19 Αυγ 2014

Νοιώθω ξανά έφηβος





Νοιώθω άρρωστος. Το σπίτι είναι ζεστό, μυρωδιά ναφθαλίνης, τα ρολά κατεβασμένα. Μια χαραμάδα φως αχνοφέγγει στο σκοτεινό δωμάτιο του Αυγούστου.
Γιατί αυτόχειρας;  Ένας νέος άνθρωπος. Η ζωή ήταν μπροστά του. Γιατί;
Ίσως ο έρωτας είναι ο μόνος λόγος αυτοκτονίας. Ίσως. Και πάλι, η ζωή είναι συμπαντικής ομορφιάς να την αρνηθείς.
Αύριο στις οκτώ πρέπει να πάω στο αστυνομικό τμήμα. Τι θα πει τώρα ο Έκτωρας; Διάβασε ποτέ άραγε Σιμενόν, γνώρισε τον Μαιγκρέ;  Τι σόι είδωλα κουβαλά το στεγνό του κεφάλι;
Ερωτήσεις χωρίς αντίκρισμα η ζωή μας. Το πιο εγκλωβισμένο θηρίο ο άνθρωπος. Ο μεγαλύτερος θάνατος, ο μικρόκοσμος της ματαιοδοξίας.
Και να που φτάσαμε εδώ, θυμάμαι τον Λειβαδίτη, άμοιρη ανθρωπότητα. Μέσα σε λίγες λέξεις ο ποιητής, βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Όπως η μάνα ησυχάζει το κλάμα του παιδιού. Σιωπή.
Μια αράχνη πλέκει στη γωνία ενός τοίχου, ώχρα ξεθωριασμένη, γύψινα της δεκαετίας του 70 σαν αρχαία κακέκτυπα, μια παλιά τοπική εφημερίδα στο σκονισμένο πάτωμα. 
Δεν υπάρχει φως, ούτε νερό. Ένα άδειο σπίτι. Ένα δωμάτιο, εκεί που κοιμόμουνα μαθητής, εκεί που διάβαζα, εκεί που ονειρεύτηκα, πως κάποια μέρα ο κόσμος θα άλλαζε.
Το άλλο, το μεγάλο δωμάτιο το λέγαμε σαλόνι, όταν ερχόταν η μάνα και ο πατέρας ξεκουραζόταν στον καναπέ που γίνονταν μεγάλο κρεβάτι.  Η βιβλιοθήκη ήταν εκεί, βιβλία του πατέρα, βιβλία δικά μου. Τώρα είναι που; Στην αποθήκη στο Πετρωτό. Κάποια μέρα θα τα συναντήσω  πάλι. Τον  Καζαντζάκη και τον Θέμο Κορνάρο, τον Σαμαράκη και τον Πανσέληνο. Τότε που ζούσαμε. Μ’ άρεσε αυτό το βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου. Ονειροπόλο, γεμάτο διαβάσματα, περιοδικά που σκάρωναν, δίψα για ζωή, γειτονιές και παιχνίδια στη Μυτιλήνη.
Τώρα ένα ς μεσήλικας, σε μια ετοιμοθάνατη χώρα.
Τα παιδιά που δεν γεννιούνται πια με όνειρα, τα παιδιά που τσαλακώνουν τα όνειρα τους, τα παιδιά που φεύγουν. Η Ελλάδα που γερνάει, η χώρα  της αβεβαιότητας, ένα απέραντο λούνα παρκ το καλοκαίρι, μια απέραντη θλίψη τον χειμώνα. Μια απέραντη φυλακή με όμηρο τον λαό. Μας πουλάνε όσο όσο στο παζάρι.
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου σκεφτόμουν ανάκατα. Ακόμα και τα όνειρα μου μπερδεμένα ήταν. Η φτώχεια δυνάμωνε τη θέληση, η άγνοια την περιέργεια, η αδικία το δίκιο, ο πόλεμος την ειρήνη.
