24 Οκτ 2020

Η άκρη τ' ουρανού

Είναι μια περιοχή ανάμεσα στη χαρά και τη λύπη. Οι ποιητές την λένε χαρμολύπη. Μοιάζει σαν παλιό καντάρι, πάλλεται σαν εκρεμμές. Αδειάζει σαν στέρνα τη λύπη, γεμίζει με χαρά και αντίστροφα. Όλα μπερδεύονται εκεί σαν φθινοπωρινά χρώματα. Αναμιγνύεται η χαρά με τη λύπη. Απ' τη μια καλοκαίρι απ' την άλλη χειμώνας. Ανάμεσα το ποτάμι της χαρμολύπης κυλάει, άλλοτε στερεύει και άλλοτε φουσκώνει. Πότε περπατώντας, πότε κολυμπώντας πάμε απ' τη μια άκρη στην άλλη. Άγρυπνες σαίτες σημαδεύουν τον νου και την καρδιά, πέφτουμε στα θολά νερά, κολυμπάμε στα τυφλά, αναζητώντας τις άκρες. Η μία άκρη η ζωή, η άλλη ο θάνατος.  Ακροβάτες στο σκοινί της αβεβαιότητας. Απ' τη μια το παρελθόν, απ' την άλλη το μέλλον. Εμείς στη δίνη της στιγμής. Διαγράφουμε κύκλους, απλώνουμε τα χέρια στις χειρολαβές.  Το ποτάμι κυλάει στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Ευτυχής όποιος ταξιδεύει στο δρόμο της λευτεριάς.  Όποιος φτάσει σώος απ' τα χτυπήματα ως την άλλη άκρη. Την άκρη τ' ουρανού.


Κωστής Ταξιδεύων

24 Οκτωβρίου 2018

21 Οκτ 2020

Το άρωμα της φύσης

Όπως περνάω, ανοίγω το παράθυρο και του δίνω ένα παξιμάδι. Κάθε μέρα στον έρημο δρόμο, στο ίδιο σημείο. Τον είπα Φρέντ, πάει καιρός τώρα. Τι περιμένει, ποιόν περιμένει; Είναι ένας όμορφος άσπρος σκύλος. Φορές ζηλεύω την ανεμελιά του, δεν ξέρω βέβαια τον πόνο της ιστορίας του. Το κάθε έμβιον ον έχει μια ιστορία. Οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φυτά, η πλάση ολόκληρη.

Κάθε φορά κουνάει την ουρά του και με κοιτάει στα μάτια. Αυτή η ματιά, πιότερη και από ανθρώπου δυναμώνει την καλημέρα μου. Εγώ που ούτε έλεγα καλημέρα, τώρα έμαθα να λέω.

Ανάμεσα σε φθινοπωρινά φύλλα, σε πρασινοκίτρινα δέντρα, φρεσκοκομμένο καλαμπόκια, η γης μυρίζει άρωμα την διαδρομή της μέρας μου. Το άρωμα της ελευθερίας. Αν τα τεχτητά αρώματα σε βάζουν στη φυλακή του ενός, το άρωμα του φρεσκοοργωμένου χώματος σε βγάζει στο ξέφωτο του οξυγόνου.

Μικρές ή μεγάλες φυλακές οι ζωές μας αναζητάνε να γίνουν μικρές πεταλούδες της φύσης. Από λουλούδι σε λουλούδι οι πεταλούδες καταπίνουν την ομορφιά στη μικρή ζωή τους. Ξέρουν αυτό που δεν μαθαίνουν ποτέ οι άνθρωποι, πως σημαντικό είναι η ποιότητα και ουχί η ποσότητα(κάπου το άκουσα αυτό αλλά το πέρασα ντούκου).

Ο ήλιος του Οκτώβρη ανέβηκε ψηλά στον ουρανό, γρήγορα σώνεται η μέρα, ένα μεγάλο πουλί πετάει ανέμελο, ελεύθερο πάνω στο χωράφι. Βλέπω πως το ζηλεύουν τα δέντρα. Άρωμα φύσης.

14 Οκτ 2020

Μια κοινωνία για όλους

Ως πότε η χώρα μου θα παλεύει με τα φαντάσματα, με τους γραφικούς και τους ανύπαρκτους που για μια σταγόνα επικαιρότητας  ντύνονται, στολίζονται και σεργιανούν στις οθόνες του μαρασμού. Διαγκωνίζουν κάθε υγιή και παραγωγική εργασία, περνάν μπροστά ρίχνοντας στάχτες στα μάτια κάθε ανυποψίαστου που πάλεύει να σώσει ότι σώνεται στη ρημαγμένη χώρα.  Αλήθεια ποιός δουλεύει να κρατηθούμε όρθιοι, ποιός βάζει τρικλοποδιές στους εργάτες, στους αγρότες, τους επιστήμονες του μόχθου; Ποιός δένει τα χέρια στους νέους και στο μέλλον; Δεν είναι δημιουργία η λογοδιάρροια αποτυχημένων πολιτικών και φαντασμένων κοριτσιών στις αρένες του λαϊκισμού. Άνθρωποι χωρίς ίσκιο πνίγουν το φως, άνθρωποι που δεν ίδρωσαν για το ψωμί, δεν φύτεψαν ένα σπόρο, δεν άνοιξαν ένα βιβλίο, δεν αγάπησαν ένα τραγούδι θολώνουν κάθε φορά τα ποτάμια μας.

