28 Δεκ 2010

Άρωμα βιβλίου

Περπατούσαν αγκαλιασμένοι στους δρόμους της γιορτινής πόλης. Μόλις έμπλεκε η νύχτα με τη μέρα, ήταν η τελευταία εβδομάδα του χρόνου. Τα φώτα είχαν ανάψει.
Αυτή φορούσε το ρόδινο κασκόλ της, έπεφτε σαν ζεστή φλόγα πάνω στο μαύρο της παλτό. Αυτός φόρεσε τα μάλλινα γάντια του, αυτή του επέμεινε, έκανε τσουχτερό κρύο. Ένοιωθαν σαν να ήταν χρόνια μαζί, ο καστανάς στη γωνία τους χαμογέλασε.
Σταμάτησαν μπροστά σε μια μάνα που κρατούσε το μικρό παιδί της και εκλιπαρούσε λίγη βοήθεια, της έδωσε όλα τα ψιλά που βρέθηκαν στο πορτοφόλι της, έφυγαν γρήγορα, δεν άντεχε τέτοιες εικόνες .
Ήταν γιορτές και είχε καταλαγιάσει η τρικυμία της απογοήτευσης, της πίκρας και της οργής που έδερνε ένα χρόνο τώρα τη χώρα, λίγο τα στολισμένα δέντρα, λίγο οι ευχές, λίγο μια σιωπηλή συμφωνία ότι δεν τρέχει τίποτα, να δουλέψει κάπως η αγορά, τα περισσότερα μαγαζιά ήταν έτοιμα να κλείσουν. Ένα φτιαχτό κλίμα που έδινε κάποια ελπίδα .
Χάζεψαν τη βιτρίνα ενός καπνοπωλείου, πούρα Αβάνας, πίπες καπνίσματος, έργα τέχνης, αυτός είχε ήδη μια συλλογή από παλιά. Μπήκαν μέσα του έκανε το πρώτο δώρο, μια δερμάτινη θήκη για τον καπνό του.
Προχώρησαν στη πλατεία, έμειναν για αρκετή ώρα, κάνοντας γκριμάτσες σ’ ένα ζωντανό ανθρώπινο άγαλμα ντυμένο άγγελος, στο τέλος χαμογέλασε, του έδωσαν κι ένα ευρώ. Δίπλα μία παρέα κουβανών έπαιζε τραγούδια αγάπης.http://www.youtube.com/watch?v=4xjPODksI08&feature=player_embedded!
Είδαν τα κλασικά βιβλία στον πάγκο ενός πλανόδιου βιβλιοπώλη, της πήρε το Xωρίς οικογένεια που είχε διαβάσει στα παιδικά της χρόνια και ακόμα δακρύζει. Βρήκαν ένα φιλικό τους ζευγάρι, μαύρα Χριστούγεννα περάσαμε, απολύθηκε ο Νίκος απ΄ τη δουλειά την ημέρα της γιορτής του, η Αννούλα είχε μπλέξει με τον οδοντίατρο, αντάλλαξαν ευχές και πήραν όλοι από ένα πρωτοχρονιάτικο λαχείο απ’ τον λαχειοπώλη που πουλούσε ελπίδες.
Πέρασαν την οδό Μετεώρων, πήραν την οδό Αριστοτέλους, ( http://www.youtube.com/watch?v=5oDiFJCuvKE ) παίζοντας σαν μικρά παιδιά, χώθηκαν για λίγο ο ένας στην αγκαλιά του άλλου για να ζεσταθούν, φιλήθηκαν κι αυτός σκούπιζε το κραγιόν που είχε μείνει στα χείλη του, η αγορά είχε κλείσει, ούτε που θυμήθηκε να της πάρει άλλο δώρο εκτός απ΄το παιδικό βιβλίο. Πήγαν και χώθηκαν σ’ ένα μπαράκι, στο Fagotto στην οδό Ονείρων.
Τους άρεσε αυτό το μπαράκι, το είχαν ανακαλύψει τον καιρό που γνωρίστηκαν, τους έφερνε στο μυαλό τις πάμπ της δεκαετίας του ’80. Έπαιζε παλιά rock κομμάτια, ο Charlie Chaplin, ο Che Guevara, o Tomáš & Tereza, μια αφίσα του Φρόυντ και άλλες αγαπημένες τους μορφές στους τοίχους, διάλεξαν ένα παλιό καναπέ να κάτσουν, να είναι δίπλα δίπλα .
Του είπε για τους άστεγους μετανάστες που πήγε το μεσημέρι, δεν θέλω να ξαναπάω του είπε, δεν θέλω να βλέπω έτσι τους ανθρώπους, μίλησαν για το αύριο, ποιό αύριο;
Έπαιζε χαμηλά μουσική ήταν νωρίς ακόμα, ένα κομμάτι των Simon and Garfunkel http://www.youtube.com/watch?v=bE1dz6_u2JI&feature=related
Έπιναν το κόκκινο κρασί σαν μεταλαβιά ζωής, χάιδευαν ο ένας τα μαλλιά του άλλου, θέλησαν να χορέψουν νοερά ένα τραγούδι άσχετο με το μπαράκι, νοερά, τους έδενε το ίδιο άρωμα.
Η μουσική τους ζέστανε τη ψυχή, την ελπίδα, τ’ όνειρο, τη ζωή, μέρες γιορτών, βγήκαν για μια ανάσα. Άφησαν τη φωνή του Eric Clapton πίσω τους στο μπαράκι, φεύγοντας, γύρω στις τρείς το πρωί.http://www.youtube.com/watch?v=AscPOozwYA8
Περπατούσαν στους παγωμένους δρόμους, πότε τρέχοντας, πότε αγκαλιά, δεν τους ένοιαζε που πήγαιναν, όταν είδαν το διανυκτερεύον Βιβλιοπωλείο.