Ιδρώνω, κυλιέμαι στη σκόνη, λασπώνω.  Οι Γερμανοί, ο εμφύλιος, χιλιάδες πτώματα, χωριά ολόκληρα καμένα, στοιχειώνουν το μυαλό μου. Οι διηγήσεις του πατέρα. Στον υψωμένο δέντρο. Εδώ γονάτισε ένας Γερμανός και σημάδεψε τον Αλέκο. Απέναντι στο βουνό. Το κάθαρμα.  Τον πέτυχε, τον σκότωσε. Η δικτατορία, εφτά σκλαβωμένα χρόνια, η μεταπολίτευση χάρτινο όνειρο, πύργος στην άμμο. 
Όσα κερδίσαμε  σε σαράντα χρόνια, τα χάσαμε σε μια νύχτα. Το παιχνίδι ήταν στημένο, ο εχθρός αόρατος, ο Άνθρωπος εξέλειπε.
Δυσβάσταχτη  χώρα, εξορίζει τους καλύτερους,  τους νέους. Η χώρα μου γερνάει, αδυνατεί, πάντα αδυνατούσε. Γερνάω μαζί της, νοσταλγώ. Νοσταλγώ τα χρόνια που δεν είχαμε, αλλά είχαμε τ’ όνειρο. Μια φέτα ψωμί με ζάχαρη στο χέρι και τρέχαμε. Τρέχαμε να προλάβουμε τη ζωή, αρπάζαμε τις αχτίδες του ήλιου και σκαρφαλώναμε ψηλά, καβάλα στον αέρα ταξιδεύαμε μακριά.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη σκλαβιά από την ανεργία, ούτε μεγαλύτερη φτώχεια από τον ανέραστο άνθρωπο.
Μια πασχαλίτσα στο πάτωμα, μαύρο και κόκκινο το φορτίο της. Τόσο μικρή, μοιάζει ξένοιαστη. Την ανεβάζω στο χέρι μου. Δανείζομαι την ανεμελιά της.
Το Ουζερί έσβησε μέσα μου, ένα πτώμα νέου άντρα αγκυλώνει το μυαλό μου, δυναμώνει τη σκέψη μου. Ακόμα δεν είπαμε την τελευταία μας λέξη.
Σηκώνομαι, ανεβάζω τα στόρια, ανοίγω τις πόρτες, πλημμυρίζει με φως το σπίτι, ένα άδειο σπίτι δικό μου.
Αρχίζω πάλι να ονειρεύομαι, ένα λευκό χαρτί, εγώ το πινέλο.
Σκάει το πρώτο χαμόγελο, μπροστά στο ραγισμένο καθρέφτη του μπάνιου. Ένα κλικ είναι η ζωή. Τόσο αστεία, τόσο σοβαρή κυρία.
Νοιώθω ξανά έφηβος.
Θα αλλάξουν όλα. Δεν θα πεθάνει η χώρα μου. Βλέπω χιλιάδες λαού, νέους ανθρώπους να σκάβουν μια άλλη γραμμή, βλέπω την ανάγκη να πλέκει το όνειρο μιας άλλης κοινωνίας. Καθαρά μυαλά, καθαρά χέρια. Βλέπω την συναίσθηση να απογειώνεται, να σωριάζονται οι νεκροί γέροι, τα νεκρά μυαλά, τα αξιώματα γίνονται χίλια κομμάτια, το παράλυτο σύστημα καταρρέει.
Απέραντες
καταπράσινες πεδιάδες, χωράφια με γεννωμένους καρπούς, ένα κλίμα γεμάτο  αυγουστιάτικα σταφύλια ακουμπά το μπαλκόνι.
Η ζωή τραβάει το δρόμο της, κάποιος θα λείπει πάντα.


