22 Νοε 2012

Ένα ανέκδοτο και μιά ουτοπία

Δίπλα στο σπίτι μου είναι ένα ξεχασμένο οικόπεδο. Καταμεσής στο οικόπεδο ένα άδειο βαρέλι πετρελαίου. Όπως λέμε το βαρέλι πετρελαίου, ανέβηκε στην αγορά λόγω Λιβύης ή λόγω τρόικας,-ενώ πριν ήταν χαμηλό, γιατί είχαμε μαύρα μεσάνυχτα ή κάπως έτσι. Μόνο που το βαρέλι τούτο είναι άδειο και σκουριασμένο, ούτε πάνω πάει ούτε κάτω, λοξό μένει, με την τρύπα του ανοιχτή, χωρίς την τάπα του, να μπαίνουν οι αχτίδες του ήλιου το πρωί.

Ένας βράχος απότομος και ανάριχος αγναντεύει χρόνια τώρα τη θάλασσα. Απλησίαστος, απάτητος στην κορυφή, ακόμα και από έναν δεινό κολυμβητή, όπως εγώ. Τρώει την αρμύρα της θάλασσας στη ρίζα του, αγριεύει, δεν ημερεύει. Ο βράχος χτυπιέται από το κύμα άλλοτε με ορμή και άλλοτε σαν χάδι. Είναι τόσα χιλιόμετρα και άλλα τόσα μίλια μακριά μου.

Πάνε τώρα δυό χρόνια που παρατηρώ έναν άντρα, την ώρα που καπνίζω στο μπαλκόνι. Στις 12 κάθε μεσάνυχτα. Έρχεται με ποδήλατο. Ακουμπά το ποδήλατο πάνω στον στύλο της ΔΕΗ με την καμένη λάμπα, προχωράει μες το χορταριασμένο οικόπεδο, πάει κοντά στο βαρέλι, σκύβει ελαφρώς και βάζει το μάτι του στην τρύπα του βαρελιού, μένει περίπου τρία λεπτά, γυρίζει με σκυμμένο κεφάλι, παίρνει το ποδήλατο και φεύγει.

Πήγα τελευταία φορά στη θάλασσα πριν μία εβδομάδα, ο βράχος ήταν εκεί φυσικά, κάθε φορά εκεί είναι, αλλά είδα στην άκρη του για πρώτη φορά ένα κόκκινο λουλούδι. Μου καρφώθηκε από τότε να πάω να το κόψω.

Τις τελευταίες μέρες ο τύπος έρχεται κάθε βράδυ, πάντα με ελπίδα, φεύγει πάντα με σκυμμένο κεφάλι.

Τις τελευταίες νύχτες βλέπω συνέχεια το ίδιο όνειρο. Προσπαθώ να φτάσω την άκρη του βράχου, ν’ αγγίξω το λουλούδι, και κάθε φορά γλιστράω και πέφτω στη θάλασσα. Είναι αδύνατο να φτάσεις στη κορυφή, ο βράχος γυαλιστερά επίπεδος, απόκρημνος. Αποκλείεται.

Χθες είδα τον άντρα πάλι την ίδια ώρα, πάλι το ίδιο σκηνικό, πάλι η ίδια απογοήτευση. Τσακίστηκα να κατέβω τις σκάλες, ίσα που τον πρόλαβα.

Προσπαθώ πάλι να φθάσω στη κορυφή του βράχου, τα μάτια μου ορθάνοιχτα , οι φλέβες μου φουσκωμένες, η θάλασσα από κάτω αγριεμένη, απεγνωσμένες κινήσεις, πάλι πέφτω στο κύμα ,χτυπιέμαι μαζί του στον βράχο, πονάω στο σώμα μου.

Φίλε στάσου, σε παρατηρώ δυό χρόνια τώρα, πας και κοιτάς μες το βαρέλι, πήγα κι εγώ χθες τη νύχτα, δεν είδα τίποτα, σκοτάδι.

Την Κυριακή θα ξαναδοκιμάσω την άκρη του βράχου, όχι ότι θα τα καταφέρω. Ο χειμωνανθός στη σχισμάδα του βράχου έγινε πια έμμονη ιδέα.

