7 Νοε 2017

Νοσταλγία


Άμαξες με άσπρα άλογα τα παλιά τραγούδια.
Λιτά απέριττα χαμόγελα μιας άλλης φτώχειας.
Το κάστρο που παίζαμε κρυφτό, οι λασπωμένοι χωματόδρομοι της νιότης.
Νοσταλγώ το φρέσκο ψωμί της γάστρας, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, τα πρωινά της πάχνης του Νοέμβρη. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν η καλύβα του μπάρμπα Θωμά. Νοσταλγώ τη μυρωδιά του χαρτιού, τη σόμπα με τα ξύλα. Νοσταλγώ τα μπαλωμένα στα γόνατα παντελόνια. Το παρθένο χώμα της γης, τον καθαρό ουρανό της φύσης.
Άλλαξαν όλα. Άλλαξα κι εγώ.
Οι σφεντόνες έγιναν πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς, ικανοί να καταστρέφουν χώρες στην άλλη άκρη της γης. Οι άνθρωποι πια έβαλαν μεγάλους στόχους, να καταστρέψουν ολάκερη τη γη. Ξεκούραστα μ' ένα κουμπί. Και να δεις θα το πετύχουν.
Αυτοί οι άνθρωποι με τα γυαλιστερά κουστούμια και τα παγωμένα βλέμματα. Αυτοί οι άνθρωποι.
Εσύ ακόμα θα νοσταλγείς τα παιδικά σου χρόνια.

7 Νοεμβρίου 2018

5 Νοε 2017

Αγάπη


Αδιαφορώ για την αγορά σήμερα Κυριακή. Για ότι πουλούν και αγοράζουν οι άνθρωποι αδιαφορώ. Δεν χαραμίζω τον ήλιο του μεσημεριού για τα αποτελέσματα των ματς. Ούτε το χρώμα των ματιών σου μες την κλειστή πόλη. Ψιθυρίζει η ομορφιά της φύσης. Θέλουν σιωπές οι μεγάλοι έρωτες. Πως θα ακούσουμε το χρυσοκίτρινο φύλλο που πέφτει στο χώμα για το δικό μας περπάτημα; Πως θα Σε συναντήσω στην Αγάπη τούτο το βράδυ; Στην άυλη αιωνιότητα.


5 Νοεμβρίου 2018

2 Νοε 2017

Τα καλύτερά μας χρόνια


Είναι τα χρόνια της ανατολής
Ο απολογισμός της δύσης
Μικρές χαρές, όπως ο έρωτας
Μεγάλες λύπες, όπως ο θάνατος
Τρυφερά παραμύθια, πρόστυχες ελπίδες
Ματωμένες ψευδαισθήσεις, καταφύγια της οδύνης
Ρεματιές κι αγριεμένα ποτάμια
Επαναστάσεις και συμβιβασμοί
Άγρυπνες νύχτες, γκρεμίζαμε και κτίζαμε τον κόσμο απ την αρχή
Αρμύρα και πόνος ότι αγαπήσαμε
Απέμεινε για μας ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα φιλί κι ένα τραγούδι
Μας απέμεινε η ζωή πριν το θάνατο.



2 Νοεμβρίου 2017

25 Οκτ 2017

Απ' την αρχή


Ήταν πια ολιγαρκής. Δεν περίμενε τίποτα και κανέναν. Ούτε πίστευε σ αυτά που οι άνθρωποι κάνουν χειρολαβές για να κρατηθούν. Ποτέ δεν πίστευε σε ανθρώπινα δόγματα. "Τα πάντα ρει" έλεγε. Ο πόνος και η χαρά, η μέρα και η νύχτα, η ζωή και ο θάνατος. Τελευταία του άρεσε να περιπλανιέται στα δάση, να κοιμάται μέσα σε σπηλιές, κάτω από πέτρινα παλιά γεφύρια. Ταξίδευε μακριά στο χρόνο, σε άγνωστες φυλές, σε τόπους άγνωρους.
Ένα φτερούγισμα στη ζωή, η ζωή μας. Εκατομμύρια χρόνια πριν, εκατομμύρια χρόνια μετά. Πυγολαμπίδα εμείς.
Ώσπου μια μέρα θα απλωθεί μια τεράστια φωτιά. Η γη παρανάλωμα των ανθρώπων.
Η ζωή θα γεννηθεί από την αρχή. Μόνο για τον Έρωτα.
Μόνο για τη ζωή.