Διανεκτερεύον βιβλιοπωλείο της Οδού Ονείρων

Στη βιτρίνα είχε περισσότερο βιβλία ποίησης, μικρή βιτρίνα, μικρός χώρος. Κοντοστάθηκαν στη βιτρίνα. Στον κήπο του αγαπημένου, του Τζελαλαντίν Ρούμι, το κοράκι του Πόε, ερωτικά ποιήματα του Πάμπλο Νερούδα, τα ερωτικά του W.B.Yeats, ερωτική ποίηση από την αρχαία Αίγυπτο του Έζρα Πάουντ-Νοελ Στοκ, τα ερωτικά του Ρίτσου και κάποια καινούρια best –sellers για το ευ ζην.
Δεν κρατήθηκαν, μπήκαν μέσα. Ζεστάθηκαν.
Δυό στρόγγυλοι πάγκοι με βιβλία, δυό τραπεζάκια με καρέκλες του σκηνοθέτη, ένα μικρό γραφείο, καμιά δεκαριά ράφια από φυσικό ξύλο στον ένα τοίχο, μια κάβα με κρασιά και μια μεγάλη σιντιέρα στον άλλον. Ένα μεγάλο φωτιστικό εποχής στο ταβάνι και δυό μικρότερα πάνω από κάθε πάγκο. Φιλοσοφία, δοκίμια, θέατρο, κινηματογράφος, αρχαία γραμματεία, κλασική λογοτεχνία, μικρές ξύλινες πινακίδες γραμμένες με μαύρα γράμματα σε κάθε ραφάκι. Το μικρό είναι όμορφο, τα καλά βιβλία χωράνε παντού.
Έβγαλαν τα παλτά τους και τα κρέμασαν σε μια μικρή κρεμάστρα σε σχήμα βιβλίου πίσω απ’ την πόρτα. Ακουγόταν διάχυτα απαλή όμορφη μουσική-σαν φλόγα από τζάκι ήταν. http://www.youtube.com/watch?v=t7sPTryBRR8&feature=player_embedded

Mια γυναίκα με κόκκινο μακρύ φουστάνι και μαύρο καπέλο, με μια μικρή γοητευτική ελιά πάνω απ’ τα χείλη της, τους χαμογέλασε.
-Πρώτη φορά σας είδαμε, έχετε καιρό που ανοίξατε;
-Ούτε μια βδομάδα, κλείσαμε το βιβλιοπωλείο της ημέρας και ανοίξαμε δύο για τη νύχτα.
Αυτός πήρε στα χέρια του το μονόγραμμα του Ελύτη, κάθε φορά που ένοιωθε ζεστά, εκεί πήγαινε στα βαθιά καταγάλανα νερά του Αιγαίου να δροσιστεί.
Οι δυό γυναίκες μιλούσαν μεταξύ τους, αυτός σκάλιζε βιβλία, η μουσική πλημμύριζε το χώρο. http://www.youtube.com/watch?v=3MYachk_Rt4&feature=player_embedded
Ήταν τα τραγούδια της νιότης, σαν ψίθυροι στο ραδιόφωνο.
Τότε σταμάτησε ξαφνικά η μουσική και ακούσθηκε το έκτατο δελτίο ειδήσεων, τέσσερις και τέταρτο ακριβώς.

