29 Απρ 2018

Παράδοξο ταξίδι


Άτολμο και παράδοξο ετούτο το ταξίδι. Σαν τις γραμμές του τραίνου που ξέρεις τον προορισμό. Ολόκληρη η ανθρωπότητα σ' ένα σαπιοκάραβο καταμεσής στον ωκεανό. Ένας παλιός κόσμος,αιώνες τώρα, αναζητεί ένα καινούριο. Συσκέπτονται στο διηνεκές οι καπετάνιοι. Πάνω στα πτώματα παιδιών που δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Πάνω σε ανάπηρα σώματα και ακρωτηριασμένα μυαλά, πεθαίνουν οι μέλισσες. Ένα μεγάλο παγόβουνο προειδοποιεί. Δεν ακούει κανείς τη σειρήνα της γης. Πεθαίνουν οι φάλαινες, τα στομάχια δεν χώρεσαν άλλα πλαστικά. Οι δουλέμποροι τρίβουν τα χέρια τους, το χρηματιστήριο των ισχυρών πάει καλά. Οι φαρμακοκολοσοί γιατρεύουν τον πόνο, οι νόμοι στα μέτρα τους, η δικαιοσύνη κρατάει τα προσχήματα. Μια μπάλα κομμένη στα δυο η γη. 
Στοιχήθηκαν ο ένας πίσω απ' τον άλλον οι αφέντες, σαν πιόνια στο στρατό. Να μη φαίνεται κανείς. Κι άρχισαν πάλι την κουβέντα. Για όλμους και πυραύλους, για θρησκείες και για σύνορα. Κανείς δεν μιλάει για ειρήνη. Μόνο οι ευχές. 
Καημένη ανθρωπότητα μες το σαπιοκάραβο πεθαίνεις. Στα όνειρα μόνο μπορείς και ανασαίνεις. Άτολμο και παράδοξο ετούτο το ταξίδι.


29 Απριλίου 2018

28 Απρ 2018

Κάποιος έκοψε τον πλάτανο



Ο υπεραιωνόβιος πλάτανος πέθανε τα ξημερώματα. Κομμένος σύριζα, ορφάνεψε ο κάμπος. Απέμεινε μια μάζα λιανοκλάδια και φύλλα που θρηνούν. Τον γέννησε, τον έθρεψε και τον μεγάλωνε με στοργή η μάνα φύση. Τον σκότωσε ένας άνθρωπος μηχανή. Τώρα ένα ισοπεδωμένο τοπίο. Οι ανθρώπινες μηχανές ετοιμάζουν το μέλλον. Σίδηρο και μπετόν, θέλουν τις ζωές μας. Ένα μεγάλο εργοστάσιο όπλων κτίζεται πάνω στη γη. Λες και δεν αρκούν όσα υπάρχουν. Δουλεύει και ζει ο μισός πληθυσμός, λένε. Για να σκοτώνει τους άλλους μισούς, λέμε.
Κάποιος έκοψε τον πλάτανο. Να εκδικηθεί τη φύση. Ένα δέντρο που δεν καρπίζει ευρώ, είναι άχρηστο, είπε. Αυτός ο άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο απ' τα υπόλοιπα όντα. Τον είδα μια μέρα με το όπλο του,να σκοτώνει πουλιά που κελαηδούσαν στα κλωνάρια του πλάτανου. Άλλη μια μέρα έριχνε ένα δηλητήριο -round up, να μη ξαναπρασινίσει χορτάρι, έλεγε.
Αυτόν τον άνθρωπο τον ξέρω. Αυτός έκοψε την νύχτα που πέρασε τον πλάτανο. Οι πύραυλοι την νύχτα βομβαρδίζουν τους αθώους. Ο πλάτανος ήταν ένας αθώος ρομαντικός. Ήξερε μόνο να διηγείται ιστορίες στους ανθρώπους που κάθονταν στον βαθύ ίσκιο του να ξεκουραστούν.
Ο πλάτανος ήταν αθώος. Έπρεπε να πεθάνει. Τον σκότωσαν. Δεν είναι που κλαίω για τα καυτά μεσημέρια που θάρθουν, την απουσία του που πρέπει να συνηθίσω, έμεινε ο κάμπος αδειανός. Χωρίς ιστορία.
Και ακόμα χειρότερα.είναι που αυτόν τον άνθρωπο τον ξέρω. Και φοβάμαι.