25 Οκτωβρίου 2017

23 Οκτ 2017

Ευχή


Μην ακούς το γέλιο μου
Είναι πικρό, για τις ειδήσεις των οκτώ
Ο χρόνος που χάθηκε, ο χρόνος που κερδήθηκε
Ο κύκλος που κάποτε θα κλείσει
Θέλω μέσα του να είσαι Εσύ
Κι ότι αγάπησα
Μην βλέπεις τα γραπτά μου
Ανάσες λύτρωσης αυτά
Ούτε μια σπιθαμή μπροστά δεν βάδισα τον κόσμο
Το τελευταίο βήμα μου ήταν μετέωρο
Έψαχνε κάπου να σταθεί
Ήθελα κάποτε ο κόσμος να αναγεννηθεί
Απόμεινε μονάχα μια ευχή
Κι Εσύ.

23 Οκτωβρίου 2017

19 Οκτ 2017

Ορίζοντας


Του δειλινού το χρώμα βουλιάζει απόψε τα μάτια μου. Ανάμεσα στα φύλλα της κυδωνιάς μια φέτα φεγγάρι. Μακριά στον ορίζοντα πορφυρόχρουν κομμάτι ουρανού φωτίζει τη νύχτα μου. Ζωγραφισμένη κατάματα η μορφή σου. Γέμισε η σκέψη μου απόψε απ τον παράδεισο. Κι από Σένα.


19 Οκτωβρίου 2017

Η πηγή


Τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού διάφανο κρύσταλλο αναβλύζει το νερό της. Τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα σε τυλίγει η άχνα της, χάδι και θαλπωρή στα σπλάχνα σου. Φτάνεις κουρασμένος, ιδρωμένος από χρόνια ανηφόρας στη κορυφή του βουνού. Κοιτάς πίσω σου, κοιτάς μπροστά κατηφόρα. Πάνω γαλάζιος ουρανός, σηκώνεις τα χέρια χορευτική φιγούρα παραδομένη στη δίψα της ζωής. Απλώνεσαι στο χώμα, μέσα στις φτέρες, δίπλα στα έλατα, καθρεφτίζεται η μορφή της. Πίνεις αχόρταγα, παγωμένο νερό, ρακόμελο, έρωτα, αγάπη. Φτερουγίζει μια πέρδικα μέσα από τους άσπρους βράχους, μέσα απ' την κατακόκκινη καρδιά σου. Ο πόλεμος τέλειωσε. Το παιδί βγαίνει ξανά στις αλάνες. Φοράς το άσπρο σου φόρεμα και μου χορεύεις. Θέε μου τι Όμορφη μες το αθάνατο νερό. Μες την αιωνιότητα.


19 Οκτωβρίου 2017

18 Οκτ 2017

Να μεθύσουμε


Ετοίμασα απόψε το τραπέζι, καταμεσής στο χωράφι. Άσπρο τραπεζομάντηλο πάνω στο φρέσκο χορτάρι. Ένα μπουκάλι με κόκκινο κρασί Μπωντλαίρ στη μέση. Στα πιάτα τα τραγούδια σου. Άρχισαν οι πρώτοι καλεσμένοι. Το φεγγάρι και τ αστέρια, το αεράκι απ το βουνό. Με κούρασε η μέρα, τόσα πολεμικά αεροπλάνα πάνω στο κεφάλι μου. Έρχονται κι άλλοι. Ψίθυροι και λέξεις. Βλέπω από μακριά να φτάνει το χαμόγελό σου. Ανεμίζουν ξανθά μαλλιά στη μορφή σου. Να και τα αρώματα, μαζί με τα πρώτα φθινοπωρινά φύλλα. Όλοι οι φίλοι μας είναι εδώ. Εσύ θάρθεις; Να μεθύσουμε.



