30 Νοε 2011

Στιγμή

Ένα καρυδότσουφλο στη λίμνη των ματιών σου
κόκκος άμμου στο περιγιάλι σου
ένα  κοκαλάκι στα μαλλιά σου
-άρωμα γης μετά τη βροχή.

Ψίχα της μεταλαβιάς σου
στιγμούλα στο μονοπάτι σου
φύλλο κιτρινισμένο στον αέρα σου
συλλαβή στα όνειρα σου.

Πόσο ασήμαντος  νοιώθω, την ώρα που ακούω
την μελωδία,
-όταν ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα των ματιών σου.

Πόσο σημαντικός νοιώθω, όταν καίω στη φωτιά σου,
έχοντας παραισθήσεις,
ότι δήθεν ζεσταίνω τα χεράκια παιδιών του δρόμου.

Ταξιδευτής,
Νοέμβριος 2011


Φωτο: Ευσταθίου Χρήστος
Φθινόπωρο 2012

21 Νοε 2011

Γιορτινά φαντάσματα

Ήταν γύρω στις δέκα και μισή το βράδυ. Μες το αυτοκίνητο, μετά από μια δύσκολη χειμωνιάτικη μέρα. Οδηγούσα μόνος και αμέριμνος, για το σπίτι, όταν άκουσα τον παρατεταμένο λυγμό. Ψάχνω το ραδιόφωνο, ήταν κλειστό, κοιτάω πίσω δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος, έστω λαθραία στο αυτοκίνητο, ρίχνω μια ματιά έξω, έρημος δρόμος. Η μηχανή λέω, είναι παλιό το αυτοκίνητο .
Όταν ακούσθηκε για δεύτερη φορά, ο ίδιος ανθρώπινος αναστεναγμός πόνου, μακρόσυρτος λυγμός, σαν αργός θάνατος, ήταν που ανατρίχιασα. Πάγωσα μετά.
Πάτησα ασυναίσθητα το γκάζι, με σταμάτησε μόνο το κόκκινο φανάρι, άδειος ο δρόμος, είναι καιρός τώρα που οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους.
Δεν πιστεύω στα φαντάσματα, τα δικαιολόγησα όλα, μάλλον κάποιο γατάκι θα ήταν που κρύφτηκε μέσα στη μηχανή, έκανε πολύ κρύο εκείνο το βράδυ, συμβαίνουν αυτά.
Όταν σήμερα το πρωί πέρασα από κεντρικό εμπορικό δρόμο της αγοράς, είδα τα μισά καταστήματα αδειανά και ενοικιάζεται στα τζάμια. Μα είναι δυνατόν είπα, εδώ κάποτε έσφυζε από ζωή, μου βγήκε άθελα, ένας δικός μου αναστεναγμός. Συνειρμικά θυμήθηκα πάλι το φάντασμα.
Έτσι ήρθα και γράφω αυτό το γράμμα στον πρωθυπουργό τώρα, αυτός που οδηγεί τη
χώρα στην ανάπτυξη, αυτός και η παρέα του, που μας κάνουν να ατενίζουμε με αισιοδοξία το μέλλον, μέσα στις τόσες λύσεις που δίνει κάθε μέρα στα προβλήματα μας, να δώσει άλλη μία.
Μια απλή λύση του προτείνω, έστω και με 151 ψήφους υπέρ θα περάσει στη Βουλή, είμαι σίγουρος του φράφω.
Επειδή γέμισε η χώρα από άστεγους, που δεν έχουν που την κεφαλήν κλείνει, να ανοίξει διά νόμου όλα αυτά τα άδεια μαγαζιά, να φιλοξενήσουν τους ανθρώπους που παγώνουν μαζί με όνειρά τους έξω στο χειμώνα. Εντάξει κύριε πρωθυπουργέ, το ξέρω δεν φταίτε εσείς για τον καιρό, αλλά στο δρόμο της ανάπτυξης δώστε και αυτή τη λύση. Δεν σας λέω για των Γερμανικών συμφερόντων, ποιός ακούει ξανά τη Μέρκελ, ούτε των πολυεθνικών, μη βρείτε και το μπελά σας. Εξάλλου κανένα απ’ αυτά που φέρατε εσείς τα προηγούμενα χρόνια δεν έκλεισε,  και μπράβο σας που τα στηρίζετε καλά τα δικά σας, δεν αμφέβαλα ποτέ για τις ικανότητές σας. Για τα δικά μας, σας λέω. Κάντε το τώρα που είναι γιορτές, ξέρετε τι είναι, όλοι εμείς που κοιμόμαστε με εφιάλτες στη παγωνιά, να κοιμηθούμε μέσα σε κλειστά αδειανά μαγαζιά ξανά, σε μαγαζιά που κάποτε ήταν γεμάτα όνειρα, γεμάτα ζωή, ξέρετε θα ζωντανέψουν οι παλιές φωνές.
Έτσι κι αλλιώς κύριε πρωθυπουργέ δεν πρόκειται να ανοίξουν ξανά, εσείς το ξέρετε καλύτερα από μένα, μικρά μαγαζάκια είναι ποιος θα ασχοληθεί μ’ αυτά, εσείς ασχολείστε τώρα με τα τραστ και καλά κάνετε, πάντα σας θυμάμαι να μιλάτε για ανάπτυξη, τελευταία την πρασινίσατε κιόλας, είδα το πρωί να βάφουν τα ΙΚΕΑ πράσινα. Μην ανησυχείτε κύριε Πρωθυπουργέ η χώρα θα σωθεί, δεν είδατε πόσος κόσμος ήταν προχτές στο δρόμο να σας υποστηρίξει, σχεδόν η μισή Ελλάδα .
Είδατε ποτέ φάντασμα κύριε πρωθυπουργέ;
Εγώ είδα και τρόμαξα. Εσείς που είσαστε ατρόμητος κάντε κάτι.