28 Απριλίου 2018

26 Απρ 2018

Το ελάχιστο


Σαν θεία μουσική ο ήχος του νερού το καταμεσήμερο. Μες τα χορτάρια περνάει η σωλήνα, δίνει νερό στις διψασμένες καλιέργειες του μόχθου των αγροτών. Αυτό το ελάχιστο συντριβάνι, από μια απειροελάχιστη τρυπούλα της σωλήνας, είναι που με λύτρωσε σήμερα. Μακριά δουλεύουν τα μπεκ του άβροχου Απρίλη. Εγώ όμως ακούω και βλέπω μόνο αυτόν τον μικρό πίδακα. Αρμονικό, μικρό φτερούγισμα. Δροσερό σφύριγμα στην καρδιά του Θεσσαλικού κάμπου. Η γοητεία του ελάχιστου.
Ο ήλιος καίει, το χώμα γίνεται άοσμη πέτρα. Το νερό κάνει την πέτρα μυρωδάτο χώμα. Οι παπαρούνες κατακόκινες στην άκρη των χωραφιών προσεύχονται με ανοιχτά πέταλα.
Καθαρίζω τα χορτάρια, το νερό γίνεται χρυσή βροχή. Την αφήνω να πέσει πάνω μου. Γίνομαι μούσκεμα από χαρά. Πάω στη μέση του χωραφιού και ξαπλώνω καταγής. Νερό, ήλιος, χώμα και σώμα, γίνονται ένα. Ο πόνος της ματαιότητας έγινε φυσική χαρά. Αφήνω μια σαύρα να περπατάει πάνω μου. Με κοιτάει και με ρωτάει που κρύβεται τόση χαρά.
Ο πόνος τη γεννάει, της είπα. Κι αποκοιμήθηκα.




26 Απριλίου 2014

24 Απρ 2018

Ο έλατος


Στην άκρη του χωραφιού φυτρώνουν κάθε άνοιξη φτέρες. Να το στολίζουν ορεινά. Είναι τόσο όμορφο το πράσινο χρώμα τους, που μου κλέβουν τα μάτια. Και το χρόνο. Δεν είναι ότι πιό χρήσιμο να κοιτάς μια καταπράσινη θάλασσα από φτέρες. Ειδικά φέτος που έβαλα σκοπό να γίνω πλούσιος σπέρνοντας μαιδανό. Ο μαιδανός είναι το πιο διάσημο φυτό στην Ελλάδα. Θυμάμαι όταν μπήκαμε στο ευρώ, όλοι για τον μαιδανό μιλούσαμε. Πολλαπλασιάστηκε η τιμή του. Μετά βέβαια κι όλα τ' άλλα. Όταν κάνω λογαριασμό ζαλίζομαι με το πόσες χιλιάδες ματσάκια μαιδανό πρέπει να πουλήσω για να αγοράσω ένα αγροτικό αυτοκίνητο. Μετά σκέφτομαι πως έχω κι άλλες ανάγκες. Ας πούμε ένα ζευγάρι καινούρια παπούτσια, να τα φοράω όταν καμιά φορά πάω στην πόλη. Απογοητεύομαι οικτρά απ' αυτά τα όνειρα. Και κάνω άλλα. Άυλα. Κοιτώντας τις φτέρες.
Όπως τις βλέπω κατά μήκος του χωραφιού, τις κάνω μια νοητή γραμμή, ευτυχώς μ' απέμεινε ακόμα λίγη φαντασία και ξαφνικά βρίσκομαι στη Μαλόραχη. Η Μαλόραχη είναι γεμάτη φτέρες. Για να κρύβονται οι πέρδικες, έλεγε ο μπαμπάς όταν ήμουν μικρός.
Εκεί υπάρχει ο ένας και μοναδικός έλατος. Αιωνόβιος, τεράστιος, περήφανος, συνομιλεί με το θεό. Ο πιο διάσημος έλατος που έχω συναντήσει. Καμιά σχέση με την διασημότητα του μαιδανού. Ξαπλώνω στο τσαρδάκι που έχει εκεί ο τσοπάνος και νοιώθω βασιλιάς των ονείρων.
Πόσο μακριά είναι από εκεί πάνω, οι μαιδανοί και οι γλάστρες της πόλης!



