνικό, την απαγόρευση των διαδηλώσεων, που και που πετάω και κανένα μελομακάρονο να γλυκάνω το χάπι, όταν πέταγα τα κανάλια να δείτε πως έσκουζε το μίξερ. Στο τέλος πέταξα και την υπομονή μου.

Τα συμμάζεψα όλα και ήρθα στο χωράφι. Πέταξα την σούπα, μαύρη σαν κοπριά, στα δέντρα, όλα χρειάζονται για να ανθίσουν την Άνοιξη.

28 Δεκ 2020

Αγάπη

Γυμνά δέντρα, θλιμμένα βουνά, χειμωνιάτικη προσδοκία της άνοιξης. Ο χρόνος κυλλάει αργά, η ομίχλη σκέπασε τον Κόζιακα, μαραμένα όνειρα η ζωή μου. Πρέπει κάτι να κάνω, σκίζω ένα χαρτι κουζίνας, γράφω στο γόνατο μερικούς στίχους, πως να τους πω, αγάπη, μοναξιά, ευχαριστώ πάντα;


Όταν όλοι και όλα σε εγκαταλείπουν

Όταν η βροχή γίνεται καταιγίδα κι όλοι τρέχουν να κρυφτούν

Όταν ο πόνος, η μοναξιά, η πείνα, σε παγώνουν

Όταν ένα παιδί προσεύχεται στο στήθος της μάνας

Εσύ είσαι εδώ, και με κοιτάς στα μάτια, Εσύ είσαι πάντα εδώ. Μέσα μου, έξω μου, χιλιάδες χρώματα μετά τη βροχή, φιλί στη πληγή μου, χαμόγελο στην ανάσα μου. Εσύ είσαι πάντα εδώ. Αγάπη.


Οι στίχοι κατέληξαν στην Αγάπη. Η λύτρωση.

26 Δεκ 2020

Μια κόκκινη καρδούλα

Ας είναι μια κόκκινη καρδούλα, να συμπυκνώνει την τιμή και την αγάπη των φίλων, ένα ευχαριστώ αλληλοκατανόησης όσων υποφέρουμε, όσων νομίζουμε πως δεν συμβάλλουμε στη βία του κόσμου. Είμαστε όλοι παιδιά της φύσης, - όχι όλοι, το μόνο χρέος μας να προστατεύουμε κάθε άνθρωπο, κάθε ζώο, κάθε φυσικό ον, τα πουλιά και τη θάλασσα. Ο κόσμος βρίσκεται σε επικίνδυνη στροφή, το φυσικό του μέλλον αργοπεθαίνει, η βία τρομάζει. Οι συνεργοί πανηγυρίζουν για την ιλιγγιώδη ταχύτητα της καταστροφής, μετά προσφέρουν ένα πιάτο φαΐ ανήμερα τα Χριστούγεννα, να εξιλεωθούν στα μάτια της φτώχειας, της πείνας, της αδικίας, της ανεργίας και το κακό συναπάντημα της αθλιότητας. Φαίνεται στις οθόνες, πως τις υπόλοιπες μέρες δεν υπάρχουν άστεγοι, ούτε θάνατος.  Ω τι συγκίνηση, ω τι ανθρωπιά! Καμία ευχή δεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή, όταν δεν γίνεται η ίδια ζωή για όλους.

 Ότι σπείρουμε θα θερίσουμε, έλεγαν οι παλιοί. Αυτό ισχύει, αρακά έσπειρα, αρακάς φύτρωσε. Μόνο που ο αρακάς δεν είναι ευχή, θέλει πολύ δουλειά και σύμμαχο τη φύση. Ούτε πολιτική φλυαρία των ανομολόγητων.

24 Δεκ 2020

Η φάτνη

Χιόνισε τη νύχτα, μέχρι το γόνατο. Μια μικρή διαδρομή να φτάσουμε στη μάντρα. Μπροστά ο πατέρας με την κάπα, πίσω εγώ. Αχάραγα αρμέγαμε τα πρόβατα, ο Αλέκος περίμενε. Το καλύβι του ήταν δίπλα στην πέτρινη μάντρα. Το χιόνι ανέμιζε τώρα, το κρύο περόνιαζε. Όταν φτάσαμε είδα τη φάτνη, δια χειρός του τσοπάνη. Τρία πουρναρόξυλα δεμένα στην κορυφή, μια κουρελού για σκεπή, άχυρο στο πάτωμα, ξυλόγλυπτη η Παναγία κι ο μικρός Χριστός, συρμάτινοι οι μάγοι με τα δώρα. Θρήσκος, πότης, γυναικάς, ταλαντούχος ζωγράφος, ο Αλέκος. Όλες οι πέτρες του βουνού ήταν ζωγραφισμένες, δια χειρός τσοπάνη, υπέγραφε.   Ξημέρωνε Χριστούγεννα, τα πρόβατα βέλαζαν, οι καμπάνα του χωριού χτυπούσε. Ο Αλέκος άναψε φωτιά με στεγνά πουρνάρια, η φάτνη έλαμπε φως.  Είπαμε χρόνια πολλά και άρχισε το άρμεγμα. Ζώα και άνθρωποι γιορτάζαμε. Ακόμα μ' εκείνη τη φάτνη γιορτάζω.