Εγώ φίλε μου κοιτάω χρόνια τώρα και δεν είδα τίποτα, και συ περίμενες να δεις με την πρώτη ματιά, μ’ απάντησε κι έφυγε.

Την Κυριακή είμαι σίγουρος ότι θα ξανασκάσω στο κύμα, αλλά θα δοκιμάσω πάλι.
Δεν είναι η πρώτη φορά που κυνηγάω μια ουτοπία.


Ταξιδευτής















“ας ελπίσουμε ότι δεν άνθισε ματαίως...”
                                                Δημήτρης Τσιπούρας

Ίσως τίποτα να μην είναι μάταιο, αρκεί να έχει κάποιο προορισμό. Φυσικά όχι της ζωής μας. Αυτή η γαμημένη μόνο το θάνατο έχει.
Φίλες και φίλοι, αυτό το κειμενάκι είχε γραφεί στις 24/3/2011. Μου το θύμισε η Φανή. Όταν το ξαναδιάβασα ντράπηκα. Γράφαμε, γράφαμε πάνω στην τρέλα μας, χωρίς δεύτερη ματιά. Ατέλειωτα λάθη, κόμματα, τελείες, επαναλήψεις, άλλα αντ’ άλλων. Δεν μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί τίποτα απ’ την προηγούμενη ζωή του, ούτε το λίγο του, ούτε το πολύ του. Μπορεί βέβαια να τη διορθώσει.
Αυτό έκανα κι εγώ με αυτό το κειμενάκι -σχόλιο που είχε σαν βάση, ένα ανέκδοτο από εκείνα που λέγαμε στο δημοτικό και το κυκλάμινο που ανθεί στου βράχου τη σχισμάδα  του Ρίτσου.
Δεν ξέρω τι είναι τώρα, ελπίζω να το διόρθωσα κάπως.
Θυμήθηκα πάλι κάποιο βιβλίο του Μιούζιλ, που έγραψε μια απλή ιστορία 99 φορές με 99 διαφορετικούς τρόπους.
Αν είχα το κουράγιο και το χρόνο αυτό το κείμενο προσφέρεται, είπα. Για όλους εμάς που κάνουμε μαθήματα αυτοδίδακτης δημιουργικής γραφής. 
Είμαι ακόμα μικρός, όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω συγγραφέας.
Πρέπει όμως πρώτα να καταβροχθίσω του κόσμου τα βιβλία. Η δουλειά και η δουλεία τροχοπέδη.
Κι όμως μπορούσαμε με την εξέλιξη της τεχνολογίας να δουλεύουμε λιγότερο. Λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους έγραφε ο Guy Aznar, πριν από κάποια χρόνια. Αυτό ελπίζαμε και μεις τότε.
Που είναι πια τα οχτάωρα, που είναι τόσοι αγώνες;
Έγιναν αγωνίες επιβίωσης και μεις άβουλοι και μοιραίοι.
Τι να σου κάνει μια Πέμπτη 18 του Οκτώβρη, όταν γέμισαν μαύρο όλες οι μέρες μας;
Αυτή τη σπίθα ποιος θα την κάνει φωτιά, κι όλα απ’ τη αρχή;
Δεν θα πάψουμε όμως ποτέ, να κυνηγάμε χίμαιρες.


Ταξιδευτής
21 Νοεμβρίου 2012







20 Νοε 2012

Όλα Φως

Αυτό το λίγο φως
Ήταν για μας
Το πιο μεγάλο φως
Ήμασταν χιλιάδες άνθρωποι μαζί
Σαν ένας
Ή σαν δύο
Δεν έχει τόσο σημασία
Σημασία έχει ότι η νύχτα πλημμύριζε με φως
Άνοιγαν τα σκοτάδια
Να γεννηθεί ένας καινούριος κόσμος
Μέσα από μια τρυφερή λέξη
Ποίηση
Μέσα από μια ματιά
Χαμόγελο
Μέσα από τα έγκατα της ζωής
Έρωτας
Κι όλα γίνονταν φως
Μες στο σκοτάδι.