24  Απριλίου 2018

22 Απρ 2018

Η Άνοιξη


"Να πατάς χώμα, να κοιτάς ουρανό. Να αγαπάς τα βουνά και τις θάλασσες, να καρτεράς τα πουλιά στην αγκαλιά σου, με τα δέντρα να πετάς. Να παίζεις με τα σκυλιά και τα έντομα, ν' ανασαίνεις μες τ' όνειρο της γης. Να δακρύζεις με το φύσημα του αέρα, να κλαις με τη βροχή, με τα σύννεφα να γελάς. Τις Κυριακές τα πρωινά να γιορτάζεις ότι ζει. Μη πονάς για ότι πέθανε, αρκεί να πρόλαβε να ζήσει."
Ερχόταν από μακριά αυτή η φωνή, μου μιλούσε λες και είμαι παιδί. Πότε δυνάμωνε και με μάλωνε, πότε ψιθύριζε τρυφερά και με χάιδευε.
"Να μην ξοδεύεσαι σε ανθρώπινες λογικές, αυτές κατέστρεψαν την ψυχή, μη γίνεσαι μάζα, o κάθε δικός μου ζωντανός οργανισμός είναι μοναδικός. Κι εσύ είσαι κομμάτι μου. Μη χάνεσαι στην άσφαλτο του πολέμου. Να θυμάσαι ότι ζεις ένα θαύμα"......
Κοίταξα δϊπλα μου, μακριά τον ορίζοντα, πάνω το γαλάζιο ουρανό, τα φανερά και τα κρυμμένα. Δεν έβλεπα τίποτα άλλο. Μόνο την Άνοιξη.



22 Απριλίου 2018

20 Απρ 2018

H γιαγιά Ρηνούλα


Κάθεται στο κεφαλόσκαλο του πέτρινου σπιτιού και αγναντεύει τον ασπροπόταμο. Ακούει τη γαργαριστή βουή του πάνω από εκατό χρόνια. Στεγνωμένη απ' τα δύσκολα χρόνια της, δεν παραπονιέται για τη ζωή που έζησε. Λάμπουν τα πράσινα μάτια της όταν μιλάει για τα παιδιά της, τα εγγόνια και τα δισέγγονα που γέμισαν τη ζωή της. Σκύβει θλιμένα το κεφάλι και αναφέρει τον άντρα της, σαν να ζει. Ήταν ψηλή, αγέρωχη, όμορφη στα νιάτα της. Τα λουλουδάτα φουστάνια και ο κότσος στα μαλιά, η περπατησιά και το χαμόγελο, την έκαναν μισή γυναίκα και μισή θεά. Με τον Αντρέα, τους καμάρωνε όλο το χωριό. Επτά παιδιά μεγάλωσε και δύο της τα πήρε ο χάρος. Σε δύσκολα χρόνια. Είδε τους Γερμανούς να καίνε το χωριό και αδελφό να σκοτώνει αδελφό, στον εμφύλιο. "Εμένα οι αντάρτες δεν με πείραξαν. Τους έδινα ψωμί και τυρί και έφευγαν. Ζούσαμε με τον φόβο, εκείνα τα πέτρινα χρόνια. Αλλά είχαμε ελπίδα. Να ζησουμε. Να ειρηνέψει ο τόπος. Είχαμε τα πρόβατα, τις κότες, είχαμε κάτω στις λογγιές τους κήπους και τ'αμπέλια. Δεν μας έλειπε τίποτα. Ήμασταν ευτυχισμένοι. Γέμιζε το σπίτι φωνές κι αγάπη. Και ήμασταν δίκαιοι, τα μοιραζόμασταν όλα"
Η γιαγιά Ρηνούλα έκανε ελληνικό καφέ και έφερε γλυκό καρύδι. Και συνέχισε να μιλάει.
" Διαβάζω κι ακούω, πως ο κόσμος στις πόλεις τώρα έχει πολλά προβλήματα. Τι σόι πολιτισμός είναι αυτός; Τα έγραφε ο Όργουελ σ' ένα βιβλίο που διάβασα πριν χρόνια. Τι βαρβαρότητα είναι τούτη σήμερα;"
-Εσύ που τον ξέρεις τον Όργουελ γιαγιά;
- Εγώ παιδιά μου, έμαθα να διαβαζω στα εξήντα μου. Μόνη μου. Ήθελα τόσο πολύ να δω τι γράφουν τα βιβλία. Από τότε διαβασα αρκετά. Κι εκείνο το χοντρό ενός Ιταλού, "Το όνομα του ρόδου". Κάθε φορά που κατεβαίναμε με τον Αντρέα στα Τρίκαλα αγόραζα κι ένα βιβλίο. Τώρα δεν βλέπω καλά, κουράζομαι".
Ακούγαμε και δεν μιλούσαμε. Μας έδειξε και τα βιβλία της. Μια γεμάτη βιβλιοθήκη.
Μας πήρε η νύχτα. Άναψαν τ' αστέρια. Ανάμεσα σ' αυτά, ένα ξεχώριζε. Η γιαγιά Ρηνούλα.



