31 Δεκ 2022

Μιά ευχή

Είπαμε ευχή είναι, ως εκεί.  "Τ' αγαθά κόποις κτώνται", αν οι ευχές ήταν έργα θα ήταν όλα αλλιώς, έκανε την ευχή την ώρα που έπεφτε ένα αστέρι, την νύχτα της Πρωτοχρονιάς, μόνος του στο χωράφι, όχι ακριβώς μόνος του, με τη Λίζα. Πέρα μακρια πυροτεχνήματα άλλαζαν το χρόνο, ο ουρανός εδώ ήταν καθαρός γεμάτος αστέρια, στα χέρια του κρατούσε το φεγγάρι και την Ανδρωμάχη. Στα χέρια του κρατούσε τη ζωή του, στη σκέψη του μια ολόκληρη λίμνη, ελαφρύ κρύο αεράκι έκανε μικρά κύματα αυτογνωσίας, από που ήρθα, που είμαι, που πάω;


Τι είναι ο χρόνος; Φεύγει κι αφήνει πίσω του σημάδια, φίλοι που χάθηκαν, έρωτες που έσβησαν, ιδέες που ναυάγησαν.

Μελαγχόλησε, υπάρχουμε και μετά δεν υπάρχουμε.

Άνοιξε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, ήθελε να μεθύσει, να εκμηδενίσει τον χρόνο, άνοιξε το ραδιόφωνο, έπεσε πάνω στον Τσιτσάνη, "Με παρέσυρε το ρέμα", έφερε δυο τρεις στροφές,  τ' αστέρια αναποδογύριζαν, τα γυμνά δέντρα έβγαλαν φύλλα, - λες και ήταν Άνοιξη, στα κλαδιά τους κρέμονταν βιβλία, ο Μουρακάμι, ο Ραπτόπουλος, ο Καζαντζάκης, ο Λειβαδίτης, ο Ακρίβος κι άλλοι, όλα έγιναν καλοκαίρι, το χωράφι γέμισε αστέρια και βιβλία, μουσικές και μυρωδιές, οι συγγραφείς μιλούσαν δυνατά, ο αέρας ξεφύλιζε τα βιβλία, το ραδιόφωνο έπαιζε το The Wall, η Λίζα γαύγιζε τον ουρανό, τα πουλιά ξύπνησαν και κελαηδούσαν, τα φύλλα των δέντρων κίτρινα έπεφταν στο χώμα, τα βιβλία  σκορπίστηκαν στη γη, ένα γλυκό φθινόπωρο πλημμύρισε το χωράφι, τον κούρασε ο χρόνος που πέρασε, ξάπλωσε να ξεκουραστεί, η νύχτα κρύωσε, σκεπάστηκε με φύλλα και βιβλία, τον πήρε ο ύπνος.

Όταν ξύπνησε το πρωί, τα δέντρα ήταν γυμνά, το χωράφι άσπρο,  έγραψε με το δάκτυλο πάνω στη πάχνη Καλή Χρονιά.

Ο χειμωνιάτικος ήλιος έλιωνε την πρωινή πάχνη,  όλα ήταν ίδια, καθημερινά.

22 Δεκ 2022

Ταραγμένη ζωή

Γεννήθηκε, μεγάλωσε κι έζησε στον τόπο του, δεν έφυγε ποτέ, παρά μόνο για σπουδές και λίγα ταξίδια.  Ακόμα και μες τη χώρα του, δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στη γη του, στα δέντρα του, στο αμπέλι του, στη ζωή του.

Αν δεχόταν τότε την πρόσκληση της Αμερικής, θα είχε πάρει άλλο δρόμο, - εδώ στον τόπο σου να αναστηθείς και να τον αναστήσεις, δεν το μετάνοιωσε ποτέ. Ήταν βαθιές οι ρίζες του, ο μεγάλος έρωτας το χώμα, ο μπλε ουρανός η ανάσα του. Ο ήλιος έβγαινε απ' το Κάστρο, κρύβονταν στον Πύργο, η μέρα του η ίδια διαδρομή, το μυαλό του βυθισμένο μες στις σκέψεις του ονείρου και της απογοήτευσης. Γεννήθηκε μέσα σε μια φτωχή καλύβα, έζησε μια ταραγμένη ζωή. Όλο το παιχνίδι  στο μυαλό παίζεται. Έβαζε μικρούς στόχους και τους πετύχαινε, πλημμύριζε από χαρά, στους μεγάλους γκρεμοτσάκιζε τη ζωή του. Η γη του δεν τον πίκρανε ποτέ, οι άνθρωποι ήταν το πρόβλημα. Άλλα σκέφτονται, άλλα λένε άλλα κάνουν. Αυτός ήταν άνθρωπος, ήταν πρόβλημα ο ίδιος. 