Ταξιδευτής

19 Αυγούστου 2014 (28)

8 Αυγ 2014

Γλυκό ποτήρι.





Έντεκα το πρωί. Περπατούσα αλλόκοτα  την Ασκληπιού. Μια καθημερινή της επαρχίας, της Ελλάδας. Τα καφέ γεμάτα από νέους, μεσήλικες και συνταξιούχους. Ποιος δουλεύει άραγε σ’ αυτή τη χώρα;
Πλατεία Χατζηπέτρου. “Όλα τριγύρω αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν”. Οι τράπεζες   σ’ αυτή τη γειτονιά έκλεισαν, το παλιό στέγασμα του Seven έρημο, το βιβλιοπωλείο έγινε κομμωτήριο και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος οπλαρχηγός του 1821, στέκει εκεί άγαλμα λυπημένο, αγναντεύοντας την  υπόδουλη Ελλάδα. Αυτός δεν δίστασε ποτέ, αναρωτιέται γιατί σήμερα.
Τρεκλίζοντας και καταϊδρωμένος έφτασα στα χρόνια τα εφηβικά. Από μαθητής είχα να ρθω σ’ αυτό το σπίτι, πάντα ήταν νοικιασμένο. Τώρα ξενοίκιαστο. Ο πατέρας το είπε καθαρά, δικό σου Χάρη. Δεν το νοικιάζω ξανά.
Πήρα ένα προφιτερόλ από τη Μέλισσα και κάθισα στο πεζούλι της εισόδου Αριστείδου Παπά 3. Εκεί που στα δεκαέξι περίμενα πότε θα περάσει η Νικολέτα. Είχα αποφασίσει να της τα πω όλα. Ότι δεν διάβαζα τίποτα, δεν έτρωγα τίποτα, ότι δεν κοιμόμουν τη νύχτα, ίδρωνα παρ’όλο που το καλοριφέρ έσβηνε, ότι συνέχεια σκεφτόμουν τα μάτια της,  το ντροπαλό πρόσωπό της, τις κινήσεις των χεριών της, τα λουσμένα μαλλιά της, ότι στριφογύριζα στο τετράγωνο μόνο για να τη δω να περνάει. Θα της έλεγα ότι μ’ άρεσε η μπλε ποδιά που φορούσε στο σχολείο, και το χαϊμαλί στον άσπρο της λαιμό. Σκεφτόμουν ολόκληρα κατεβατά, μια φορά έγραψα  ένα και το διάβασα μπροστά στον καθρέφτη, άλλη μια φορά ψιθύριζα το όνομά της στον ύπνο, η μάνα μου με άκουσε και ήρθε στο κρεβάτι μου.
Καθόμουν με τις ώρες μπροστά στη βιτρίνα του δισκάδικου, η Νικολέτα ήταν ίδια η Βίκυ Λέαντρος. Αφού δεν μπορούσα να βλέπω τη Νικολέτα, χάζευα το εξώφυλλο του δίσκου της Βίκυς. Την Νικολέτα την έβλεπα στο σπίτι της κάθε Σάββατο απόγευμα, που ανέβαινε η μάνα μου στον τρίτο όροφο, να δει παρέα με τη μάνα της την ελληνική ταινία. Εγώ όλο και σκαρφιζόμουν κάτι να ανέβω.  Κι ανέβαινα χωρίς να το πολυσκεφτώ, γιατί  έκρυβα καλά το μυστικό. Οι άντρες δεν έπρεπε να έχουν αδυναμίες εκείνο τον καιρό. Κι εγώ έπρεπε να γίνω άντρας, κάτι σαν τον Αλέν Ντελόν της εποχής. Η Νικολέτα μπαινόβγαινε στο σαλόνι, πήγαινε να πιεί νερό στη κουζίνα, πήγαινε στο μπάνιο, φορώντας πολλές φορές το νυχτικό της. Μετά έφευγα. Όταν έφευγα ήταν όλες οι παραισθήσεις του έρωτα. Αυτές που ένα βράδυ της Άνοιξης ξεπέρασαν την ντροπή μου και την περίμενα στην είσοδο. Εδώ που τώρα τρώω το προφιτερόλ.
Είχα κάνει τόσες πρόβες, καμία δεν μου βγήκε στην παράσταση. Της είπα ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Εκείνη μου είπε ότι αγαπάει έναν άλλον. Δυό λέξεις ξέραμε τότε, τις είπαμε, από μία. Μετά είπαμε καληνύχτα. Δεν  ξεπέρασα ακόμα εκείνο το βράδυ, ούτε ανέβηκα ποτέ ξανά στο σπίτι της. Την απέφευγα πάντα. Ακόμα την αποφεύγω.
Το προφιτερόλ από τη Μέλισσα ήταν γλυκό, αλλά σαν του Μανώλη δεν ήταν. Ο Μανώλης ήταν ένας χοντρός ζαχαροπλάστης, δίπλα στο παλιό Κτελ, στη γωνία που είναι τώρα το Μεταίχμιο. Αν και το Άριστον και το Πικαντίλυ ήταν δίπλα στο σπίτι, εγώ έτρεχα στον Μανώλη. Στο Άριστον έπαιρνα ποτήρι. Γλυκό ποτήρι.
Ένα άδειο σπίτι δικό μου. Το σπίτι που μεγάλωσα από τα δώδεκα και μετά.  Ποια είναι η πατρίδα μας τελικά;  Που είναι οι ρίζες σου;  Τι απέμεινε από τα πρώτα χρόνια στο χωριό, από τα χρόνια του Γυμνασίου, από τα χρόνια τα φοιτητικά στη Θεσσαλονίκη, από τα χρόνια της δουλειάς στην Αθήνα, από τα ταξίδια, από την επιστροφή; Τι καταστάλαξε μέσα μας, ποιες είναι χαρακιές και ποια τα σημάδια;
Αν πατρίδα μας είναι η γη, ο χρόνος τι είναι;  Φτάνει ίσως μια στιγμή να καταλάβεις, ότι δεν κατάλαβες ολόκληρη ζωή.
Είμαι τώρα γυμνός ξαπλωμένος πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Οι ίδιοι τοίχοι, τα παράθυρα, τα παντζούρια παλιά, τα ντουλάπια της κουζίνας, η εντοιχισμένη ντουλάπα για τα ρούχα, ξεθωριασμένα χρώματα, μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια.
Η μάνα μου όμως είναι στο χωριό, η κοιλιά της γέρασε πια. Τα μάτια της είναι τα ίδια. Ολόιδια.

Ταξιδευτής
8 Αυγούστου 2014 (27)