20 Απριλίου 2018

17 Απρ 2018

Η σκεπτόμενη Άνθρωπος


Όλη μέρα διάβαζε κι έγραφε. Το ηλιοβασίλεμα ήταν κάθε μέρα στην αγαπημένη της πέτρα. Δίπλα στη θάλασσα. Αφιέρωνε αυτή την ώρα μόνο να σκέπτεται. Και να φαντάζεται μακρινές εικόνες, πέρα από τον ορίζοντα του πεπρωμένου. Ζωγράφιζε κύκλους στην άμμο. Παράλληλους. Στο κέντρο ο Άνθρωπος. Δέχεται και εκπέμπει. Μετά έβαζε τον αγκώνα της στο πόδι και την παλάμι της στο σαγόνι. Σαν τον Σκεπτόμενο του Ροντέν.
Στη τσάντα της είχε πάντα "το βιβλίο της ανησυχίας" του Πεσσόα. Πεπερασμένο ημερολόγιο η ζωή. Χρυσές ελιές, χρυσή θάλασσα, τούτο το ανοιξιάτικο βράδυ.
Έτσι ξαφνικα πέταξε τη ζακέτα που είχε στους ώμους. Το σκέφτηκε δευτερόλεπτα. Μέσα Απρίλη. Η πολλή σκέψη κουράζει.
Έβγαλε όλα τα ρούχα της και έπεσε στη θάλασσα.
Τη βλέπω μακριά στη θάλασσα να παίζει μ' ένα δελφίνι. Μισή στο θαλασσινό νερό, μισή στο χρυσαφένιο ηλιοβασίλεμα.



17 Απριλίου 2018

16 Απρ 2018

Η Pax έφυγε


" Όποιος έναν άνθρωπο σκοτώνει, είναι ο ίδιος προ πολλού σκοτωμένος".
Και συνέχισε να με κοιτά στα μάτια. Σιώπαινα, ντράπηκα για το ανθρώπινο είδος.
" Όποιος σκοτώνει ένα ζώο, ένα πουλί, ένα έμψυχο ον, ποτέ του δεν αγάπησε. Συμπεριφέρεστε στη φύση λες και σας ανήκει. Ζήτε σαν να είσαστε αθάνατοι, καταστρέφοντας τα πάντα στο λιγοστό χρόνο ζωής σας. Γεμίσατε με χημικά δηλητήρια τον Θεσσαλικό κάμπο, μολύνατε τα ποτάμια και τις θάλασσες. Φτιάξατε απάνθρωπες πόλεις με άσφαλτο και τσιμέντο, με σπίτια φυλακές. Ίδιοι με τις μηχανές που φτιάχνετε γίνατε. Αναίσθητοι"
Σιώπαινα, τι να πω;
Η Pax τα έλεγε σοβαρά, ούτε μια φορά δεν κούνησε την ουρά της.
" Υπερασπίζεστε ένα σύστημα που γεννάει όλα τα κακά. Προπληρωμένη η δημοκρατία σας. Ανθρωπάκια δούλοι του χρήματος. Όλα αρχίζουν και τελειώνουν εκεί. Δουλεύετε για τον πόλεμο, επικαλούμενοι την ειρήνη. Και αν εσείς είστε αυτοκαταστροφικοί την πληρώνει όλο το φυτικό και ζωικό βασίλειο της γης. Μιλάτε για μέλλον. Ποιό μέλλον;"
Η Pax δεν στόλιζε τα λόγια της σαν τους ποιητές.
" Πάω ξανά στο βουνό, μέσα στη φύση" είπε. Κι έφυγε με αργά βήματα. Ούτε με χαιρέτησε.
Την είδα μόνο στο βάθος του χωματόδρομου να κουνάει την ουρά της.


