31 Ιουλ 2020

Τα σημάδια

Ο νους μου απόψε πάει στον Ζορμπά. Δουλευταράς, γλεντζές, γυναικάς. Ανθρωπος ζωντανός, ανήσυχος, με το κεφάλι ψηλά. Με καθήλωσε μια Κυριακή στην νιότη μου, στο τέλος πήρα ένα κρητικό μαχαίρι και σημάδεψα το αριστερό μου χέρι. Αυτός είναι ο άνθρωπος, να το θυμάσαι. Όταν σήκωσα τα μάτια μου απ' το βιβλίο, ο κόσμος μου φάνηκε λίγος.

Απόψε σηκώνω τα μάτια μου στο φεγγάρι, πως χάθηκε έτσι η ζωή μας, μέσα σε τόσες μικροπρέπειες. Πήρα πάλι εκείνο το μαχαίρι, σημάδεψα και το δεξί μου χέρι.

Δεν ισχυρίζομαι πως δεν υπάρχουν και στιγμές ανάτασης

Εκείνες που η τρέλα ξεπερνάει τη λογική, όταν νομίζεις ακόμα πως ο κόσμος θ' αλλάξει.

Φτάνουν τα σημάδια;

30 Ιουλ 2020

Αύγουστος

Σώπα τζιτζίκι, νύχτωσε, ξεκουράσου

Σώπα να ακούσω την ερημιά μου

Τόσα βράδυα  η αλεπού δεν φάνηκε

Ανησυχώ

Στις ειδήσεις δεν είπαν για την απουσία της, δεν είναι διάσημη  βλέπεις

Σώπα τζιτζίκι, παράξενο δύσκολο καλοκαίρι

Ένας τουρίστας βρέθηκε με ιό, η θάλασσα άδειασε

Σώπα τζιτζίκι, σώπα νύχτωσε

Κοιμήσου τώρα, αύριο πάλι

Σπαστικό τζιτζίκι σκάσε, θέλω να σκεφτώ τον Αύγουστο, έφτασε.

29 Ιουλ 2020

Έλα

Στο χωράφι έφτιαξα ένα μπαράκι. Μια μεγάλη τάβλα με δυό πόδια. Δύο ποτήρια και δυό  κόκκινα τριαντάφυλλα. Ντύσου το φεγγάρι κι έλα. Φώναξα και τ' αστέρια.

Σήμερα με απέλυσαν απ' την εφημερίδα. Ή γράφεις αυτά που θέλουμε ή φεύγεις. Έφυγα.

Πήρα λευκό κρασί. Πάρε το χαμόγελο σου κι έλα.

28 Ιουλ 2020

Γείτονες

Απέναντί μου δυό δέντρα στέκουν θεόρατα το ένα δίπλα στο άλλο. Μια λεύκα κι ένας σφένδαμος. Είναι τόσο κοντά, που οι ρίζες τους ενώθηκαν από χρόνια, το ένα αγγίζει το άλλο. Αναρωτιέμαι αν αγαπιούνται, αν μαλώνουν, αν φλερτάρει έστω το ένα το άλλο. Οταν φυσάει βλέπω τη λεύκα να γέρνει στην αγκαλιά του σφένδαμου, όταν φυσάει τα δέντρα φοβούνται μη σπάσει κάποιο κλαδί τους. Η λεύκα κοκέτα, στολισμένη συμμετρικά, είναι μια κούκλα στον κάμπο, ο Σάντρο Μποττιτσέλλι θα την ζωγράφιζε αν ήταν γυναίκα, ο σφένδαμος είναι σαν τα μαλλιά του Μπόρις Τζόνσον. Τα δυό δέντρα είναι καταδικασμένα να ζουν μαζί, όπως η Ελλάδα με την Τουρκία. Τους γείτονες δεν τους επιλέγεις. Δεν είναι φίλοι στο διαδίκτυο.

Έζησαν μέρες και νύχτες μαζί, δειλινά και γλυκοχαράματα, χιόνια και καύσωνες. Πάω στοίχημα πως αγαπιούνται, αν πεθάνει το ένα θα σβήσει και τ άλλο. 

Βέβαια δεν ισχύει με όλους τους γείτονες το ίδιο. Ειδικά με τους εξ ανατολών.