Μια μέρα αποφάσισε να μεταμορφωθεί. 

Έγινε αέρας. 

Ανέβηκε παραμονή Χριστουγέννων στη κορυφή του χιονισμένου βουνού, τη νύχτα το σώμα του έγινε στήλη πάγου, καθώς κυλούσε η ηλιόλουστη μέρα, ανήμερα Χριστούγεννα, ο ζεστός ήλιος μαζί με τις άπειρες ευχές τον έλιωσαν, μετά εξατμίσθηκε, έγινε ένα με τον αέρα, έγινε αέρας. 

Επιτέλους αόρατος έκανε ότι ήθελε. 

Απαλό αεράκι χάιδευε τα μαλλιά των γυναικών που αγάπησε, άγγιζε τα φύλλα των δέντρων σαν νάταν φιλιά του έρωτα, τρύπωνε στα μυστήρια της ζωής να βρει απαντήσεις, ταξίδευε σε μέρη ξωτικά, - είχε κουραστεί τόσες συμβάσεις, πιότερο απ' όλα τα ταξίδια χαιρόταν. Αγκάλιαζε τρυφερά τους "ταπεινούς και καταφρονεμένους" ν' αντέχουν, γίνονταν τυφώνας στην αδικία του πλανήτη, σφύριζε και χόρευε μες τη γιορτή της φύσης.

Ήταν το οξυγόνο της ζωής, ο δρόμος του Αη Βασίλη, η καρδιά της ουτοπίας. 

Ο άνθρωπος με την ταραγμένη ζωή ήταν πια ο αέρας της γαλήνης στη γη.

3 Δεκ 2022

Την έλεγαν Δημοκρατία

Γέρικη κι ανήμπορη αναπολούσε τα όνειρά της, κάποτε ήμουν νέα, είχα σφρίγος, δύναμη, χαμόγελο, αντίσταση, περπάτησα στη φωτιά, κοιμήθηκα σε παγετώνες, νύχτες ολόκληρες έμεινα ξάγρυπνη,   

είχα την αντοχή και την ελπίδα δρόμο ανοιχτό, έπεφτα και κατάφερνα να σηκωθώ πάλι, ήταν το όνειρο φως στο σκοτάδι, μ' έκλειναν στα μπουρντρούμια της φυλακής κι εγώ εγκυμονούσα την ελευθερία της ουτοπίας, ήταν τα χρόνια όμορφα, χρόνια της νιότης, ήμουν νέα και όμορφη, με ήθελαν όλοι, οι άντρες στα καφενεία σταμάταγαν την κουβέντα να με κοιτάξουν σαν πέρναγα, δεν ανήκα σε κανέναν, με διεκδικούσαν όλοι, ακόμα και οι στραβοί κι ανάποδοι με επικαλούνταν, κάποιοι με έκαναν μάσκα και με φόραγαν να κρύψουν την ασχήμια τους, ήταν άλλα τα χρόνια, οι λέξεις είχαν βαρύτητα, εννοούσαν αυτό που έλεγαν, ήμουν κι εγώ μία όμως, ξελογιάστρα, τους  μίλαγα για την ομορφιά του κόσμου, τον ήλιο που βγαίνει για όλους το πρωΐ, για την πανσέληνο της δικαιοσύνης, για του κόσμου την αγάπη, φορούσα άσπρα μακριά φορέματα και τους χόρευα, πόσοι δεν πέθαναν για χάρη μου, ήταν άλλα τα χρόνια, τώρα  αφού με σακάτεψαν, με βίασαν, ποιός θέλει μια άσχημη ετοιμοθάνατη γριά, κοιτάνε μόνο ποιός θα κληρονομήσει τα πλούτη μου, αλλά εγώ θυμάμαι πως έλαμπαν τα μάτια ανδρών και γυναικών όταν με κοίταγαν, ενέπνεα τον έρωτα, όταν πεθαίνει ο έρωτας πεθαίνει κι η ζωή, τα μάτια κάρβουνα σβηστά τώρα δεν φέγγουν στο σκοτάδι, καμιά φορά ακόμα λένε το όνομά μου, αλλά αλλού έχουν το μυαλό τους,  στην αρπαγή, μια ζωή χωρίς ψυχή, τι ζωή είναι;