Ταξιδευτής
20 Νοεμβρίου 2012



14 Νοε 2012

Αιώνες τώρα



Οι φωνές σώπασαν.
Άκρα του τάφου σιωπή. Μόνο ένας λυγμός.
Όλα σκοτάδι. Ένοιωθα ήρεμος, παγωμένος.
Μόνο το γλάρο, εκείνο τον άσπρο γλάρο που αγαπήσαμε ένοιωθα μέσα μου. Άσπρος να πετάει πάνω στο γαλανό Αιγαίο.
Σαν κύματα έσκαβες την ψυχή μου. Η ανάσα σου όλο πλησίαζε. Πιο δυνατή, λαχανιασμένη. Δεν σε έβλεπα. Μόνο σε ένοιωθα.
Η ανάσα σου όλο πιο δίπλα μου, σχεδόν πάνω μου. Ράγιζε η γη. Εσύ.
Όταν άνοιξες την κάσα ο γλάρος φτερούγισε, έκανε ένα γύρω πάνω μας. Ένας ξύλινος άσπρος γλάρος, έκανε μια ολόκληρη στροφή στον συννεφιασμένο ουρανό, ήρθε και κάθισε πάλι στον γερμένο πάνω μου ώμο σου.
Τα μάτια μου ήταν κλειστά, άκουγα τους ήχους.
Με φίλησες στα μάτια. Αργά, αργά άνοιγαν. Μη τα φιλάς τα μάτια μου σου είπα, και τεντώθηκα. Το χέρι μου έσφιγγε ένα ξύλινο σημειωματάριο. Μύρισε όλος ο τάφος το άρωμα σου. Στα χείλη μου έσταξες ροδόσταμο. Με τα δικά σου.
Μια σταγόνα βροχής έπεσε στο μάγουλο σου. Διψούσα. Την ήπια.
Πάμε μου είπες και με πήρες στην αγκαλιά σου. Μας περιμένουν οι φίλοι μας. Είναι όλοι εδώ.
Ξαφνικά ένοιωσα να ανακτώ δύναμη. Με κράτησες στα χέρια σου. Πάτησα στα πόδια μου. Κάναμε μια βόλτα μες το νεκροταφείο. Αναμμένα κεράκια. Ψιχάλιζε. Το χώμα έγινε υγρό. Αφήναμε τα πατήματα μας. Ο γλάρος ήρθε στον δικό μου ώμο. Οι ανεμώνες μεγάλωναν μέσα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα.
Περπατήσαμε αγκαλιά προς την πλαγιά με τα πεύκα. Σου διάβασα ένα στίχο που άφησε ένας φίλος. "Όταν μετά αιώνες οι σκαπάνες, σε αρχαίο τάφο βρίσκοντας τα οστά μου, θα δούνε πάνω τους να φωσφορίζει τ όνομα σου, άραγε θα ξαφνιαστούν; θα καταλάβουν πόσο σ’ αγάπησα;"(Εκτωρ Κακναβάτος).
Γέμισε η πλαγιά του βουνού με τα φιλιά μας. Ξαφνικά. Η πόλη κάτω λυπημένη βροχή. Εμείς μούσκεμα.
Τώρα πρέπει να γυρίσουμε, σου είπα. Να έρχεσαι κάθε βράδυ. Να αγαπάς τους φίλους μας, να μου λες τα νέα τους.
Φορούσες το άσπρο σου φόρεμα, το μακρύ, και το χαμόγελο σου.
Μπήκα ξανά μέσα, με φίλησες, με σκέπασες. Τρυφερά με την ανάσα σου. Ένοιωθα ευτυχισμένος. Φιληθήκαμε στο στόμα.
Θα έρχομαι αιώνια μου, είπες.
Αιώνια θα σε περιμένω, Σου είπα.
Αυτή η βόλτα που κάνουμε κάθε φορά στη πλαγιά με τα πεύκα, άλλοτε με ήλιο, άλλοτε με βροχή, πότε με το φεγγάρι, πότε στη σκοτεινιά, είναι η σταγόνα της ευτυχίας μας.
Βέβαια είναι και εκείνο το αστέρι.
Αιώνες τώρα.