Ταξιδευτής
20 Νοεμβρίου 2011


10 Νοε 2011

Παιχνίδια του μυαλού και των ανθρώπων

Ποτέ δεν μ’ άρεσε η κολοκυθόπιτα. Αλλά με έντεχνο τρόπο καθάριζα από μικρός τα κολοκύθια.
Το στόμα ήταν πάντα τριγωνικό, τα μάτια στρογγυλά. Από κει μέσα έβγαζα το κολοκυθο-τέτοιο  και το έδινα στη μάνα μου. Κράταγα το περίβλημα. Μέσα έβαζα ένα κέρινο στουπί ποτισμένο με πετρέλαιο. Το άναβα, πετώντας μέσα ένα σπίρτο. Κρεμούσα το κολοκύθι, το βράδυ που νύχτωνε πάνω σε κάποιο δέντρο. Δίπλα ήταν το κοτέτσι με τις κότες.
Εκείνο το καλοκαίρι είχαμε βρει το μπελά μας με την αλεπού. Είχε ρημάξει το κοτέτσι. Φτερά και πούπουλα κάθε πρωί.
Το κόλπο έπιανε. Όσο το κολοκύθι φώτιζε, η αλεπού νόμιζε ότι ήταν κάποιος που παραφύλαγε. Όσες φορές έσβηνε, έλειπε και μια κότα το πρωί.
Εκείνο το καλοκαίρι δεν έμεινε καμία κότα ζωντανή τελικά.
Θυμάμαι πόσο θυμωμένος ήμουν με την αλεπού. Το κοτέτσι ρήμαξε.
Όχι μόνο το δικό μας, και τα διπλανά.
Ένας χρόνος μετά, η μάνα μου έβαλε κλώσα και το κοτέτσι ξαναγέμισε.
Μια νύχτα είδα έναν εφιάλτη. Ο πατέρας μου είχε ορίσει την αλεπού να φυλάει το κοτέτσι. Πετάχτηκα καταϊδρωμένος.
Εφιάλτης είπα. Και ξανακοιμήθηκα.
Το πρωί είδα την αλεπού ανάμεσα στις κότες
Δεν ήταν εφιάλτης.
Παιχνίδια του μυαλού  και των ανθρώπων, στο κουκλοθέατρο της ζωής ήταν.