“Απήγαγαν πριν από μισή ώρα τον Πρωθυπουργό της χώρας. Το πρωτοφανές γεγονός στα χρονικά της χώρας ακόμα διερευνάται. Εικάζεται ότι οι δράστες ήταν τρείς και με ανακάλυπτη μέθοδο, ξεγέλασαν τους φρουρούς του πιο φυλαγμένου κτιρίου της χώρας, την οικία του Πρωθυπουργού. Φεύγοντας άφησαν επιστολή στη γυναίκα του, ότι δεν πρόκειται να του κάνουν κακό. Τα μόνα λίτρα που ζητάνε, είναι τα όνειρά τους πίσω, εδώ και τώρα. Όπως καταλαβαίνετε είμαστε μπροστά σε ένα μοναδικό γεγονός, λίγες μέρες πριν την Πρωτοχρονιά. Θα είμαστε μαζί σας με συνεχή δελτία ειδήσεων”.

Κοιτάχτηκαν και οι τρείς. Το ραδιόφωνο συνέχισε με κλασική μουσική
http://www.youtube.com/watch?v=qSeg69d3CQ8

Κοίταξαν έξω, άρχιζαν να πέφτουν αραιές νιφάδες χιονιού, φαινόταν στο φως της λάμπας.
Αυτή η πίκρα κάπου θα έβγαζε, είπαν.
Πήραν τα παλτά τους να φύγουν, αύριο θα ξανάρθουμε να πάρουμε βιβλία, της είπαν.
Μια άλλη μέρα θα ξημέρωνε ώσπου να φτάσουν στο σπίτι τους.
Ο ταξιτζής έβαλε τους υαλοκαθαριστήρες, το χιόνι δυνάμωσε για τα καλά.