16 Απριλίου 2018

15 Απρ 2018

Έλα να παίξουμε



Έστρωσα το χωράφι πράσινο τριφύλλι. Σαν να 'τανε τραπέζι. Στη μέση φύτεψα τ' όνομά σου. Με κόκκινες παπαρούνες. Στα δέντρα τα πουλιά ξεκίνησαν τις άγιες νότες. Έδιωξα μακριά τον πόλεμο. Παραφυλάει τον έρωτά μας, έτοιμος να ρίξει το δηλητήριο. Τα σύννεφα παίζουν με τον ήλιο. Έλα κι εσύ. Να παίξουμε φιλιά. Να προλάβουμε την ειρήνη.




15 Απριλίου 2018

13 Απρ 2018

Επιλογές


Ανοιξιάτικη άχνα τυλίγει απαλά τον Κόζιακα. Τον λούζουν οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου. Τα αηδόνια κελαιδούν γλυκά, σαν να γιορτάζουν κάτι. Από μακριά το σφύριγμα του τραίνου. Βραδιάζει όμορφα απόψε η Άνοιξη. Όσοι απ' τα χαράματα καλλιεργούν τη γη νοιώθουν τη χαρά ακόμα μιας μέρας. Κάποιοι παίζουν με τα όπλα. Μοιραία αυτοί θρηνούν. Οι ήρωες είναι κρυμμένοι στη δημιουργία της ζωής.



13 Απριλίου 2018

12 Απρ 2018

Η Pax


Είδα την Pax να έρχεται από μακριά. Όπως τρέχουν κάτι άλογα σε πράσινα λειβάδια περισπούδαστων σκηνοθετών. Στην αρχή δεν τη γνώρισα. Όταν έφτασε κοντά μου σταμάτησε απότομα. Φορούσε ακόμα στο λαιμό εκείνη τη δεκάρα που της έδωσα όταν χωρίσαμε. Ύστερα άνοιξα την αγκαλιά μου, κρατήθηκε στο λαιμό μου χιλιάδες φιλιά. Μετά κυλιστήκαμε στο χώμα. Τα άκοπα νύχια της με γέμισαν γρατσουνιές. Το αίμα μου τρέχει ακόμα. Τώρα κοιταζόμαστε σαν αθλητές που μόλις τερμάτισαν μαραθώνιο.
Μόνο κοιταζόμαστε. Η Pax κουνάει την ουρά της.
Με την Pax γνωριστήκαμε στο βουνό, πολλά χρόνια πριν. Τότε που οι ξένοι κατακτητές άρχισαν να διαλύουν τη χώρα μας και τις ζωές μας. Πολλοί έφυγαν στο εξωτερικό να βρουν δουλειά επιβίωσης και άλλοι πήραν τα βουνά και τα λαγκάδια, όπως εγώ. Τότε ήταν ένα χάος η χώρα. Σήμερα άλλοι λένε ότι είναι μισό χάος και άλλοι πως είναι δυό φορές χάος. Τέλος πάντων το χάος είναι δουλειά των αστροφυσικών.
Με την Pax αγαπηθήκαμε. Όσο έμεινα αυτοεξόριστος στο βουνό. Μέρα νύχτα μαζί στα εύκολα και τα δύσκολα του βουνού.
Μετά εγώ έφυγα. Εκείνη γεννημένη ελεύθερη έμεινε.
-Πως με βρήκες τη ρώτησα;
-Όπως ο Κροάτης πελαργός βρίσκει, την ανήμπορη να ταξιδέψει χιλιόμετρα, πελαργίνα, κάθε άνοιξη, είπε.
-Πεινάς;
-Μετά απο τόσα μερόνυχτα δρόμο;
Ανοίξαμε την τσάντα και μοιραστήκαμε το φαί.
Ποιό έξυπνο, αλληλέγγυο, ειρηνικό σκυλί απ' την Pax δεν συνάντησα.