Κωστής Ταξιδεύων
Νοέμβριος 2012

7 Νοε 2012

Αν

Ο Βέσελιν Τοπάλοβ  Βούλγαρος Γκρανμαίτρ, ήταν κλασικά ντυμένος, μπεζ σακάκι και υφασμάτινο σιδερωμένο παντελόνι, κοντά κουρεμένα μαλλιά, φρεσκοξυρισμένος, με μουσάκι μόνο στο πηγούνι, ψηλός, το πρόσωπό του καθρέφτιζε την ευφυΐα του. Τον αναγνώρισε αμέσως. Τον θυμήθηκε από την ατέλειωτη αναμέτρηση με τον Κράμνιγκ το 2006, όπου ήρθαν ισόπαλοι 6-6, στις 12 παρτίδες. Τον κέρδισε ο Κραμνιγκ στα "τάι-μπρείκ". Έδειχνε νεώτερος από την ηλικία του.
Ο Βέσελιν άφησε την μικρή βαλίτσα του, πάνω στην προθήκη του κουπέ. Δίχως να χάνει χρόνο, έστησε το σκάκι πάνω στα γόνατά του και άρχιζε να παίζει σκάκι. Μόνος του.  
Είχε χρόνια να παίξει σκάκι. Από τότε που ο χρόνος, δεν περίσσευε. Από τα δεκατέσσερα ως τα  εικοσιπέντε, ήταν δεινός σκακιστής. Ούτε το σκάκι ξεχνιέται, ούτε το ποδήλατο.
Ο Βέσελιν έπαιζε τις παρτίδες στα γρήγορα, εφαρμόζοντας συγκεκριμένες κινήσεις που δεν τις καταλάβαινε. Πότε έκανε ματ τον άσπρο Βασιλιά, πότε τον μαύρο, τις περισσότερες φορές έκανε πατ. Προφανώς έκανε προπόνηση, για ένα σημαντικό πρωτάθλημα σκακιού της FIDE. Διάβαζε το βιβλίο του και έριχνε κλεφτές ματιές στην σκακιέρα..

