-Τριακόσια κιλά ευλογημένο και δεκατρείς ελιές ανάλατες Καλαμών.
Με κοίταξε χαμογελώντας.
Συγγνώμη, η σκέψη μου έπαθε υπο-τροφία σήμερα ή μάλλον ατροφία, μπερδεύω το σωστό με το λάθος. Βέβαια πάντα είχα το πρόβλημα, τελευταία επιδεινώθηκε. Πήγα στο γιατρό, η μόνη απάντηση ήταν να σταματήσω τις ειδήσεις! Μάτια, μάνδρες, πέτσες, δεκάωρα, κοτρώνες, πλαστικά κι αποκαίδια, η ρουτίνα του θανάτου, το εμπόριο της ελπίδας, μου διέλυσαν το στομάχι, πάρε μασώμενα λέει ο φίλος μου γιατρός, μηρυκαστικόν κατέληξα.
Ο ήλιος του μεσημεριού καίει, αναμασάω το παιχνιδι της ζωής, ο σκύλος μου κοιμάται, ο γεροπλάτανος αναρωτιέται τα χρόνια του.
"Πολλά τα χρόνια μου, στάσιμα και κατακόρυφα, αφλόγιστα κι ανέραστα. Θεατής της ζωής των άλλων, ζωή είναι τούτη, ένα βήμα δεν μπόρεσα"
Ο γεροπλάτανος χαρίζει τη σκιά γίνεται τραγούδι, ζηλεύει όμως τη λιγοστή των πουλιών ζωή.
Ένα παγόβουνο αποκόπτεται, κόβει βόλτες στους ωκεανούς. Ο θαλάσσιος ελέφαντας πάει εκδρομή. Η γη φλέγεται, ο γεροπλάτανος πέφτει νεκρός.
-Τριακόσια γραμμάρια ευλογημένο, σε λεπτές διάφανες φέτες. Και μισό κιλό ελιές Καλαμών...