18 Οκτωβρίου 2017

16 Οκτ 2017

Μικρή ιστορία


Μικρό, ανεπαίσθητο κλάμα. Αδιόρατο ξάφνιασμα τρόμου και εγκατάλειψης από το σκοτάδι στο φως. Αν προσπαθήσω να περιγράψω αυτό που εδώ και ώρα άκουγα δεν θα τα καταφέρω. Αυτή η κραυγούλα, όμοια με νεογέννητου παιδιού που διαμαρτύρεται για τον κόσμο που αντικρύζει, με αναστάτωνε χωρίς να κάνω τίποτα, απορροφημένος ανάμεσα στις φασολιές. Ξεχορτάριαζα με το τσαπί τις αυλακιές, τόση αγάπη για τα φυτά, τόσο αναίσθητος στο κλάμα. Συνέχιζε η φωνή που με καλούσε σε βοήθεια. Στο χωράφι ακούω τόσους ήχους όσοι και οι κόκοι της άμμου. Από μακριά έρχονται οι κραυγές, από κοντά οι ψίθυροι. Απ' τον ουρανό με βομβαρδίζουν αεροπλάνα την ώρα που ακούω τρυφερές μπαλάντες, στο κανάλι κάνουν συναυλία τα βατράχια κι ένα ζευγάρι παγώνια μου στέλνουν συνέχεια χαιρετίσματα. Αν ήμουν ικανός κάποιο θα έπνιγα. Είναι πανδαισία χρωμάτων τα ανοιχτά φτερά του παγωνιού, αλλά απ σεβασμό στην ομορφιά του δεν θα το βαπτίσω αλλιώς.
Στο διάλλειμα άρχισα να ψάχνω μέσα στο διπλανό βαμβακοχώραφο το κλάμα.
Ήταν όσο το μισό μικρό μας δάχτυλο. Δεν είδα ποτέ πιο τρυφερό πλάσμα. Ήταν ανάσκελα. Τα ποδαράκια του σαν οδοντογλυφίδες. Το αναποδογύρισα. Ένα ελαφρύ χνούδι στο λιλιπούτειο κορμάκι του. Τα μάτια του ήταν κλειστά, δεν είδα το χρώμα τους. Ένα τόσο πλασματάκι έβγαζε τόση φωνή, τόσο πόνο. Ακίνητο, αβοήθητο, αδύναμο. Ποιά μάνα το εγκατέλειψε μόλις το γέννησε;
Η φωνή του ξεψυχούσε. Έσβησε πριν ζήσει. Του πέταξα δυο χούφτες χώμα. Παραδόθηκε στην μάνα όλων μας, στη γη μας.
Έμεινε σε μένα για πάντα η εικόνα του. Ένα αθώο ποντικάκι δεν έκανε τον κύκλο του.



16 Οκτωβρίου 2017

12 Οκτ 2017

Φυλακή

Με μια αχτίδα ήλιου με βρήκε το μεσημέρι. Κι έξω ο ουρανός καταγάλανος, ο ήλιος κατακόρυφος στη γη. Μυρίζει μούχλα, κάτουρα, αηδία αυτό το υπόγειο. Είσαι ένοχος, είπαν και με τσουβάλιασαν. Με πέταξαν εδώ, και με παράτησαν. Ένας φύλακας έφερε γλυφό νερό. Γιατί; Τον ρώτησα. Δικάζουν τους ευαίσθητους, είπε κι έφυγε.


12 Οκτωβρίου 2017

9 Οκτ 2017

Χώμα

Παλιές γνώριμες εικόνες, ήχοι παλιοί, μυρωδιές των παιδικών χρόνων. Άσπρες, κάτασπτρες μικρές νύφες χορεύουν στο πράσινο χωράφι με το βαμβάκι. Ένα τρακτέρ οργώνει τη γη, φρέσκο χώμα μοσχοβολά ο κάμπος. Δίπλα καμαρώνει ο Κόζιακας. Λαμπυρίζει ο ήλιος του Οκτώβρη πάνω στα φύλλα των δέντρων. Και όταν κάποια στιγμή όλα σωπαίνουν, είναι γιατί προσεύχεται η ομορφιά της φύσης. Ένα ορτύκι ταξιδεύει στον ουρανό, ακούω το πέταγμα των φτερών, όπως ακούς το ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων της αγαπημένης. Σηκώνω τα μάτια στα φύλλα της ιτιάς, ασημί ζουν τα παιδικά μου όνειρα. Ένα καλοκαίρι στον ίσκιο της, είπαμε τόσες ιστορίες από μια χώρα που χάθηκε. Όπως χάθηκα κι εγώ μες το τσιμέντο της πόλης. Το τρακτέρ έβαλε μπροστά πάλι τη μηχανή, το αλέτρι αναζωογονεί τη γη. Η μάνα φύση με γέννησε, αυτή με μεγάλωσε, αυτή με ξαναγέννησε. Εδώ θα γυρίσω πάλι, πάλι, για πάντα.


9 Οκτωβρίου 2017