27 Ιουλ 2020

Keeper

Η ησυχία της φύσης είναι τέτοια, που ακούω το χορτάρι να μεγαλώνει. Πράσινο το τριφύλλι, ίδιο το χρώμα των ματιών σου, ασάλευτα καλαμπόκια στην τελική ευθεία, ένα άσπρο σύννεφο παίζει με τον ζεστό ήλιο. Πέρα μακριά πλέκονται οι κορφές των βουνών, τα κοντινά δέντρα συνναγωνίζονται την ομορφιά του καλοκαιριού. Ένα ζευγάρι εραστών ίπταται στον ουρανό, όπως στον πίνακα του Σαγκάλ.

Περπατάω αμέριμνος δίπλα στα κλήματα, θαυμάζω τις κόκκινες ρόγες των σταφυλιών, τα πρασινόχρωμα  φύλλα τους, όταν άκουσα βαριά την ανάσα του.  Ο keeper.  Με πρησμένη κοιλιά, κλειστά μάτια, πέθαινε. Του κάνω εντριβές, η ανάσα του άρχισε να χάνεται, βάζω το χερι μου στο στόμα να κάνει εμετό, τίποτα. Τον βάζω στη θέση του συνοδηγού, πατάω τέρμα το γκάζι, απ' το χωματόδρομο είναι πιο κοντά, ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης με ακολουθεί, αλάρμ και κόρνα στην άσφαλτο, σε πέντε λεπτά ήμουν στο κτηνιατρείο. Φόλα, του λέω, γρήγορα. Πλύση στομάχου, μια ένεση, τον σώσαμε.

Αν δεν ήταν οι ρόγες των σταφυλιών που κοκινίζουν τώρα, ο keeper θα είχε πεθάνει.

Γυρίζω στο χωράφι και νοιώθω ήδη Μονταλνπάνο. Θα βρω τον ένοχο.

Αυτή τη στιγμή ο ήλιος δύει στον Κόζιακα. Η γης ομόρφηνε στα χρώματα της δύσης. Εγώ κι ο keeper απολαμβάνουμε παρέα το ηλιοβασίλεμα.  Είναι τέτοια η φιλία μας, που η φίλη αλεπού ζηλεύει. Κάθεται μόνη της και μας κοιτάει πονηρά.

26 Ιουλ 2020

Το γλυπτό


Ο Θόδωρας δες ήρθε σήμερα στο χωράφι, ποτέ την Κυριακή. Όχι ότι πάει στην εκκλησία, όπως οι περισσότεροι, μπερδεμένος κι αυτός με την θρησκεία και την παράδοση. Εγώ ήρθα, αλλά διεκδικώ το δικαίωμα στην τεμπελιά. Μιλάω με τα δέντρα, μαλώνω με τα κλήματα, μυρίζω τα τριαντάφυλλα, παίζω μπάλα με τα καρπούζια. Μετά κάθομαι στον ίσκιο σαν τον σκεπτόμενο άνθρωπο του Ροντέν και χάνομαι ανάμεσα στη χαρά της ζωής του Ζολά και τη θλίψη της Σαγκαν. Τελικά καταλήγω στο βιβλίο της ανησυχίας, που είναι και της μόδας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έτσι στη μοναχικότητα της φύσης, νοιώθω κοινωνικά δικτυωμένος. Δεν είναι ανάγκη να κατανοείς τον Πεσσόα, κάτω από ποιες συνθήκες έγραψε κάτι, σε τι διάθεση, το πως και το γιατί. Αρκεί να τον ακολουθείς, έξω δεν θα πέσεις, αφού μέσα του συνυπάρχει ο πλούσιος και δαιμόνιος τραπεζίτης, αλλά και ο αναρχικός που αγωνίζεται για την απελευθέρωση της κοινωνίας.
Πως γίνεται;
Αν πετρώσω σκεπτόμενος θα σας πω. Εξ άλλου και το χωράφι θέλει ένα γλυπτό.

25 Ιουλ 2020

Πράσινη θάλασσα


-Πάλι διαβάζεις; Θα σε πνίξουν τα χορτάρια κι εσύ σκοτώνεις την  ώρα σου.

- Ασε με Θόδωρα, ψάχνουν ένα δολοφόνο, ξέρουν μόνο το πτώμα, το έχει τεμαχίσει ο ιατροδικαστής. Θα μπορούσες να κάνεις αυτή τη δουλειά;

- Καλύτερα να  σκάβω, εγώ δεν έχω σκοτώσει ούτε φίδι στη ζωή μου. Για να λειτουργήσει το οικοσύστημα όλα χρειάζονται.

-Ναι αλλά κρέας τρως

-Το βαφτίζω ψάρι, σαν τους καλόγερους στη νηστεία.