23 Δεκ 2020

Σίγουρη επένδυση

Διαβάζω καταθλιπτικά κείμενα, συναντώ εμένα. 

Ακούω ειδήσεις, τρομάζω τη λογική των σαλονιών. 

Ναρκωτικά, όπλα, σκάνδαλα, εμπόριο σάρκας, επενδύσεις σε καζίνα, πόνος για τα ρεβεγιόν των πλουσίων.  Μια υπέρκομψη κυρία αγωνιά για το ντύσιμο της Πρωτοχρονιάς. Ένας ανέμελος άνθρωπος φλυαρεί δίχως να πει μια πρόταση ζωής. Έστω μια λέξη, να τη θυμάμαι. Φρου φρου κι αρώματα η εξάρτηση με ότι γυαλίζει. Πανάκριβο χόμπυ να το φτάσουν οι ακόλουθοι. Αγώνας  ζωής. Οι περισσότεροι δεν προλαβαίνουν. Πεθαίνουν με τον ξερό μισθό τους. 

Ανασαίνω τη μοναξιά μου, βαθύ πηγάδι. Ο ήλιος απλώνεται στο χωράφι, ζω ακόμα. Ο σκύλος έφαγε και λαγοκοιμάται. Ένας ποιητής γράφει ποιήματα, το  μεσημέρι των Χριστουγέννων θα τ' απαγγείλει στην παρέα του. Όλοι θα χειροκροτήσουν. Ο κόσμος βέβαια δεν θα αλλάξει ξαφνικά, αλλά ίσως μια μέρα, όταν τα ποιήματα κατακτήσουν τη γη. 

Μετά όλοι θα ευχηθούνε να περάσει αυτός ο ιός, να επανέλθουμε στην άριστη κανονικότητα, ο καθένας να πάει εκεί που ανήκει. Ο άστεγος στο χαρτοκούτι του, ο πλούσιος στη Μύκονο, ο εργαζόμενος να πληρώσει το κομμένο ρεύμα, ο άνεργος στην κατάθλιψη, ο έχων βόλτα στο Harrods, ο Ψαριανός στην Ελληνική λύση, τα κανάλια να ασχοληθούν ξανα με τους χολυγουντιανούς αστέρες, το χρηματιστήριο να κάνει τσιχλόφουσκες, η Κεραμέως να φορέσει τα καλά της, ο Πρωθυπουργός να πανηγυρίζει πως νίκησε ακόμα και τον κορονοιο. Επιτέλους θα μπορω να κάνω κι εγώ την επένδυση στα μινκ που σχεδίαζα, οι κυρίες δεν θα πάψουν ποτέ να φοράνε γούνα. Σίγουρη επένδυση.

21 Δεκ 2020

Καλά Χριστούγεννα

Σήμερα στόλισα το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Άργησα;  Ούτε κατάστημα της αγοράς είμαι, ούτε σαλόνι για ρεβεγιόν, είμαι μόνο ένα ταπεινό χωράφι. Ταπεινός και ο στολισμός του κυπαρισσιού της Αριζόνας, που μεγαλώνουν τα σπλάχνα μου.

Από ανατολικά κρέμασα την ελπίδα, τη ζωή και τον έρωτα, από δυτικά τη νοσταλγία της νιότης, την αγάπη και το θάνατο. Στο νότο ένα ποίημα του Καββαδία, ένα υγρό τραγούδι κι ένα παλιό μου διήγημα, που βρήκα στην αποθήκη των παιδικών μου χρόνων. Στο βορρά κρέμασα τη σημερινή μουντή μέρα, ένα παγωμένο κρύσταλο της μνήμης κι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα απ' αυτά που ευδοκιμούν στα μέρη του. Είχα πάρει μαζί μου και λέξεις που ξεχώρισαν τη χρονιά που πέρασε, τις πέταξα όλες, δεν θέλω να τις θυμάμαι. Ούτε επικαιρότητα, ούτε εν το πολλώ το ευ.

Μετά το ράντισα με χαλκό, πιο μπλέ απ' τον ουρανό, να ξεχωρίζει τις καθαρές μέρες του χειμώνα, να θυμίζει το χρώμα της θάλασσας.

Πάνω πάνω, έβαλα τη μορφή σου.

Καλά Χριστούγεννα.

17 Δεκ 2020

Το τρυφερό σου δέρμα

Στη μέση του χωραφιού, χορεύω τα ανεκπλήρωτα όνειρα, μεθώ την πνοή μου στα σύννεφα, νεκρή φύση ο χειμώνας μου. Μετά ξαπλώνω στο χώμα, φυτεύω το χέρι μου ανάμεσα στα γυμνά δέντρα, τα δαχτυλά μου θα γίνουν κλαδιά την Άνοιξη, τρυφερά φύλλα κι άνθη. Να δροσίζεται στη σκιά μου, το τρυφερό σου δέρμα. Το καλοκαίρι.

