23 Μαρ 2021

Καμιά χάρη για απελευθέρωση δεν έχει;

Υγρή, χειμωνιάτικη μέρα στην αρχή της άνοιξης, αντιπαλεύουν τα μικρά φύλλα των δέντρων με τη βροχή και το κρύο.Φυσάει  παγωμένες ειδήσεις, καίνε τα κρούσματα, παραμονεύει ο θάνατος.

Ακατανόητες ειδήσεις προκαλούν οργή και θυμό. Δεν είχανε λεφτά λέει να  προσλάβουν γιατρούς, μόνο για μπάτσους έφτασαν. Και τώρα;  Τώρα  η ζωή κι ο θάνατος είναι θέμα στατιστικής. Βέβαια πάντα οι άνθρωποι, ψυχροί αριθμοί ήταν για την εξουσία.

Ψάχνει ο άνθρωπος κάπου να ακουμπήσει, στη χώρα του, στο θεό, στην επιστήμη;

 Η χώρα δεν μπορεί, ο θεός δεν φαίνεται να νοιάζεται, η επιστήμη τι λέει; 

"Δεν πιστεύω τίποτα δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος"  Ο Καζαντζάκης πατούσε καλά στα πόδια του, όταν το 'γραφε. Η κοινωνία όμως χωρίς πίστη, δίχως όραμα, σακατεμένη, βαδίζει στα τυφλά. Είναι υπόδουλη ενός μονάρχη που δεν ακούει κανέναν. Μεθαύριο θα γιορτάσουμε την απελευθέρωση από τους Τούρκους, δυο φορές έκλεισαν στη φυλακή τον Γέρο του Μωριά, του έδωσαν χάρη, λέει, μετά.

Καμιά χάρη, για τωρινή απελευθέρωση δεν έχει;

20 Μαρ 2021

Το "όλοι μαζί" της εξουσίας

Έγραφε ανέμελα για την ομορφιά της φύσης, για τις αρετές των ανθρώπων, για μακρινά ταξίδια του νου και της καρδιάς. Δίπλα του πέθαιναν άνθρωποι, από πείνα, από αρρώστιες της βίας και της εξουσίας, από ιούς και λιμούς, οι πόλεις φλέγονταν από διαδηλώσεις και οδοφράγματα. Αυτός στον ασφαλή κόσμο του σταθερού μισθού, της απάθειας του είναι του. Ούτε μια λέξη δεν έβρισκε να πει για τον βραδύ θάνατο της χώρας του, βέβαια προσεύχονταν για το καλό όλων, για χάρη της πατρίδας και της υστεροφημίας του. Θα ήταν ένας καλός γραφιάς, ένας άκακος άνθρωπος, κοίταγε πάντα το συμφέρον του, τα γραπτά όταν έχουν ακίδες αποκλείουν τους μισούς αναγνώστες.

Η χώρα χρόνια βολόδερνε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μαζεύτηκαν πολλά με τα χρόνια.

"Επαναστάτησε" τη μέρα που του έκοψαν την σύνταξη. Ο μεγάλος σεισμός ήρθε και ισοπέδωσε ότι απέμεινε από τη λεηλασία των χρόνων. Απόλυτη χρεοκοπία. Ως τότε υπήρχαν οι πλούσιοι και οι φτωχοί, οι βολεμένοι και οι αβόλευτοι. Τώρα το απόλυτο χάος, ήταν η πρώτη φορά που απέκτησε νόημα το "όλοι μαζί", για χρόνια ήταν η καραμέλα της εξουσίας να ρίχνει στάχτη στα μάτια του λαού.

Όλα απ' την αρχή, όλα τώρα για όσους απέμειναν ζωντανοί ήταν στο μηδέν.

Ο κόσμος συμμαζεύονταν στις πλατείες, προσπαθούσε να ξαναπλάσει τον κόσμο. Άμεση Δημοκρατία, έλεγαν. Τότε ξετρύπωσε κι αυτός, δεν είχε κι άλλη επιλογή.

16 Μαρ 2021

Η αβέβαιη μέρα

Γιατί ένας άοπλος νέος ρίχνεται στον πόλεμο με την πάνοπλη εξουσία; Γιατί οδηγείται στα ναρκωτικά και στο περιθώριο; Γιατί οι νέοι αμφισβητούν τούτη την κοινωνία που γεννήθηκαν; 

Ποιός κλείνει τον δρόμο της ελευθερίας, ποιός  βάζει τρικλοποδιές στη ζωή τους;  Πόση απόγνωση σε φτάνει στην αυτοκτονία;

Τόσα κι άλλα τόσα βούιζαν στο μυαλό του, αυτός στο αναπαυτικό κρεβάτι του και ο άστεγος στο υπόγειο της πλατείας. Αυτός χορτασμένος, ένα παιδί πεινάει.

