28 Μαΐ 2021

Ένας θαλάσσιος ελέφαντας κόβει βόλτες το καταμεσήμερο

-Τριακόσια κιλά ευλογημένο και δεκατρείς ελιές ανάλατες Καλαμών.

Με κοίταξε χαμογελώντας. 

Συγγνώμη, η σκέψη μου έπαθε υπο-τροφία σήμερα ή μάλλον ατροφία, μπερδεύω το σωστό με το λάθος.  Βέβαια πάντα είχα το πρόβλημα, τελευταία επιδεινώθηκε. Πήγα στο γιατρό, η μόνη απάντηση ήταν να σταματήσω τις ειδήσεις! Μάτια, μάνδρες, πέτσες, δεκάωρα, κοτρώνες, πλαστικά κι αποκαίδια, η ρουτίνα του θανάτου, το εμπόριο της ελπίδας, μου διέλυσαν το στομάχι, πάρε μασώμενα λέει ο φίλος μου γιατρός, μηρυκαστικόν κατέληξα.

Ο ήλιος του μεσημεριού καίει, αναμασάω το παιχνιδι της ζωής, ο σκύλος μου κοιμάται, ο γεροπλάτανος αναρωτιέται τα χρόνια του. 

"Πολλά τα χρόνια μου, στάσιμα και κατακόρυφα, αφλόγιστα κι ανέραστα. Θεατής της ζωής των άλλων, ζωή είναι τούτη, ένα βήμα δεν μπόρεσα" 

Ο γεροπλάτανος χαρίζει τη σκιά γίνεται τραγούδι, ζηλεύει όμως τη λιγοστή των πουλιών ζωή. 

Ένα παγόβουνο αποκόπτεται, κόβει βόλτες στους ωκεανούς. Ο θαλάσσιος ελέφαντας πάει εκδρομή. Η γη φλέγεται, ο γεροπλάτανος πέφτει νεκρός. 

-Τριακόσια γραμμάρια ευλογημένο, σε λεπτές διάφανες φέτες. Και μισό κιλό ελιές Καλαμών...

23 Μαΐ 2021

Ευχαριστώ

Εμένα οι φίλοι μου είναι σαίτες που υφαίνουν τα όνειρα, πλέκουν βελούδινες σκέψεις πάνω στα μαλλιά μου

Οι φίλοι μου είναι κοχύλια στο γιαλό, τις νύχτες γίνονται αστέρια μες στο σκοτάδι μου

Καράβια πάνω στον Όλυμπο, δάση μέσα στη θάλασσα, είναι οι φίλοι μου

Τρυφερά πράσινα φύλλα πάνω στα κλήματα, πανύψηλα δέντρα φτάνουν στον ουρανό

Οι φίλοι μου είναι καθαρά ποτάμια, ψηλά βουνά, απάτητα κάστρα

Είμαι μια μικρή βάρκα, είναι τα κουπιά μου, είμαι ένα φτερό στο κορμί τους

Πουλιά που κελαηδούν γλυκά τον πόνο μου είναι οι φίλοι μου, ανασαίνω το όνομά τους

Οι φίλοι μου είναι τα βιβλία που διάβασα, τα τραγούδια που άκουσα, τα λουλούδια που μύρισα, τα αδέσποτα ζώα που χάιδεψα, οι φίλοι μου είναι κόκκινες φράουλες του Μάη

Οι ψίθυροι της αγάπης, η γαλήνη της ειρήνης, το αεράκι της ελευθερίας, το δάκρυ της συγκίνησης  οι φίλοι μου

Όλος ο κόσμος, Ένα ευχαριστώ.

12 Μαΐ 2021

Ποιό το σιτάρι ποιό το κριθάρι;

Ποιός θυμάται τούτη τη ζεστή μέρα, τη μεγάλη απότομη παγωνιά του χειμώνα;  Το μαρτυράνε όσα δέντρα δεν φύλλωσαν ακόμα. Θύματα του πάγου, η νεραντζιά, οι ελιές, κάποιες ροδιές, προσπαθούν να ανακάμψουν από το φοβερό πλήγμα του Φλεβάρη. Μικρά   νεογγέννητα φύλλα στο φως του ήλιου. Ραγίζει η καρδιά σου για το δέντρο που μαραζώνει, για το ζώο που πεινάει, γεμίζεις οργή για το ανθρώπινο ζώο που βιάζει, σκοτώνει και λεηλατεί. Ισορροπείς τον καύσωνα της ερήμου σε μιά μικρή όαση. Ανοιξιάτικο αεράκι δροσίζει τη ζέστη του μεσημεριού. Η χώρα ζει την ανασφάλεια της επόμενης μέρας. Όσο οι ανισότητες μεγαλώνουν η βία και ο φόβος θα κυριεύουν μια άρρωστη κοινωνία. 