«Στην πρώτη δημοτικού έπαθα το πρώτο τροχαίο. Όπως πάντα καθόμουν στο φτερό του Zetor, σε κάθε μεταφορά του πατέρα μου. Ήταν Μάρτιος. Μια ηλιόλουστη ζεστή μέρα. Νόμισα ότι ο πατέρας μου σταμάτησε. Πήδηξα από το τρακτέρ, μόλις ο πατέρας μου το μετακίνησε μπροστά, λίγο ακόμα. Το πόδι μου βρέθηκε κάτω από τη μεγάλη πίσω ρόδα. Ευτυχώς ανάμεσα στα πέλματα. Ο πατέρας μου τα έχασε, ήθελε να μετακινήσει μπροστά το τρακτέρ, το πόδι μου θα έλειωνε στον αστράγαλο.
- Σταμάτα, τι πας να κάνεις; Σταμάτα, φώναξε δυνατά, ο Χρυσόστομος.
Πήραν το γρύλο και ανέβασαν την πίσω δεξιά ρόδα του τρακτέρ. Ήμουν τεντωμένος κάτω και τρομαγμένος ένοχα, για ότι έκανα. Το πόδι μου πιασμένο σαν από παγίδα. Περίεργα, δεν πονούσα. Η μάνα μου πετάχτηκε απ’ το σπίτι , θα με πεθάνετε πριν την ώρα μου, είπε.
- Είναι ήρωας το παιδί, δεν έχει πρόβλημα, άντρας είναι. Άντρας ετών επτά, είπε ο πατέρας μου. Στο τρακτέρ δεν θα ξανά-ανεβεί.
Ο πατέρας μου δεν μίλησε, τα  άκουσα όλα μετά από μια εβδομάδα, κούτσαινα. Όταν αλλάζει ο καιρός κουτσαίνω ακόμα. Μερικές φορές κουτσαίνω και τα καλοκαίρια.
Όσους γιατρούς ρώτησα είπαν ότι το πόδι δεν έχει τίποτα. Μετά αρχίζουν να λένε ότι είναι ψυχολογικό τραύμα της παιδικής ηλικίας. Στον αστράγαλο; τους ξαναρωτάω.
Στην πρώτη δημοτικού ο δάσκαλος ήταν χαλαρός και εμείς ακόμα πιο χαλαροί. Μας άφηνε να μιλάμε μες την τάξη, μας άφηνε παραπάνω στο διάλλειμα, μας έλεγε ανέκδοτα, μας έβαζε λίγες εργασίες για το σπίτι. Παίζαμε  σκλαβάκια, κουτσό, τη γαϊδούρα, κακαρέτσια, ήμασταν ένα καθώς πρέπει σχολείο. Όλα κι όλα τριάντα πέντε παιδιά σε μια αίθουσα με ένα δάσκαλο. Τον θυμάμαι με αγάπη για τον δάσκαλο.
 Στην τρίτη  τάξη όμως έφυγε. Τότε το σχολείο άρχισε να μου γίνεται δρόμος με εμπόδια και τιμωρίες. Ο δάσκαλος που ήρθε ήταν ο Πετσογιάννης. Τον θυμάμαι όπως τους φαντάρους της ΕΑΤ-ΕΣΑ  στις εξόδους στο στρατό.
Στην πρώτη ήμασταν τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και η Ειρήνη. Με την Ειρήνη γίναμε φίλοι. Με συμπαθούσε και τη συμπαθούσα. Λέγαμε όλα τα μυστικά μας.
Μια φορά που παίζαμε κρυφτό στη γειτονιά της, κρυφτήκαμε στο ίδιο σημείο, μέσα σε μία αχυρώνα. Χωρίς να το καταλάβουμε φιληθήκαμε στο στόμα. Ιδέα δεν είχαμε ότι στο στόμα και με γλώσσα, φιλιούνται οι ερωτευμένοι. Η πρώτη δημοτικού ήταν μια συγκλονιστική χρονιά. Οι υπόλοιπες ήταν σαν τα βαγόνια του τρένου…»

Διάβαζε το βιβλίο του και έβλεπε και τον Βέσελιν. Ο Βέσελιν ήταν  παραδομένος στη σκιά των αλόγων, είχε μόνο ένα προορισμό να εξοντώσει τον Βασιλιά του αντιπάλου.
Ο ίδιος και ο εαυτός του, ενάλλασσαν τους ρόλους. Πάλευε με τους πύργους και τους αξιωματικούς. Αυτός πάλευε με τους δικούς του στρατιώτες, μέσα σε ένα ζωντανό παρελθόν κι ένα αβέβαιο σκοτεινό μέλλον.
Μόνο δυό κουβέντες είπαν, για χαιρετισμό όταν μπήκε στο κουπέ. Ο καθένας ήταν στον κόσμο του. Δυό άντρες σ’ ένα κουπέ. Τον πήρε ο ύπνος.

