18 Ιαν 2023

Το φύλλο

Το τελευταίο φύλλο, στο πιο ψηλό κλωνάρι της μηλιάς, Γενάρης μήνας και ήταν ακόμα στα χέρια της μάνας του,  ένα όμορφο πρασινοκίτρινο φύλλο, καμάρωνε την αντοχή του.

Ήταν η μέρα που έφυγε ο Τσιτσάνης, σιγοψιθύριζα τα τραγούδια του, μιλούσα με τη μηλιά για κείνη, ήταν ένας κρυφός, ανομολόγητος έρωτας, πάει χρόνια τώρα. Ο  ήλιος απλώνονταν μες στα γυμνά δέντρα,  γύρω τα βουνά αχιόνιστα, ζεστή μέρα στη καρδιά του χειμώνα. Ακούμπησα την πλάτη μου στον κορμό της μηλιάς, με βάραιναν οι σκέψεις, σχεδόν αποκοιμήθηκα. 

Είδα το φύλλο να πετάει στον μπλέ ουρανό, να ταξιδεύει πάνω από οργωμένα χωράφια, ανάμεσα σε γυμνές λεύκες, πάνω  απ' το ήρεμο πάρκο του Μύλου, κατά μήκος του ποταμού, σε στενούς δρόμους, είδα το φύλλο να ταξιδεύει με προορισμό, πότε αργά και πότε γρήγορα να προλάβει, είδα Εκείνη στο μπαλκόνι της, φορούσε ένα άσπρο φόρεμα και χαμογελούσε με απλωμένα χέρια, είδα το φύλλο να κολλάει ανάμεσα στα στήθια της, σαν φιλί.

Όταν ξύπνησα το τελευταίο φύλλο της μηλιάς είχε πέσει πάνω μου, στο χωράφι είχε άπνοια και ο ήλιος πήγαινε στον Κόζιακα να κρυφτεί.

16 Ιαν 2023

Το παραμύθι

Του άρεσε να σκαρώνει ιστορίες της στιγμής, έβαζε στο μπλέντερ δράκους, μάγισσες, βασιλιάδες, αθώους και ένοχους, το παρατσούκλι της γιαγιάς, νιφάδες του χιονιού, και έτοιμο το παραμύθι. Τα παιδιά τον άκουγαν με ανοιχτό το στόμα..ενίοτε και οι μεγάλοι. 

Οι δράκοι έβγαζαν φωτιές απ' το στόμα, οι μάγισσες έφερναν βότανα, οι αρκούδες περπατούσαν μες την πόλη, οι βασιλιάδες είχαν γαλάζιο αίμα και ο Χάρυ Πότερ μαγικό ραβδί. Το γέλιο της αρκούδας έπεφτε όταν  ο Χάρυ Πότερ έκοβε με το ραβδί το κεφάλι του βασιλιά και ένα ποτάμι από γαλάζιο αίμα ξεχύνονταν στον κάμπο. Τότε τσαλαβουτούσαν εκεί μέσα ακέφαλα στρατιωτάκια που είχαν αρπάξει φωτιά απ' τις φλόγες του δράκου, άλλα δεν προλάβαιναν και καίγονταν σαν μυθικά κεριά, και άλλα τσουρουφλισμένα χοροπηδούσαν στο πράσινο λιβάδι. Τότε έπεφτε μια νιφάδα χιονιού κι έσβηνε τον καημό τους. 

Οι άνθρωποι σ' αυτόν τον τόπο δεν είχαν ανάγκη από δουλειά, ούτε έτρωγαν, ούτε κρύωναν, ούτε αρρώσταιναν, για να περνάει η ώρα άκουγαν παραμύθια. Άκουγαν τόσα παραμύθια που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν την πραγματική ζωή απ' τους δράκους και τους βασιλιάδες. 

Αν μπορούσαν να ερωτευτούν, ν' αγαπήσουν,  τουλάχιστον θα είχε κάποιο νόημα η υπαρξή τους. Αλλά έτσι είναι η ζωή, δεν μπορεί να τάχεις όλα. Ήταν αναπόφευκτο να θρέφονται με το παραμύθι.