Κι έβαλε τα γέλια, άνθρωπος έξω καρδιά ο Θόδωρας, ψηλός, γεροδεμένος, δίχως παραπάνω κιλά, το πρόσωπό του σκαμένο απ' τον ήλιο και το κρύο. Στη χούντα τον συνέλαβαν δύο τρεις φορές, τους ξέφυγε. Υπήρχαν τα ΤΕΑ και οι καταδότες στα χωριά τότε. Κι αυτός έπινε και μιλούσε. Και σήμερα πίνει, αλλά δεν μιλάει. Μαζί του έμαθα να πίνω κι εγώ. Για ποιόν να μιλήσεις και τι να πεις, ο κόσμος έγινε τεκές, λέει. Όταν κουράζεται κάθεται στον ίσκιο και τραγουδάει. Αν δεν βρίζει θεούς και υπουργεία.

-Χάρτινο το φεγγαράκι, πράσινη η ακρογιαλιά...

- Ψεύτικη, Θόδωρα.

- Ολα ψεύτικα έγιναν σήμερα. Εγώ θυμάμαι πράσινη τη θάλασσα, μια φορά που πήγα με τη Βούλα.

-Μπλε, είναι η θάλασσα.

-Εκεί που πήγαμε στη Λευκάδα, πράσινη ήταν.

24 Ιουλ 2020

Κερνάω


-Πόσο δυστυχισμένος, πόσο χαιρέκακος, πόσο ανέραστος, πόσο ανύπαρκτος είναι ένας άνθρωπος που στρώνεται κάτω να προσευχηθεί στον Σουλτάνο, με την επίφαση του Μωάμεθ;
-Μήπως εδώ τα ίδια δεν γίνονται;
-Ναι ρε Θόδωρα, αλλά εδώ προσεύχονται σ' ένα Θεό ιστορικά δικό μας. Οταν δεν σέβεσαι τα παγκόσμια μνημεία, τι να σου κάνει η προσευχή;
-Εσύ τώρα ψάχνεις για σεβασμό στις δικτατορίες;
-Αφού ψηφίζουν.
-Εκεί ψηφίζουν με τα όπλα στο κεφάλι κι εδώ με τα κανάλια στο μυαλό.
Πρωινές κουβέντες, ήρεμες, με τον Θόδωρα. Ξεχορταριάζαμε και οι δυό τα χωράφια μας.
-Πολλά ζιζάνια ρε Θόδωρα, ένα βγάζεις δέκα φυτρώνουν.
-Πάμε να φύγουμε, δεν τελειώνουν ποτέ, γιαυτό ρήμαξαν τη γη τα φυτοφάρμακα. Αν ήξεραν στις πόλεις τι τρώνε!
-Πάλι για τσίπουρο;
-Πάμε έχω τρία ευρώ, κερνάω.

23 Ιουλ 2020

Τόσα καταλαβαίνω, τόσα λέω.

 

-Τελικά τζάμπα ανησυχήσαμε, αιφνιδιάσαμε την Τουρκία και δεν έγινε πόλεμος. Ούτε σκάνδαλο Νοvartis, υπήρξε, σκευωρία ήταν, μπρίκια κολλάει το παρακράτος, σωστά έκανε τη δουλειά του. Πάντα σωστά την έκανε, τι νόμισε ο Πολάκης, επειδη αντέχει να τα λέει, θα του περάσει κιόλας. Ο μπαμπάς του Πλεύρη έκανε καλή δουλειά, δικηγόρος για κάθε νοσον. Γέμισε Δημοκρατία χτες η Βουλή. Με συγκίνησε ο Αδωνης. Τι κρίμα αυτό το παιδί, παράτησε τη δουλειά του για το καλό μας και κάποιοι αχάριστοι να μην αναγνωρίζουν την εικόνα της Ελλάδας στο πρόσωπό του. Κρίμα.
-Μην πίνεις άλλο, δεν ξέρεις τι λες. Πόσες φορές σου είπα, δεν ξέρεις από πολιτική.
- Θόδωρα ένα καντηλάκι, να τους ανάψουμε, για μας δούλεύουν στα υπόγεια του Μαξίμου.
Ο Θόδωρος αγρίεψε το βλέμμα του, χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και πήρε φόρα.
-Άκου να μάθεις. Είμαι εβδομήντα πέντε χρονών. Δούλευα από νύχτα σε νύχτα κι εγώ και η γυναίκα μου. Πάντα στη φτώχεια. Τα μόνα χρήματα που πήρα απ το κράτος ήταν το μέρισμα του Τσίπρα. Τούτος τα έδωσε να παίρνουν φθηνότερα τους ποδοσφαιριστές. Έκοψε και τη σύνταξη του Πάσχα.
- Ναι αλλά ο Τσίπρας, φορολογούσε τους πλούσιους και δεν έκαναν επενδύσεις. Γέμισε η Ελλάδα πάλι εργοστάσια με τούτους.
Βγήκαμε και οι δυό τρικλιζοντας στο δρόμο. Ο Θόδωρος έβριζε θεούς και δαίμονες.
Προσπάθησα να τον καθησυχάσω, εντάξει ρε, σταμάτα, τόσα καταλαβαίνω τόσα λέω.