"Δεν είναι δείγμα υγείας, να είσαι καλά προσαρμοσμένος σε μια βαθειά άρρωστη κοινωνία"  έγραφε ο Κρινσαμούρτι. Όλα βαίνουν καλώς, άριστα, λέει η εξουσία και καλά κάνει, καλοπερνάει μες τη ματαιοδοξία της. Τα φαινόμενα βέβαια απατούν, ποιός σκάει τώρα για την ουσία των πραγμάτων.  Ποιός θα θυμάται αύριο τι γίνεται σήμερα; 

Να κι ο Θόδωρας! 

-Θόδωρα ποιόν έχουμε υπουργό γεωργίας, ξέρεις; 

-Τι να τον κάνουμε, όποιος και να' ναι, είμαι σίγουρος πως δεν ξέρει να ξεχωρίσει το σιτάρι απ' το κριθάρι!

7 Μαΐ 2021

Ώρα για κολατσιό

Παράταγαν τσαπιά και τσουγκράνες, κάτω από τον ίσκιο του υψωμένου δέντρου, δίπλα στο ποτάμι, ώρα για κολατσιό και πειράγματα.  Η δουλειά στο χωράφι δεν τελειώνει, εμείς θα τελειώσουμε, είπε ο Ανέστης και τα μάτια του κάρφωσαν τα μάτια της Λένας. Μέσα του Μάη, έκαιγε ο ήλιος, δουλειά και ιδρώτας, από τις έξι στο χωράφι, ατέλειωτη δουλειά ατέλειωτη κούραση.  Ήταν ο καιρός της καλοκαιρινής σποράς, ντομάτα, πιπεριές, μελιτζάνες κι άλλα λαχανικά γέμιζαν το μικρό χωράφι. Απ' αυτό ζούσαν, αυτό καμάρωναν.

Πιάστε μια θέση στο δημόσιο, έλεγε η μάνα, να φύγετε από τη δικιά μας τυραννία. Πολλοί έγιναν χωροφύλακες, παπάδες, δάσκαλοι και λογιών γραφειοκράτες. Ο Ανέστης αγαπούσε το χωράφι, αν δεν δουλέψουμε εμείς, ούτε ψωμί δεν θα 'χουν οι πόλεις. Ζεις με τις υπογραφές των χαρτιών;  

Η Λένα έμεινε πίσω, ο Αλέκος που αγαπούσε έφυγε με την Παναγιώτα στο Βέλγιο, βρήκε δουλειά σε ανθρακωρυχείο. Η μισή Ελλάδα έφυγε τη δεκαετία του πενήντα, η άλλη μισή περίμενε να σπουδάσει και να φύγει τα τελευταία χρόνια, ποιός φανταζόταν τότε πως ο εικοστός πρώτος αιώνας θα άρχιζε έτσι. Τότε μίλαγαν για το μέλλον της άλλης ζωής που περίμεναν. 

Η Λένα ανασήκωσε το φόρεμα, φάνηκαν τα άσπρα της πόδια και μπήκε στο ποτάμι να δροσιστεί.  Ο Ανέστης έλιωνε, αλλά η Λένα δεν έλιωνε. 

Οι εργάτες τέλειωσαν το κολατσιό και έπιασαν τη δουλειά. Κάποτε θα κατακτήσουμε το οκτάωρο, που θα πάει ψιθύριζε ο Πέτρος και ο ιδρώτας άρχισε πάλι να στάζει. 

Μακριά ακουγόταν ο κούκος, κοντά γαύγιζε ο σκύλος. 

Ήταν άνοιξη του '59, ήμουν τότε στην κοιλιά της μάνας μου.