Δέντρα και άνθρωποι περπατάνε μαζί, στο φθινόπωρο της ζωής μας.


Δύο μέρες μετά,13/12/2020


Υ. Γ. Σήμερα είδα την ανάρτηση της φίλης Δημητρα Λεχουριτη  και τι σύμπτωση η φωτογραφία.. Την προσθέτω και την ευχαριστώ. 




Το ψηλότερο δέντρο στην Ουαλία, είχε καταστραφεί από μια καταιγίδα κι έπρεπε να κοπεί. Ο καλλιτέχνης Simon O' Rourke όμως είχε διαφορετική γνώμη και με ένα αλυσοπρίονο, συμβόλισε  την προσπάθειά του να φτάσει στον ουρανό!



11 Δεκ 2020

Ένα δειλινό

Τούτη η ώρα που πάει στο δειλινό, τούτη η ώρα που αχνοφέγγει το φώς, να παραδώσει στη νύχτα, οι εργάτες ξεπλένουν τον ιδρώτα της μέρας, ψηλά γυμνά δέντρα ζωγραφίζουν τη φύση του χειμώνα, εδώ κι εκεί ανάβουν ζεστά φώτα στα χαμηλά σπίτια του κάμπου. Ω, τι όμορφη τούτη η εικόνα της επιστροφής, μετά από μια γεμάτη μέρα δουλειάς, καπνίζουν τα τζάκια, τα σκυλιά γαυγίζουν, ένα λεπτό σύννεφο μακριά, πολύ μακριά γίνεται σκάλα, κάποιος να ανάψει το φεγγάρι.

Ένα άγγιγμα της γυναίκας, ένα τραγουδι του νόστου, ένα βιβλίο που εξιστορεί όσα δεν έζησες. Και όσα έζησες γίνονται γλυκός ψίθυρος στη μνήμη άλλης εποχής.

Τόση ομορφιά που να τη χωρέσω, τόση ασχήμια που να την ξεφορτωθώ. Τόσο φως, τόσο σκοτάδι. 

Ένα φως στο σκοτάδι μου είσαι κι εσύ, καντήλι τα μάτια σου, στην ψυχή μου.

10 Δεκ 2020

Οδός Ουτοπίας

Αυτός ο χωματόδρομος είναι ο δρόμος μου. Οι λιγοστοί διαβάτες του είναι άνθρωποι απλοί, χαμογελάνε, χαιρετάνε και πάνε για τα χωράφια τους.

Ανώνυμος και σιωπηλός, με περιμένει πάντα. Εγώ τον ονόμασα Οδός Ουτοπίας, ξεκινάει  απ' την άσφαλτο και φτάνει στο χωράφι μου.

Στις άκρες του  λεύκες και πλατάνια, ιτιές και σφένταμοι πιάνουν κουβέντα μαζί του, ακούω τους ψιθύρους τις καλές μέρες,  αναφιλητά και κλάματα, όταν φυσάει και βρέχει. Είναι μια ευθεία, χωρίς παγίδες και  περιστροφές, ένας ειλικρινής δρόμος.

Βρέχει σήμερα απαλά, χειμωνιάτικα, δεν είναι μέρα για δουλειά, έπιασα κουβέντα μαζί του. Παλιά, μου είπε, είχε μια λακούβα και γέμιζε βροχόνερο, όταν ξαστέρωνε μιλούσε με το φεγγάρι, ερχόταν να πιεί νερό, ήταν γεμάτες οι νύχτες του. Τη μέρα έπαιζε με τις αχτίδες του ήλιου, ένας καθρέφτης του δρόμου. Μου μίλησε για τα βήματα των πεζών και την ταχύτητα των αυτοκινήτων, για τα πουλιά που δεν κελαηδούν τον χειμώνα, τα γυμνά κλαριά των δέντρων, πόσο απαλά κόβει βόλτες η γάτα του Λάμπρου και την πονηριά της αλεπούς. Του αρέσει η άνοιξη, τότε νοιώθει ερωτευμένος  με τα τρυφερά φύλλα των δέντρων. Τότε είναι η Οδός Ερωτευμένων. Τότε φυτρώνει και το δικό του χορτάρι. Καταμεσίς. Δεν θα ήθελε ποτέ να γίνει άσφαλτος, ένας δρόμος χωρίς ανάσα, καταδικασμένος στη βία της ταχύτητας.

" Ήθελα να παίζουν παιδιά, να ακούω τις φωνές τους, ζηλεύω την αλάνα του χωριού. Βλέπω όμως εσαεί τον Κόζιακα κι αυτό είναι προνόμιο μεγάλο".

Ο δρόμος μου μίλαγε, εγώ τον άκουγα, η βροχή δυνάμωνε. Μαζί και η φιλία μας.