20 Ιουλ 2020

Πάμε


-Τι γράφεις πάλι, νομίζεις πως θα αλλάξει τίποτα με τη γραφή; Αν δεν σκάψεις το χωράφι, ψωμί δεν έχει.
- Αν δεν υπήρχαν τα βιβλία Θόδωρε, ο κόσμος θα ζούσε ακόμα σε σπηλιές.
- Η ανάγκη προχωράει τον κόσμο, τα παραμύθια απαλύνουν τον πόνο του.
-Δεν έχεις άδικο, τα λόγια όμως ενίοτε καθοδηγούν την ανάγκη.
-Αν ήξεραν να οδηγούν δεν θα πέφταμε ομαδικά στον γκρεμό.
- Τώρα με τους άριστους θα βγούμε στο ξέφωτο.
- Θεωρείς άριστο τον Μπογδάνο, τον Αδωνη, τον Βορίδη, τον Χρυσοχοιδη, τον Βαρβιτσιώτη, την Κεραμέως...
-Ε σταμάτα, πήρες φόρα, ο πρωθυπουργός είπε πως μόνο οι άριστοι γίνονται υπουργοί. Κάτι ξέρει ο άριστος των αρίστων. Εσύ κι εγώ μόνο να σκάβουμε ξέρουμε. Αν δεν υπήρχε ο Βορίδης με τις οδηγίες του η γη μας χέρσα θα ήταν.
- Δεν ξανασυζητάω μαζί σου για πολιτική, σκράπας είσαι!
- Θόδωρα, πάμε να φύγουμε, θα μας ψήσει ο ήλιος.
- Πάμε για τσίπουρα, μπας και ξεθολώσει η σκέψη σου, σκούριασες.
- Πάμε

18 Ιουλ 2020

Τα κιάλια

 

Τελικά καλά είναι στις διακοπές. Πριν κινήσω έλεγα, που να πάμε τώρα, μάσκες, λάδια, εισιτήρια, ακριβά ξενοδοχεία. Είναι η δεύτερη μέρα και νοιώθω ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου. Πολυτέλεια ο χρόνος, διαβάζω, κοιμάμαι, ακούω τα πουλιά. Ψάχνω έξυπνες ατάκες να αναρτήσω, λόγια, σοφών να κλέψω λίγη από τη δόξα τους, φωτογραφίες λουλουδιών και χρυσές παραλίες ειδικά την ώρα που κρύβεται ο ήλιος. Χαζεύω αρκετή ώρα στις αναρτήσεις φίλων, προσπερνάω στα γρήγορα τα λαχταριστά πιάτα, παλιά γύριζα με παραπάνω κιλά, φέτος αγγούρι και ντομάτα απ' το χωράφι. Μένω λίγο παραπάνω στα κορμιά των γυναικών, όλα απ' την ίδια πατέντα, βλέπω τη μόδα των μαγιό, ανέμελη πουναι η ζωή. Διαβάζω τη "Συνάντηση" του Κούντερα, κρατάω το μαγικό ραβδί και δίνω εντολές για τις δουλειές στο χωράφι, νοιώθω λίγο σαν πολιτικός, κάτι σαν συνταξιούχος και λίγο βασιλιάς. Τι ωραίος είναι ο κόσμος!Ευχαριστώ για τα κιάλια που μούφερες, όλα είναι πιο κοντά τώρα, τα βουνά, τα σύννεφα, τα δέντρα και οι λεπτομέρειες. Νοιώθω και λίγο σαν το Ρέτσο στους απέναντι. Μόνο που απέναντι είναι το χωράφι μου.
Ευτυχώς που έκανα το πλατανόσπιτο, διακοπές και δουλειά μαζί. Βέβαια χωρίς το μαγικό ραβδί, μάπα το καρπούζι.