Ταξιδευτής
28 Δεκεμβρίου 2010

25 Δεκ 2010

Τα πιο όμορφα Χριστούγεννα

Πετούσαν πάνω από τα 2500 πόδια, καθόταν δίπλα του, όταν άναψε το σήμα προσδεθείτε στις θέσεις σας. Επικράτησε μια σχετική ανησυχία, η οποία επιδεινώθηκε με την ανακοίνωση του κυβερνήτη, λόγω βλάβης του ενός κινητήρα θα προσγειωθούμε αναγκαστικά στο πλησιέστερο αεροδρόμιο.
Πριν λίγο ρουφούσαν ο ένας τις ερωτικές ματιές του άλλου. Ξημερώνοντας Χριστούγεννα.
Είχαν γνωρισθεί ξανά πριν δυό μήνες, ήταν μια παλιά φιλία, που απρόσμενα εξελίχθηκε σ’ έναν μεγάλο έρωτα και τώρα θα περνούσαν μαζί τις πρώτες τους γιορτές. Επτά μέρες στην πόλη του Κάφκα.
Επτά μέρες, όλες τις ώρες μαζί. H Πράγα τους μάγευε μέσα απ’ τον οδηγό και η σχέση τους μέσα απ’ την αγάπη. Ήταν μια δύσκολη χρονιά και για τους δύο, ήταν αυτή που τους ένωνε πιο πολύ κι απ’ τον έρωτα που γεννήθηκε. Του χάιδευε τρυφερά τα μαλλιά και δεν χόρταιναν τα φιλιά τους, όπως στα άρλεκιν. Η ζωή τους δεν ήταν άρλεκιν όμως ,σκληρή δουλειά ,οικονομικά ζόρια, πολύ διάβασμα, κάθε λίγο και λιγάκι στις πορείες. Τα πιο σκληρά μέτρα που πάρθηκαν ποτέ στη χώρα τους ήταν αυτή τη χρονιά από ‘’σοσιαλιστική κυβέρνηση’’.
Ήταν αυτό το τέταρτο που έζησαν όλη τους τη ζωή ξανά, τα χρόνια τους στο σχολείο, στη Θεσσαλονίκη φοιτητές και οι δύο μετά την δικτατορία, οι γάμοι τους που ναυάγησαν, τα παιδιά τους που μεγάλωσαν, τα όνειρα του λαού το 81, η απογοήτευση της γενιά τους, ο ανήμπορος πατέρας της που άφηνε πίσω, η μάνα του όταν του έδωσε την ευχή να περάσετε ονειρικά, -η Πάργα είναι μαγευτική.
Μοιράσθηκαν ακόμα ένα φιλί ζωής και θανάτου, ψυχραιμία της είπε, όλα θα πάνε καλά.
Θα ήθελε να πάρει τηλέφωνο σε όλους τους φίλους της να τους πει καλά Χριστούγεννα, δοκίμασε το κινητό δεν έπιανε, ούτε γραμμή σήμα, το άφησε, σφίχτηκε πάνω του.
Το πλησιέστερο αεροδρόμιο είναι της Βιέννης, εκεί θα προσγειωθούμε σε δέκα λεπτά περίπου, πήραν μια ανάσα, όταν ξανακούσθηκε η φωνή του πιλότου ψύχραιμη.
Η αεροσυνοδός μοίραζε μελομακάρονα και χαμόγελα, το απέναντι ζευγάρι είχε αλλάξει χίλια χρώματα, η γη κάτω φαινόταν σαν σπιρτόκουτο, η αγωνία ζωής η θανάτου κορυφώθηκε .
Όταν άρχισε να προσγειώνεται το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο της Βιέννης, τα χαμόγελα φώτισαν τη μέρα που ξημέρωνε .Μπορείτε να συνεχίσετε με την πτήση 927 της εταιρείας μας για Πράγα, είμαστε τυχεροί που προσγειωθήκαμε!

Την πήρε αγκαλιά και περπατούσαν στους δρόμους της Βιέννης όλο το πρωινό, σταμάτησαν ένα ταξί, στο τρένο του είπαν. Το απόγευμα στις επτά ήταν στο πιο ζεστό δωμάτιο του ξενοδοχείου, ο ένας μέσα στον άλλον. H Πράγα  ήταν μες τα φωτάκια της.
Θυμήθηκα σήμερα αυτή την ιστορία, όταν κάποιοι έλεγαν τα πιο όμορφα Χριστούγεννα της ζωής τους στην εφημερίδα, και είπα ευκαιρία να τη μοιρασθώ με τους φίλους μου, αντί για χρόνια πολλά.

Ταξιδευτής
25 Δεκεμβρίου 2010


22 Δεκ 2010

Χριστουγεννιάτικο τραπέζι

Φόρεσε το παλιό παλτό του και βγήκε στους δρόμους. Δεν άντεχε άλλο τη μοναξιά του, ανήμερα Χριστούγεννα. Από τότε που έφυγε η γυναίκα του, τα παιδιά του είχαν φύγει στο εξωτερικό για σπουδές και παρέμειναν εκεί, έμεινε μόνος του. Έσφιγγε τα δόντια.
Σηκώθηκε νωρίς το πρωί, ξυρίστηκε, χάιδεψε τη γάτα του, διάβασε ακόμα μια φορά τον γλάρο Ιωνάθαν, δεν ήθελε βαριές σκέψεις σήμερα στη ψυχή του. Το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκε αγκαλιά με τα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια του Μάρκαρη, του πλάκωσε τη ψυχή, αν και χαριτολογώντας ο Μάρκαρης με τον Χαρίτο του δεν άφηνε περιθώρια για μελαγχολικούς ελιγμούς. Παρ’ όλα αυτά η νύχτα χωρίς φως, είναι πάντα μαύρη.  Ξεχώριζε μόνο τ’αστέρια στον ουρανό.

Το ταξίδι στην άκρη της νύχτας του Σελίν, τον είχε σημαδέψει. Κανένας δεν γυρίζει αλώβητος από κεί.