Τρεις τα ξημερώματα,  δεν τον έπιανε ύπνος, σηκώθηκε, βγήκε στο μπαλκόνι, άναψε τσιγάρο. Το εσβησε μισό. Κι αυτό σκοτώνει, όπως τα σκοτωμένα όνειρα της γεννιάς του, το πήρε ο αέρας. Πως αφήσαμε τόσα χρόνια χαμένα, πως φτάσαμε πάλι εκεί που ξεκινήσαμε; Η χούντα έπεσε, το όνειρο έλαμπε, ήταν τα καλύτερα χρόνια. Όνειρο, έρωτας, επανάσταση. Ήλιος, θάλασσα, εύφορη γη, ιστορία και πολιτισμός.

Πού πήγαν όλα αυτά, γιατί οι νέοι φεύγουν αλλού, τι να τους πεις για την οικογένεια που κυβερνάει τη χώρα και να σ' ακούσουν;   Πως να τους πεις για Δημοκρατία, όταν ο Πρωθυπουργός καταδικάζει τη φωνή τους στα κοινωνικά δίκτυα της εποχής μας; Για φαντάσου τον νέο να ενημερώνεται απ' τα εξαγορασμένα κανάλια της προπαγάνδας! 

Η νύχτα μύριζε άνοιξη,  η δικιά του χειμώνα. 

Πήρε απ' τη βιβλιοθήκη τον μικρό πρίγκηπα, έψαξε πάλι εκείνη τη φράση, "μόνο με την καρδιά βλέπουμε καλά, τα μάτια δεν βλέπουν την ουσία". Τον είχε σημαδέψει όταν ήταν μικρός.

Η νύχτα έπαιζε ανάμεσα στο  είναι και το φαίνεσθαι.

Το πρωί, κουρασμένο πια, τον πήρε ο ύπνος, πετάχτηκε στον πρώτο εφιάλτη. Ήταν το τέρας της αβέβαιης μέρας.

8 Μαρ 2021

Το ξύλο φάρμακοο για τον ιό

Το πρωί με υποδέχονται κουνώντας την ουρά τους, τρέχοντας γύρω μου, μες την τρελή χαρά. Το βράδυ το μεγάλο με ακολουθεί, μέχρι να χαθώ στην άσφαλτο. Πάντα στο πλάϊ. Το χτεσινό βράδυ όμως, έμπαινε μπροστά στο αυτοκίνητο, δεν μ' άφηνε να φύγω. Γαύγιζε κλαίγοντας, έπεφτε πάνω στις ρόδες, με κοίταγε κατάματα. Έφυγα.

Μετά διάβασα πως το σκυλί γαύγιζε δυνατά, παράξενα, ικετεύοντας, πετάχτηκαν όλοι έξω, ήταν λίγο πριν το σεισμό, το σπίτι έπεσε, οι άνθρωποι σώθηκαν. Η διαίσθηση του σκύλου, έλεγε το ρεπορτάζ.

Τώρα κοιμούνται δίπλα μου, ανασαίνουν τα κορμιά τους στην ανοιξιάτικη μέρα. Η μάνα και το παιδί της.  Με το μικρό κούνημα ξυπνάνε, δίνω το χέρι μου στο μικρό, μου δίνει το αριστερό χέρι του, της καρδιάς.

Ήταν ένα δύσκολο βράδυ χτες, θύμιζε άλλες εποχές. Οι ειδήσεις ήταν κεραυνοί, φώναζαν, τι κοιτάτε ρε, πόσο ακόμα; 

Το σώμα μου μελάνιασε, με χτυπούσαν απανωτά, μη με βαράτε, αφήστε με, τολμησες να μιλήσεις τσογλάνι, θα σου σπάσω τα κόκαλα, αφήστε με, τι με βαράτε ρε;  Ήταν μια εφιαλτική νύχτα, η χώρα μου πόνεσε, αφήστε τον ρε, τον σαπίσατε στο ξύλο, γιατί, την άνοιξη ήρθε να συναντήσει στο πάρκο, τσιμέντο να γίνετε.

Το πρωί πιο νηφάλιος, ηρέμησα κάπως, όταν άκουσα τη δήλωση της κυβέρνησης, θα ρίξουν όσο ξύλο χρειάζεται μέχρι να πέσουν τα κρούσματα, λέει..

Ε, αν είναι να πέσουν βαράτε κι άλλο, είπα.

Ο σκύλος πάντως κέρδισε την εμπιστοσύνη μου. Εγώ δεν τον πρόσεξα χτες βράδυ.