16 Ιουλ 2020

Πλατανόσπιτο


Απόψε θα κοιμηθώ στο καινούριο μου σπίτι. Ξύλα, καρφιά, σχοινιά, ευάερο, δροσερό, καλοκαιρινό. Με σεβασμό στο περιβάλλον, ούτε ένα κλωνάρι δεν έκοψα. Με βόλεψε ο πλάτανος. Το δικό μου πλατανόσπιτο είναι μικρό, αλλά χώρεσε όλες τις σκέψεις μου. Ανεβαίνω και κατεβαίνω μ' ένα χοντρό σκοινί πέντε μέτρων. Η θέα είναι απίθανη, βλέπω όλο το χωράφι. Το στρώμα είναι ανατομικό, φτιαγμένο με φτέρες, για φως το φεγγάρι. Οδός χωραφιών, αριθμός 0, στη μέση του Θεσσαλικού κάμπου, η διέυθυνση. Αν θες έλα να με βρεις, εύκολο είναι. Ο πρώτος επισκέπτης ήταν μια αλεπού. Γίναμε φίλοι, ίσως γιατί δεν έχω κότες.
Οι διακοπές άρχισαν, θέλω όταν έρθεις μια χάρη. Φέρε μου το μαγικό ραβδί, οι δουλειές στο χωράφι δεν σταματάνε ποτέ. Ούτε στις διακοπές.

15 Ιουλ 2020

Ζει ο άνθρωπος χωρίς Μύκονο;


Ένας νέος νεκρός. Ήθελε καθαρό τον αέρα στην πόλη που ζούσε. Ένα εργοστάσιο που ρυπαίνει σχεδόν μέσα στην πόλη από χρόνια.
Μία νέα νεκρή μέσα στο δάσος. Το πληγωμένο της σώμα δείχνει την ανθρώπινη βία.
Προχτές η κηδεία του Γιώργου από εγκεφαλικό, η πενηντάχρονη από καρκίνο, ο σαραντάρης από ανακοπή. Οι φίλοι μου παθαίνουν κάτάθλιψη, τα ματ της εξουσίας βαράνε στο ψαχνό, αρκεί να μην αποδεικνύεται το έγκλημα. Είμαστε πια μια κανονική χώρα.
" Αφήστε τη μνήμη του νεκρού στην ησυχία της" λέει ο υπουργός. Σηκώνει το κόκκινο τηλέφωνο και ενημερώνει τον πρωθυπουργό, μην ανησυχείς έχουμε βάλει δικιά μας, όλα είναι εντάξει.
Δύο εργάτες πέφτουν στο κενό, ας πρόσεχαν είπε ο εργοδότης.
Τα σύνορα άνοιξαν, προέχει το συνάλλαγμα.
Ζει ο άνθρωπος χωρίς Μύκονο;

13 Ιουλ 2020

Ζέστη και σήμερα


Υπάρχει Θεός; Υπάρχει ο Θεός της φύσης. Τους άλλους τους επλασε ο άνθρωπος μπροστά στο φόβο του θανάτου. Και μετά ενσωματώθηκαν στην παράδοση. Και μετά άρχισαν οι πόλεμοι, ποιός είναι ο
καλύτερος. Εγώ πάλι αναρωτιέμαι ποιός είναι ο χειρότερος.
Όχι ότι θα βγάλω άκρη, ουκ έστι τέλος στη γλώσσα τους.
Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Πόλεμος. Και Μεσαίωνας.
Αγία Σοφία. Μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς. Πόλεμος.
Πόλεμος που κάνει δυστυχισμένη τη μισή ανθρωπότητα. Ο κάθε πόλεμος ροκανίζει τη ζωή.
Ποιοί τον υπηρετούν; Θεοσεβούμενοι δικτάτορες. Ποιός τους αναδεικνύει; Θεοσεβούμενοι πολίτες. Τι σόι θεοσεβούμενοι είναι άλλο θέμα. Έχουν την εξομολόγηση για κάθαρση. Όλα καλά.
Ζέστη και σήμερα.