Πήγε έντεκα, έριξε μια ματιά στη φωτογραφία της γυναίκας του, πλάι στο κομοδίνο και βγήκε στο τσουχτερό κρύο. Λίγα αυτοκίνητα στους δρόμους, ακόμα λιγότεροι άνθρωποι. Ήδη είχε στρωθεί το γιορτινό τραπεζομάντιλο στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Πήρε την οδό Διαμαρτυρίας και περπάτησε μέχρι τη Επανάστασης, σταμάτησε στο καστανά και πήρε λίγα κάστανα, περισσότερο να ζεστάνει τα χέρια του, παρά την όρεξή του. Πέρασε απέναντι, μπήκε σε μια στοά και βγήκε στην Ελευθερίας, δεν βιαζόταν, βόλτα βγήκε, την αύρα των Χριστουγέννων ήθελε. Σταμάτησε και χάζεψε τη βιτρίνα του αγαπημένου του βιβλιοπωλείου, της Σεμέλης. Χθες ήταν εκεί, αγόρασε το βιβλίο του Στεφανάκη, να πολεμάς με τους θεούς, τον γύρο του θανάτου του Κοροβίνη και τον ιδιωτικό βίο του Μάξουελ Σιμ του Τζόναθαν Κόου. Μια φορά την εβδομάδα θα περνούσε απ’ το βιβλιοπωλείο, μετά πήγαινε στις 9 Μούσες, το μόνο δισκάδικο που απέμεινε στη πόλη και αγόραζε cds με κλασική μουσική. Είχε συνηθίσει χρόνια να διαβάζει ακούγοντας κλασική μουσική.
Τα μαγαζιά κλειστά, αστικά δεν κυκλοφορούσαν, κάποια καφέ ήταν ανοιχτά, ακόμα και τα Goodys, εστιατόρια καταναγκαστικού φαγητού, που δεν κλείνουν ποτέ, ήταν κλειστά σήμερα.
Απέναντι η πλατεία Αγωνίας, με το στολισμένο με ψεύτικο άσπρο χιόνι δέντρο.
Προχώρησε κι έστριψε στην οδό Αμαρτίας, όλα τα κόκκινα φωτάκια σβηστά, παρακάτω ο σιδηροδρομικός σταθμός. Μπήκε μέσα, του άρεσε να πάει εκεί, έπιανε μια γωνιά παρατηρώντας τους ανθρώπους, μάζευε υλικό και χαρακτήρες, ήθελε κάποτε κι αυτός να γράψει ένα βιβλίο. Είχε ήδη φυτέψει ένα δέντρο και έκανε δυό παιδιά.
Πήγε στο μικρό καφενεδάκι του σταθμού, παρήγγειλε κονιάκ κι έκατσε δίπλα στο παράθυρο, ήθελε να δει το τρένο να περνά. Στην τηλεόραση οι ειδήσεις των μία. Ο πατριάρχης
έστελνε τις ευχές για την σωτηρία του ανθρώπου με τη γέννηση του Θεανθρώπου, ο πρωθυπουργός έλεγε πάλι ότι η χώρα θα σωθεί, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης δεν θα σωθεί και οι υπόλοιποι αρχηγοί ότι χρεοκόπησε ήδη η πολιτική και η χώρα μαζί. Απέναντι του κάποιος διάβαζε για το ντέρμπυ των αιωνίων αντιπάλων, στο φως των σκορ, μια νέα κοπέλα άκουγε μουσική απ΄ το walkman, με το κοσμοπόλιταν στα χέρια της.
Τότε μπήκε μέσα.Ψηλή, πράσινα μάτια, καστανά κοντά μαλλιά. Μια γυναίκα κοντά στην ηλικία του. Κρατούσε στα χέρια της το τέλος της μικρής μας πόλης, του Χατζή.
Στο άλλο τραπεζάκι μόνη της άρχισε να διαβάζει, συναντήθηκαν αρκετές φορές τα μάτια τους αμήχανα και ένα χαμόγελο αδιόρατο…..
Στα σπίτια το χριστουγεννιάτικο τραπέζι είχε στρωθεί για τα καλά, ο σταθμάρχης ανακοίνωσε ήδη τον ερχομό του τρένου.
Ένας άντρας και μια γυναίκα άλλαζαν ματιές, σαν να ήταν γιορτινές ευχές!
Το τρένο έφθασε, έφευγε, η γυναίκα σηκώθηκε τρέχοντας να προλάβει. O άντρας έτρεξε πίσω της φωνάζοντας, σας έπεσε η φωτογραφία, ο σελιδοδείκτης σας.
Μπήκε κι αυτός μαζί της στο τρένο να την προλάβει. Οι πόρτες έκλεισαν πίσω του, το τρένο ήδη ξεκίνησε.
Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ζωντάνεψε απρόσμενα.