12 Απριλίου 2018

11 Απρ 2018

Οι πελαργοί


Πάνω στο παλιό υδραγωγείο του χωριού, έρχεται κάθε άνοιξη ένα ζευγάρι πελαργών. Από μακριά ακούω το πέταγμά τους. Πάω κοντά και βλέπω την αγάπη τους. Εκείνος την ταίζει στο στόμα. Εκείνη ζεσταίνει τα τρία παιδιά τους. Ύστερα αλλάζουν. Η πελαργίνα κάνει ένα μακρινό πέταγμα ευτυχίας. Εκείνος παίρνει τη θέση της, αγκαλιάζοντας τα παιδιά τους. Σηκώνουν και τα τρία μαζί το τρυφερό ράμφος στο θεό. Εκείνη γυρίζει μ' ένα κλαδί ελιάς στο στόμα της. Το εναποθέτει στο σπίτι τους. Η πατρίδα τους είναι το σπίτι τους. Και η αγάπη τους.
Κάποτε κάποιος τους πείραξε το σπίτι. Ο πελαργός του άνοιξε μια τρύπα στο κεφάλι. Οι συγχωριανοί του την έκλεισαν με μια τάπα κόκκινη. Ούτε στον γιατρό δεν τον πήγαν τον νοικοκύρη. Τώρα είναι ο τρελός του χωριού.
Η φωλιά των πελαργών είναι ιερή, κανείς δεν μπορεί να την αγγίξει.
Κάθε απόγευμα έρχονται βόλτα στο χωράφι. Πότε ο ένας πότε ο άλλος. Ποτέ δεν αφήνουν μόνα τα παιδιά. Εκείνα μόλις βγάλουν φτερά θα τα μαδήσουν να ζεσταίνουν τις νύχτες των γονιών. Οι πελαργοί πεθαίνουν ο ένας για τον άλλον. Γιαυτό πετάνε ψηλά.

11 Απριλίου 2018

10 Απρ 2018

Του μεσημεριού


Ανοίγουν τις πετσέτες με το φαί και στρώνουν καταγής το τραπέζι τους. Ζυμωτό ψωμί, ελιές και τυρί. Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και μια ευχή. Να είσαι γερός. Δεν έχουν καιρό για αρρώστια.
Κάτω απ' τον ίσκιο της λεύκας ακούς χωρατά και γέλια. Λένε για τα αγόρια τους που έγιναν άντρες. Κόρες που γέννησαν εγγόνια.
Πόσο απλή η ζωή και η ετυχία! Ένα χαμόγελο, ένα γέλιο, μια προσευχή. Ο κάμπος γιομίζει αγάπη.
Αλλού οι άνθρωποι φτιάχνουν όπλα, όπλα παντός καιρού, ντύνονται ετοιμοπόλεμοι με στολές παραλλαγής.Ετοιμοπόλεμοι. Γιομίζει μίσος το φαράγγι του κόσμου.
Οι άνθρωποι κάτω απ' τη λεύκα πίνουν την τελευταία γουλιά ο ένας απ' το ποτήρι του άλλου. Πιάνουν το τσαπί και το λισγάρι και ονειρεύονται έναν μικρό παράδεισο στη γη. Και δίνονται. Δίνονται σε ότι αγαπάνε.