11 Ιουλ 2020

Η ηλιαχτίδα


Τρύπωσε το πρωί στη σκοτεινή μου κάμαρα, βρήκε τη χαραμάδα της μανταλωμένης σκέψης μου και δεν έφευγε. Συναρμολόγησα το σκόρπιο σώμα μου, φόρεσα ένα πρόχειρο χαμόγελο, της άνοιξα το ένα μάτι, τη ρώτησα τι θέλει;
-Η μικρή ροδιά μ' έστειλε, διψάει.
-Χθες την πότισα να της πεις
-Της ήπιαν όλο το νερό τα αγριόχορτα, είπε
- Να αντισταθεί, να απλώσει τις ρίζες της, να επαναστατήσει και να τα διώξει μόνη της. Φύγε τώρα θέλω να κοιμηθώ. Είναι έξι το πρωί.
- Δεν πάω πουθενά, να σηκωθείς.
Εκνευρίστηκα και έβαλα τις φωνές το καλοκαίρι. Το βράδυ μας ξελογιάζει το φεγγάρι, πάει χαράματα να κοιμηθώ, το πρωί η ηλιαχτίδα.
Η ηλιαχτίδα πάνω στα μάτια μου επέμεινε.
-Είδα τα δέντρα να συννενοούνται, θα κάνουν διαδήλωση σήμερα.
-Γιατι;
- Για το σκαθάρι που τους τρώει τα φύλλα.
- Αφού απαγορεύτηκαν οι διαδηλώσεις
-Πόσο γελασμένος είσαι! Κι εσύ με κλείδωσες έξω, αλλά ήρθα.
Μετά με πήρε απ' το χέρι. Πήγαμε στο χωράφι να δούμε μαζί την ανατολή.

10 Ιουλ 2020

Ληστεία


Από τότε που έμεινε άνεργος ο κόσμος άλλαξε. Η βολική καθημερινότητα, η σιγουριά του μισθού, οι ειδήσεις των οκτώ, η ευπρέπεια της υποκρισίας τελείωσαν. Δίχως σπίτι, δίχως πατρίδα, φαΐ στη λέσχη των απόρων.
Πάνω στην απελπισία του, αυτός ο πρώην νόμιμος, αποφάσισε τη ληστεία. Στόχος η βίλα του δημόσιου γιατρού, που όταν αρρώστησε η μάνα του, του ξάφρισε τις οικονομίες του. Παραφύλαξε την ευκαιρία, μια νύχτα του καλοκαιριού μπήκε μέσα. Στο χρηματοκιβώτιο έκανε ένα ουάου, μια στίβα πακέτα των εκατό ευρώ, μέτρησε εξήντα, τα δικά του, κι έφυγε ανακουφισμένος. "Ήρθαμε στα ίσα γιατρέ, λογαριάσου τώρα με τους άλλους " σκεφτόταν όταν αγόρασε μία σακούλα μπύρες κι έπινε ως το πρωί, κάτω απ' τη γέφυρα.
" Ληστεία την νύχτα σε σπίτι γιατρού, προσοχή οι κλέφτες είναι εδώ" η πρωινή εφημερίδα.
Εγώ τους ξέρω και τους δυό. Και την εφημερίδα.

9 Ιουλ 2020

Με μια ανάσα

 

Στον δρόμο με τις βοκαμβίλες
περπάτησα μες την καρδιά σου, ανέβηκα στο κάστρο των συναισθημάτων, αγνάντεψα την ψυχή σου, μια θάλασσα πλατιά, στην πλατεία είδα τα μεγάλα μάτια σου να με κοιτάνε σαν καρφιά, ήρθες κοντά μου και μου ψιθύρισες, "μη φοβάσαι, στον φόβο ποντάρουν", με πήρες απ'το χέρι και κατεβήκαμε "το μονοπάτι της θάλασσας", πετάξαμε τα ρούχα μας και κατεβήκαμε μαζί στο βυθό, με μια ανάσα, σαν τη ζωή, όταν βγήκαμε στην επιφάνεια ήμασταν δύο δελφίνια, ανέμελα μες το καλοκαίρι.

8 Ιουλ 2020

Δεν ξαναξύπνησε

 

Έρχονται στο νου παλιά βιβλία, "Τότε που ζούσαμε" του Ασημάκη Πανσέληνου, " στάχτες και φοίνικες" του Θέμου Κορνάρου.
Πόνος. Σωματικός, ψυχικός, ιδεολογικός. Πόνος υπαρξιακός.
Ένας γέρος ενενήντα πέντε χρονών δεν το βάζει κάτω. Κάθε πρωί τριγυρνάει στα χωράφια του, κάνει ότι μπορεί. Ο γυιός του, συνταξιουχος αστυνομικός από τα σαράντα δύο, τριγυρνάει στα καφέ της πόλης.
"Άνθρωποι και ανθρωπάκια" έγραφε ο Τσιφόρος.
Πόνος στη γέννα. Πόνος στον θάνατο. Πόνος η ζωή.
Ο πόνος γεννάει. "Η Παναγιά της θάλασσας" δεν ξαποσταίνει ποτέ. Ένας δούλος κουβαλάει πέτρες να κτιστεί μια εκκλησία. Πληγές το σώμα του.
Κι εμείς; Στη " Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων" παίζουμε σκάκι. Πως να νικήσει το τελευταίο πιόνι;
Φθινοπωρινή μέρα στα μέσα καλοκαιριού, Δροσερό αεράκι προσπαθεί να καταλαγιάσει ψυχικές οδύνες της αβεβαιότητας.
Ένα χαλάζι, ένας σεισμός, ένα ηφαίστειο, ένας ιός μας θυμίζουν την ύπαρξή μας. Και μετά δεν υπάρχουμε, χανόμαστε στους υπονόμους της πόλης.
Ένας έρωτας, μια φυλακή, ένα σημάδι ζωής.
Άναψε το καντήλι, διάβαζε ως αργά, το πρωί δεν ξύπνησε. Δεν ξαναξύπνησε. Λυτρώθηκε.