Ταξιδευτής
22 Δεκεμβρίου 2010


7 Δεκ 2010

Έχουμε πόλεμο

"Κατοχή από κατοχή δεν έχει διαφορά" του είπα. Και ήρθε το ξέσπασμα.

Τότε, μες στη δίνη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τολμήσαμε και είπαμε ΟΧΙ. Τότε ήταν φανερός ο εχθρός, τότε ήταν συγκεκριμένη η ξένη κατοχή. Σήμερα;


Μετά από 66 χρόνια που έφυγαν οι Γερμανοί του Χίτλερ, πως καταφέραμε να ξαναφέρουμε τους Γερμανούς της Μέρκελ;

Σήμερα είπαμε Ναι!

Μετά τον πόλεμο η Ευρώπη στήθηκε ξανά στα πόδια της, εμείς φάγαμε τα μούτρα μας στον εμφύλιο, στην εκδίκηση μετά, τη χούντα παραμετά και τα παραμύθια ακόμα πιο μετά.
Και φθάσαμε σ' αυτή την υποδούλωση, την πιο εξευτελιστική απ' όλες.

Έτσι γίνονται οι πόλεμοι σήμερα, οι οικονομικές σφαίρες τους αργοπεθαίνουν τον λαό, όχι τους έχοντες και κατέχοντες, αυτοί στην αναμπουμπούλα χαίρονται.

Αν περιμένουμε απ' τους ταγμένους των ΗΠΑ και των τραπεζών να μας σώσουν, είμαστε πολύ γελασμένοι.Αυτοί είναι οι κατακτητές της χώρας σήμερα και η πέριξ συμμορία που τους γλείφει για ίδιον όφελος... και εννοώ την ντόπια συμμορία.
Οι μεν της δεξιάς φανερά και οι άλλοι οι "σοσιαλιστές" με τη μάσκα τους.  Και οι δύο παραδομένοι στα συμφέροντά τους, έφθασαν τη χώρα και τον λαό στο αδιέξοδο.

Κι ο λαός τι έκανε, απολάμβανε τις παροχές και αντιπαροχές. Το πάθος του καταναλωτισμού. Όλα τα αμαρτήματα πακέτο.

Κι έτσι υποδουλωθήκαμε όλοι μαζί στα έξυπνα σχέδια των δανειστών.
Πέρασαν 36 χρόνια απ' τη δικτατορία και μετά και, αντί να στεριώσουμε μια δημοκρατία με αγνά υλικά, κτίζαμε πύργους στην άμμο και παίζαμε με τα κουβαδάκια μας.

Τώρα μια επανάσταση μένει. Αυτή της τσέπης. H τσέπη καθόρισε τα τελευταία χρόνια τη χώρα, αυτή έχει τώρα  τον λόγο.

Διάβαζα πριν την σπίθα που έριξε ο Θεοδωράκης για προβληματισμό. Ούτε αυτή δεν είναι ικανός να διαβάσει ο Έλληνας σήμερα. Ένας Θεοδωράκης που έχει ανάστημα στα 85 του -που θα του "ταίριαζε" η σιωπή- λέει τις πιο ωμές αλήθειες.

Ποιος πρέπει να πολεμήσει να φύγει η υποδούλωση, αν όχι εμείς ο λαός; Πού είναι ο λαός;
Ίσως στην πιο βροντερή σιωπή που έπεσε ποτέ στη χώρα.

Μια σπίθα χρειάζεται να ανάψει τη φωτιά.

Κι ένα «μολών λαβέ» απ' όλους μας.

Είναι αλήθεια, λοιπόν. Έχουμε πόλεμο.

Μην το γελάς μωρό μου,  λέει ο Τζίμης Πανούσης.

Ταξιδευτής
7 Δεκεμβρίου 2010

Δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 9/12/10
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=586722