10 Απριλίου 2018

9 Απρ 2018

Ο πλάτανος


Μοναχικός πανύψηλος πλάτανος, καταμεσής στον κάμπο των αισθήσεων. Δροσερό αεράκι τρεμοπαίζει τα φύλλα του. Ο ίσκιος του ιστορεί τραγούδια των προγόνων. "Στην αγκαλιά μου γέννησε μια μάνα το παιδί της και ήμουν τότε έφηβο κλαρί. Έμεινε δυό μέρες στο κορμί μου. Αγαπηθήκαμε. Ύστερα έφυγε δακρυσμένη. Έτσι ποτίστηκα, έτσι μεγάλωνα. Και με το κλάμα του παιδιού ψήλωσα"
Κάθε μεσημέρι, όταν με καίει ο ήλιος ακουμπάω πάνω του. Κι αυτός μου λέει ιστορίες. Απο ανθρώπους περαστικούς, από διαβατάρηκα πουλιά, από ζώα και θηρία. Κάποτε γίνεται τρυφερός, μου μιλάει για χαραυγές και ηλιοβασιλέματα, για ξάστερες νύχτες και για μεγάλους έρωτες.
Συνήθως δεν του μιλάω. Απολαμβάνω τον ίσκιο του. Τι να πεις μ' έναν πλάτανο;
Μια μέρα του είπα και τη δικιά μου ιστορία. Σαν των απλών ανθρώπων τις ιστορίες.
Κάποιες φορές τον βαριέμαι. Σήμερα τον φώναξα. Άσε μας ρε πλάτανε! Με τις ιστορίες των άλλων θα ζούμε.
Μετά τον προσκύνησα κι έφυγα.


9 Απριλίου 2018

6 Απρ 2018

Μ.Παρασκευή


Απάνω στον επιτάφιο κείτεται η μισή Ελλάδα. Η άλλη μισή χτυπάει τις καμπάνες. Για τη γιορτή του Πάσχα.
Ταπεινός, με ανθισμένα κρινάκια, παπαρούνες και ανεμώνες της Άνοιξης, ο επιταφιος των αθώων. Ονειρεύτηκαν έναν αλληλέγγυο κόσμο. Σταύρωσον αυτούς.
Οι Φαρισαίοι γιορτάζουν τις νίκες τους. Μεγαλοπρεπείς οι παραστάσεις. Οι στρατηγοί παρατάσουν τα πιόνια τους, οι διοικητές παιανίζουν εμβατήρια, τραπεζικοί μαύρα κοράκια καραδοκούν τα σπίτια των εσταυρωμένων. 
Θα περάσουν οι γιορτές. Χριστός Ανέστη για πενήντα μέρες οι συναλλαγές τους. Τσακίστε τους οι διαταγές τους.
Πάνω στον επιτάφιο η μισή Ελλαδα. Την καλούν να αναστηθεί, να σηκωθεί, οι γραμματείς. Σηκώνουν και αυτοί ένα φύλο χαρτί με διαταγές. Να πεινάσουν, να εξευτελιστούν, να υποκύψουν.
Ακούτε ακριβοπληρωμένοι δικαστές. Είναι όλοι οι εσταυρωμένοι ένοχοι. Καταδικάστε τους. Ήθελαν έναν καλύτερο κόσμο. Ισόβια δούλοι.
Πίσω απ' τα γραφεία τους ο μέγας εσταυρωμένος. Απόψε θα φορέσουν τα επίσημα αστέρια τους. Αύριο θα εύχονται Χριστός Ανέστη. Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι.
Μεγάλη Παρασκευή. Αστράφτει και βροντά. Έρχεται καταιγίδα.
Ποτέ τέτοια μέρα δεν άνοιγε στα δύο ο ουρανός.
Ήταν απλά θλιμμένος.