7 Ιουλ 2020

Αν

 Αν

Αν ήταν να ζωγραφίσω τον παράδεισο, ένα αγρόκτημα αυτάρκειας θα ήταν. Πολλά δέντρα, πολλά λουλούδια και η τροφή της γης. Ένα μικρό σπίτι και μια γεμάτη καρδιά. Ή μάλλον δύο καρδιές. Λένε πως ούτε στον παράδεισο ζει κανένας μόνος του.
Αν ήταν να ζωγραφίσω την κόλαση θα ήταν η μπάλα γη, αυτή που κατάντησε κλοτσοσκούφι των ισχυρών.Εργοστάσια όπλων, μεγάλα τραστ, φωτιές να καίνε. Δίπλα ένας μικρός κυνηγημένος άνθρωπος στο κλουβί του.
Αν ήταν να ζωγραφίσω τον παράδεισο, θα εφτιαχνα τη μορφή σου, τα μεγάλα μάτια σου και το χαμόγελο της Ανθρώπου.
Αν ήταν να πετάξω στην κόλαση, τον άνθρωπο θα πετούσα πρώτα, αυτόν που δεν σήκωσε ποτέ το αναστημά του πάνω απ' το μπόι του.
Ούτε ζωγράφος είμαι, ούτε δικαστής. Μόνο ένας περιπλανώμενος ταξιδιώτης. Μιά στη κόλαση και μιά στον παράδεισο.

5 Ιουλ 2020

Πολύχρωμες λέξεις


Έχει ένα μικρό κοπάδι πρόβατα. Συγκεκριμένα 33. Περνάει συχνά το χωματόδρομο, τα πάει για βοσκή. Το Πάσχα πούλησε σε γνωστούς του 24 αρνιά. Τα κούρεψε κιόλας, παρ' όλο ότι αυτός δεν κουρεύεται ποτέ. Σαν τον Χριστό είναι, νέος. Σε όλα έχει ονόματα. Μπέμπα, Αθηνά, Δήμητρα, χαζοκούδονο, Αγάπη και άλλα που δεν θυμάμαι.
Σήμερα είδα σε κάθε πρόβατο κι ένα ζωγραφισμένο γράμμα ή αριθμό.
Τι έκανες, του λέω. Γιατί;
-Τα βαρέθηκα, όλο μπε μου κάνουν, θα τα μάθω γράμματα.
Ο ίδιος είναι αδιόριστος δάσκαλος. Πάντα έχει ένα βιβλίο στο χέρι. Κινητό δεν έχει, - σαν εμένα που χάνω το χρόνο μου γράφοντας ανύπαρκτες ιστορίες.
-Μία βδομάδα τώρα δεν μπορείς να φανταστείς τι λέξεις διάβασα πάνω τους, έτσι όπως διακτινίζονται στις καλαμιές να βοσκήσουν.
Πολύχρωμες λέξεις, κάθε πρόβατο έχει δυό γράμματα, εκατέρωθεν, όλα με διαφορετικό χρώμα, όλα επί δύο. Σε κάθε πρόβατο φυσικά δύο διαφορετικά γράμματα, Α και Ψ ας πούμε, όλα κεφαλαία.
- Με νοιάζουν τυχαίες λέξεις, ξεχασμένες και μη. Γίνονται πηγή έμπνεύσης. Γράφω ένα βιβλίο για τη φύση και ψάχνω λέξεις παλιές, γεμάτες, να κυριολεκτούν.
-Όπως;
-Τσατσάρα, σελτές, κακάβι, μπέσα, τσαντήλα, καπάρο, πυροστιά κι άλλες αμέτρητες που τις ξεχάσαμε μες την ευπρέπεια της πόλης.
- Δεν ρώτησα ποτέ τ'ονομα σου.
-Χριστόφορος
- Κωστής, χάρηκα.