Ταξιδευτής
10 Νοεμβρίου 2011


 

9 Νοε 2011

Στο χωριό ποτέ δεν χάνεσαι

φωτο: Κώστας Μπαλάφας
Αυτές τις μέρες τα αιγοπρόβατα κατέβαιναν στον κάμπο. Τα λιβάδια και οι πλαγιές των πεδινών ξαναγέμιζαν ζωή. Τα σχολικά βιβλία έγραφαν ότι η Ελλάδα είναι χώρα γεωργική και κτηνοτροφική.
"Τρυφερό πράσινο, αλαφρός μακρόσυρτος κυματισμός, υγρή χεινοπωριάτικη νύχτα στην καρδιά του καλοκαιρού." κάπως έτσι ξεκινάει το βιβλίο του ταξιδεύοντας στην Αγγλία ο Καζαντζάκης. Ούτε Αγγλία, ούτε καλοκαίρι. Πολιτική βαρυχειμωνιά.
Το καλοκαίρι τελείωσε, ερχόταν ο χειμώνας. Τα ορεινά θα ερήμωναν περνώντας μέσα απ’ τα χρυσά φύλλα του φθινοπώρου.
Με τις πρώτες βροχές του Οκτώβρη τα τρακτέρ των αγροτών άρχιζαν να οργώνουν το νωπό χώμα. Ένα τρυφερό πράσινο άπλωνε στην πεδινή γη.
Βελάσματα και κουδούνια, γαυγίσματα από τσοπανόσκυλα και βήματα αλόγων. Ολόκληρη κοινωνία ζωντανών και ανθρώπων άλλαζε λημέρια. Απ’ τα ψηλά βουνά του καλοκαιριού, στις ρεματιές του κάμπου.
Χρόνια φτωχά, αλλά ευτυχισμένα. Απλά και ξεχρεωμένα.
Εγώ μικρός, λιγότερο από δέκα, μπροστά με το νεογέννητο αρνάκι και πίσω η προβατίνα. Οι πρώτες γέννες άρχιζαν. Και τα πρώτα κρύα.
Αλλά η φωτιά στο βουνό έπιανε εύκολα, εμείς ρίχναμε πουρνάρια να ακούμε την προσευχή της. Και η προσευχή έπιανε. Τα χέρια άπλωναν και αγκάλιαζαν τον Ουρανό. Η γη έτσι και αλλιώς ήταν δική μας, ατέλειωτες πεδιάδες τον χειμώνα, ψηλά βουνά το καλοκαίρι.
Ένας θεόρατος έλατος, ολομόναχος, σ’ ένα βουνό γεμάτο κέδρους και φτέρη. Τα μεσημέρια τα πρόβατα στάλιζαν. Τα σύννεφα γέμιζαν τον ουρανό.
Άστραφτε και βρόνταγε. Αλεξικέραυνο ήταν ο έλατος. Ούτε μια αστραπή δεν έπεσε. Τις είχαν ξορκίσει οι πελεκητοί σταυροί των βοσκών, από χρόνια έγιναν ένα με το ρετσίνι.
Δίπλα μια πηγή, ένα καρπούζι πράσινο πάντα παγωμένο, όπως το νερό. Και οι τσαντίλες κρεμασμένες γεμάτες φρέσκο τυρί.
Οι φτέρες σκίαζαν το γρασίδι. Σε όλο το βουνό απλωμένα άσπρα πρόβατα, ερωτοτροπούσαν με τα κριάρια όλο το καλοκαίρι.
Στα χειμαδιά έρχονταν και οι καρποί του έρωτα, οι κοιλιές των προβάτων ήταν φουσκωμένες.
Τα χωράφια ήταν έτοιμα για σπορά, οργωμένα. Το τρακτέρ έσερνε τη σπαρτική. Νοέμβρης μήνας .
Ο καινούριος Πρωθυπουργός καλά είναι να τα ξέρε, όλα αυτά.
Αν είναι ο Παπαδήμος φοβάμαι ότι δεν έχει ιδέα. Εύχομαι να μην είναι. Έστω και πρόχειρος πρωθυπουργός πρέπει να ξέρει από πρόβατα και χωράφια. Η χώρα έχει ανάγκη από επιστροφή. Αυτός θα μας εκτοξεύσει στην εικονική πραγματικότητα του χάους και θα χαθούμε.
Στο χωριό ποτέ δεν χάνεσαι.

Ταξιδευτής
8 Νοεμβρίου 2011