6 Απριλίου 2018

5 Απρ 2018

Οι ρυτίδες


Γεμάτος ρυτίδες, στο μέτωπο, δίπλα στα καθαρά του μάτια, στο λαιμό. Λεπτοκαμωμένος, είναι ολόκληρος μια ρυτίδα ή ένα νεύρο. Στη δύση της ζωής του ο μπάρμπα Στάθης, μένει μόνος του στο διπλανό περιβόλι. Από τότε που έχασε την γυναίκα του μένει εδώ. Σε μια καλύβα που έφτιαξε με καλάμια και πηλό. Το σπίτι στην πόλη το άφησε όπως όταν ζούσε η γυναίκα του. Η μια και μοναδική γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του. Πήρε μαζί του καμιά δεκαριά βιβλία, ένα απ' αυτά είναι του Βολταίρου, και την κιθάρα του. Και μια φωτογραφία αγκαλιά με τη γυναίκα του, νέοι. Ζει με τα απαραίτητα. Σπάνια πάει στην πόλη. Είναι ολιγαρκής, αυτάρκης και ευτυχισμενος, λέει. Στο προσωπό του η καλοσύνη και η γαλήνη του κόσμου. Είναι άθρησκος, αλλά προσεύχεται μέρα νύχτα. Στο θαύμα της φύσης.
Είμαι ευτυχής που συνάντησα έναν σοφό γέροντα με καρδιά παιδιού. Ίσως, σίγουρα, θα με εμπνέει να γράφω στα διαλλείματα απλές ιστορίες.Εγώ ακόμα δεν αποτοξινώθηκα απ' τους ανθρώπους της πόλης.
Ο μπάρμπα Στάθης είναι ένα μεγάλο βιβλίο.
Μ. Πέμπτη σήμερα, του φώναξα.
Πάω να φυτέψω μια πασχαλιά, αποκρίθηκε.


5 Απριλίου 2018

4 Απρ 2018

Το διάφανο όνειρο


Ευτυχής μέσα στο όνειρο έζησα. Δυστυχής στα έργα της άμοιρης ανθρωπότητας.Πάνω κι απ' τους ανθρώπους αγάπησα τα ποτάμια που κυλάν ακούραστα να συναντήσουν την γαλαζια φωλιά του παραδείσου. Αγάπησα τα βουνά και τα δέντρα, τα ζώα και τα φυτά. Το πέταγμα των αετών σε απόμακρες κορυφές, τις τρεμάμενες φωτιές της νύχτας και την πάχνη του θεσσαλικού κάμπου τις χαραυγές. Απλοί άνθρωποι του μόχθου τα ηλιοβασιλέματα του Κόζιακα.
Άνθρωποι τέρατα μου κρύβουν τον ήλιο, σβήνουν τα αστέρια τις νύχτες μου. Τις γραμμές των βουνών, αυτές που αγγίζουν τον ουρανό, θωρούν τα κρυμμένα μου μάτια. Το φύσημα και τη σιωπή του αέρα, τη βροχή και τα σύννεφα αγάπησα. Τους άδολους ανθρώπους που καλιεργούν τη γη αγάπησα.
Αγάπησα τον τόπο μου και τη χώρα μου. Κι όλη την ανθρωπότητα που ονειρεύεται.
Αγάπησα τη θλίψη πιότερο απ' τη χαρά, τους ύμνους της Μ. Εβδομαδας πιότερο απ' την ημέρα του Πάσχα. " Ω γλυκύ μου έαρ".
Φορές, φορές μες το θαύμα της ζωής, δεν ξέρω τι ν' αγαπήσω και τι να μισήσω. Η δική μας χώρα -η χώρα των άλλων.
Τότε στέκομαι μετέωρος πάνω στα μάτια σου.
Ξέρω όμως, ποτέ δεν θα αγγίξουν τι δικό μας διάφανο όνειρο, οι ρακοσυλλέκτες των υλικών. Κι αυτό είναι κάτι. Η ζωή μας.

4 Απριλίου 2018

3 Απρ 2018

Διάψευση ευχών



Ένα βουητό οι μέλισσες πάνω στην ανθισμένη κάτασπρη κερασιά. Οργασμός της φύσης και της άνοιξης. Περίλυπες σταυρωμένες μέρες καρτερούν την ανάσταση. Οι βάρβαροι επιμένουν στο βιασμό της ανθρωπότητας. Κρατάν ομπρέλες θρησκειών, φοράνε μάσκες λογικής, κρύβονται σαν το καραγκιόζη πίσω από περισπούδαστα πυροτεχνήματα, γυαλίζουν τα όπλα τους. Αυτές τις μέρες θα κάνουν εκεχειρια. Θα ευχηθούν καλή ανάσταση. Από Δευτέρα πάλι. 
Άρε Τάσο τι ξέρεις εσύ απ' αυτά! Άλλα σου λένε στις ειδήσεις των οκτώ.
Πάμε να φυτέψουμε τις πατάτες. 
Θαρθούν πικρές οι μέρες τις διάψευσης.


3 Απριλίου 2018