4 Ιουλ 2020

Γράμμα


Ένα μικρό πέτρινο σπίτι να χωράει τα τραγούδια και τα βιβλία που αγαπήσαμε. Ένα μικρό πέτρινο σπίτι να χωράει ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι κι ολόκληρη την αγάπη. Τις καλοκαιρινές νύχτες θα κοιμόμαστε αγκαλιά με το φεγγάρι, οι ψίθυροι της νύχτας παλιές συνομιλίες φίλων που χάθηκαν. Το πρωί θα μας ξυπνάει το άρωμα της λεμονιάς και τ' όνειρο της μέρας. Που και που θα πάμε με τ' άλογα στη πόλη για προμήθειες, χαρτιά και χρώματα να ζωγραφίζεις τον καινούριο κόσμο. Δίπλα μας το ποτάμι με άσπρες πέτρες και πλατάνια, θα ψαρεύουμε τη ζωή, θα κολυμπάμε στα χαμόγελα. Χτες διάβασα την εποχή της υποκρισίας του Μάρκαρη. Αρκετά ξοδεύτηκε η ζωή μας στον παλιό κόσμο. Αν δεν γκρεμιστεί δεν αλλάζει.
Ενα τεντωμένο σκοινί, πάνω του ζει ένας ακροβάτης, κάποτε θα πέσει.
Πόση ζωή μας έμεινε;
υ. γ. Εμένα μου φτάνει η φωνή και η κιθάρα σου. Τίποτα δεν με νοιάζει πια, ο παλιός μου εαυτός δεν υπάρχει.Τον αφήνω στης πόλης τα φαντάσματα, αρκεί νάρθεις κι εσύ.

2 Ιουλ 2020

Η συνέλευση


Καλοκαιρινή άχνα στο Θεσσαλικό κάμπο, ο ήλιος καίει στην καρδιά του μεσημεριού. Τρέχουν τα νερά να ξεδιψάσουν τη γη, διψάω κι εγώ. Με φωνάζει ο Κόζιακας, έλα σε μένα, έχω κρυστάλλινα νερά και ίσκια δροσερά. Μα εγώ του λέω δεν μπορώ ν' αφήσω τα μικρά μου δέντρα στον καημό. Όλα διψάνε για ζωή.
Σήμερα είχαμε πρωινή συνέλευση στο χωράφι. Μια Παράβαση της αρχαίας κωμωδίας κατέληξε. Ήμασταν όλοι υπό τον καυτό ήλιο, παράπονα, φωνές, ακόμα και απειλές. Αν δεν με ποτίζεις κάθε μέρα θα μαραθώ είπε ο βασιλικός, η μικρή ροδιά είπε πως θα φύγει αν δεν της βγάλω την αγριάδα, τα κολοκυθάκια ήθελαν να μην τα κόβω τόσο μικρά, - δεν προλαβαίνουν να ζήσουν λέει, ένα αγγούρι ήθελε λέει να γίνει τζατζίκι για τους τουρίστες που θάρθουν, κι εμείς μουσακάς φώναζαν οι μελιτζάνες, εγώ τα έβαλα με τις βλάχικες ντομάτες που καμία δεν κόκίνισε ακόμα, εμείς κοκινίσαμε πετάχτηκαν τα ντοματάκια κι ας είμαστε μικρά, ένα μύρτιλο ήθελε να το δοκιμάσω,-θα σου δώσω δύναμη να αντέξεις τις φωνές, οι μπάμιες δεν μιλούσαν αλλά μεγάλωναν συνέχεια το μπόι τους, το αμπέλι ήθελε στηρίγματα, δίκαιο αίτημα, ένα καρπούζι κόπηκε μόνο του στα δυό,-ήθελε λέει να μας κεράσει νέκταρ του καλοκαιριού. Γύρω μας οι μέλισσες και οι πεταλούδες μας χάζευαν. Η συζήτηση παρεκράπηκε όταν μια ροδακινιά ξεριζώθηκε και πήγε να φύγει, δεν μπορούσε να αντέξει τα πέντε ροδάκινα που είχε, είπε, της έπεφταν βαριά για την ηλικία της. Που πας; Θα λιποτακτήσεις; φώναζαν τ'άλλα δέντρα.
Ήρθες πάνω στην ώρα. Σωπάστε τους λέω έχουμε φιλοξενούμενο, ρεζίλι σαν την τηλεόραση θα γίνουμε.