Ο Θούριοςτου Ρήγα γίνεται επίκαιρος για αυτούς τώρα. Ως πότε; 

Η κοινωνία πάει μπροστά με δουλειά κι αγώνα. Το ίδιο και η ομορφιά. Τι είναι η ομορφιά, παρά η ελευθερία, η Δημοκρατία, η κοινωνική δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, η παιδεία, η υγεία.  Μια κοινωνία για όλους. 

Πότε θα τελειώσει αυτή η ασχήμια; 

Δεν έχω αυταπάτες, είναι μακριά και ανηφόρα ακόμα.

Σ' ευχαριστώ

Ονειρεύομαι τα δέντρα να μεγαλώνουν

Ακούω το χορτάρι να φυτρώνει

Άρωμα φρεσκοοργωμένου χώματος η ζωή μου

Παίζω με τον αέρα, τον ήλιο τη βροχή, αναπνέω μια σταγόνα νοσταλγίας, πετάω πάνω στα χρόνια που πέρασαν

Οι φίλοι μου θυμίζουν πως γιορτάζω σήμερα, εγώ ο μόνος ανάμεσα σε τόσους φίλους που δεν γνώρισα ποτέ, ίσως ξόδεψα τον χρόνο να μάθω εμένα που δεν έμαθα να ζω

Ανοίγω την καρδιά μου, ψάχνω λέξεις, εικόνες, μουσικές να τους χαρίσω, σπάω ένα ρόδι, κάνω μια ευχή

Φθινοπωρινός γλυκός Οκτώβρης η αγκαλιά μου, ανοίγω τα χέρια μου, απλώνω τα μάτια μου, τραγουδώ τις ζωές των ανθρώπων

Υμνώ τη γη που αξιώθηκα να περπατήσω, τα βουνά που ανέβηκα, τη θάλασσα που ταξίδεψα, τη χώρα που με μεγάλωσε

Υμνώ την αγάπη, τον έρωτα και τη φύση, μου έδωσαν τα φτερά να πετάξω

Υμνώ Εσένα για τη ζωή που μου χάρισες.

4 Οκτ 2020

Έλα απόψε

Φθινοπωριάζει γλυκά απόψε. Έλα να περπατήσουμε στις άκρες των ονείρων μας, στον κήπο των συναισθημάτων. Ο κόσμος έγινε σκληρός, έλα απόψε είναι Κυριακή, να μοιραστούμε ένα μανταρίνι, ένα χαμόγελο, να ψηλώσουμε  λίγο, μας κόντυνε ο χρόνος της σιωπής. Ελα απόψε να μιλήσουμε με τα μάτια, με τραγούδια παλιά, με στίχους γυμνούς. Πάρε μαζί σου το παιδί, θα πάρω τη ζωή μου. Φαντάσου δύο παιδιά να παίζουν με τ' αστέρια. Η νύχτα γίνεται μέρα. Μια στιγμή αιώνας.  

Οι λεύκες ψήλωσαν κιάλλο, το οργωμένο χώμα μυρίζει άρωμα αναμονής. Έλα απόψε να ξημερώσουμε τη νύχτα του κόσμου.

1 Οκτ 2020

Λαβύρινθος

Ένα δυνατό κλάμα και μετά σώπασα. Ήμουν ήδη μες τον λαβύρινθο. Ήμουν ανήσυχος, πως βρέθηκα εδώ; Μέχρι να συνηθίσω τρόμαζα, το σκοτάδι, τις ξένες αγκαλιές, τους δυνατούς κρότους, τα δόντια μου φύτρωναν με πόνο. Άκουγα συνέχεια ένα σοοούτ κοιμήσου, μη κλαις θα πάμε βόλτα. Μετά γεννήθηκε η περιέργεια, από που ήρθα, που είμαι, που πάω, πως γίνεται το σκοτάδι, πότε θαρθεί το φως; Οι μέρες μοιράστηκαν με τις νύχτες, η πείνα με το ψωμί, η δίψα με το νερό. Το έσκασα απ' την αγκαλιά της μάνας μου κι έτρεχα στις αλάνες, επιτέλους ελεύθερος, η πρώτη φορά που χαμογέλασα από τα βάθη της ψυχής μου. Ρωτούσα τι είναι η ψυχή να μάθω. Άρχισα να ρωτάω, πως γίνεται και μιλάει το ράδιο, μ' άρεσε να παίζω με τους διακόπτες, να σβήνω και να ανάβω το φως. Ύστερα μου είπαν πως πρέπει να κάνω ότι μου λένε κι όχι του κεφαλιού μου, ήμουν ολόκληρο παιδί.

 Τότε μπήκα στον άλλο λαβύρινθο, έψαχνα μια ολόκληρη ζωή την έξοδο. Δεν την βρήκα ποτέ. Πέθανα στο σκοτάδι.