Ήταν ένα νεόκτιστο σπίτι, ακόμα στα πρώτα σοβατίσματα. Χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα, δύο δωμάτια, μια μικρή κουζίνα και ένα πιο μικρό μπάνιο. Στο μπάνιο υπήρχε μια βρύση μόνο, κάτω ήταν η τσιμεντένια πλάκα.
Στο ένα δωμάτιο ήταν μόνο ένα στρώμα, στο πάτωμα. Ήταν εκεί με την Πηνελόπη και την κόρη του. Στο Περτούλι.  Στην κάτω πλευρά του δρόμου, λίγο έξω από το χωριό.
Ακούμπησε στο πάτωμα το ραδιομαγνητόφωνο. Δίπλα άφησε την βιδωτή κεραία του. Το δωμάτιο ήταν φωτισμένο απ’ το φεγγάρι. Ένα άλλο ζευγάρι ήρθε και άφησε πέντε έξι κεραίες στο πάτωμα και μετά έφυγε. Σ’ ένα διπλανό σπίτι.
Αυτό το σπίτι ήταν  του Γεωργίου, είπε η Πηνελόπη. Το πούλησε τώρα, από κάτω μένουν άλλοι.
Αυτός προσπαθούσε ανάμεσα στις κεραίες να βρει τη δικιά του. Αγχώθηκε δοκιμάζοντας. Το στήθος του βάραινε. Κοίταξε έξω. Άρχισε να χιονίζει. Τα έλατα ντύνονταν στα λευκά σε μια βαθιά γαλάζια νύχτα.
Βγήκε έξω από το σπίτι. Στην άσφαλτο.
Η Λίνα είχε τα γενέθλια της. Τέσσερα αγόρια της ηλικίας της σε μία άκρη της πλαγιάς, μόλις την είδαν να βγαίνει από το κάτω σπίτι, άναψαν μια συστάδα από κόκκινα κεριά και πέταξαν δυο τρία πυροτεχνήματα.
Στο δρόμο, προς το Περτούλι, δυό τεράστιοι ελέφαντες αναβόσβηναν.  Ήταν οι φίλοι της από το Λύκειο, σε κάθε βήμα της θα της έκαναν και μια έκπληξη. Χιόνιζε. Θύμιζε ταινία της Dysneyland.
Βρέθηκε απ’ την πάνω πλευρά του δρόμου. Έβλεπε μακριά, το δρόμο ως το χωριό.
Η Πηνελόπη ήταν στο δρόμο. Φορούσε ανοιξιάτικα ρούχα. Μια φούστα στο χρώμα καρδιάς μαρουλιού κι ένα πουκάμισο με άνθη από πασχαλιά.  Τα μακριά καστανόμαυρα  μαλλιά της έπεφταν ως την  πλάτη της. Διέκρινε από μια απόσταση αρκετά μακρινή, την πεταλούδα που είχε το κοτσιδάκι, όπως έδεσε λίγα μαλλιά να φαίνεται το αυτί της.  Τα καθαρά πράσινα μάτια της, έγιναν δυό λίμνες και βυθίστηκαν τα δικά του.  Το χαμόγελό της ήταν το ίδιο γλυκό φως, όπως την πρωτογνώρισε, 31 χρόνια πριν.
Πηνελόπη, φώναξε.
Ξύπνησε. Ένοιωθε τόσο ερωτευμένος, όσο την πρώτη φορά.
Το στήθος του ήταν ανάλαφρο.
Το όνειρο του φάνηκε ότι κράτησε ώρες. Κολυμπούσε στην ευτυχία. Και στην ανεμελιά.

Ο Βέσελιν  χαμογέλασε.
- Όνειρο, του είπε.
- Το σκάκι είναι μια Οδύσσεια, είπε ο Βέσελιν
- Αύριο στη χώρα μου, είναι θέμα ζωής ή θανάτου.
- Αν δεν αντισταθεί με στρατηγική ο λαός σας, θα σας αφανίσουν.
- Αυτό είναι το πρόβλημα. Ο λαός όχι μόνο δεν αντιστέκεται, αλλά οι μισοί τους επιδοκιμάζουν κιόλας.
- Όλα μπορούν  να ανατραπούν ακόμα.
- Η τρίτη δόση θα είναι θανατηφόρα, του απάντησε. Κάτι πρέπει να γίνει.
-Κάτι θα γίνει, θα δεις. Το σκάκι παίζεται ως την τελευταία στιγμή, αρκεί να προβλέπεις τις κινήσεις του αντιπάλου από νωρίς.
- Ο λαός έχει το λαό αντίπαλο. Όπως εσύ τον εαυτό σου.
-Αυτός είναι ο μεγαλύτερος αντίπαλος, είπε ο Βέσελιν.

Πήρε να βραδιάζει. Τα φωτάκια του τρένου άναψαν.
Στην Ελλάδα αύριο θα παιζόταν η τελευταία σκηνή της τραγωδίας.
Ο θύτης είναι γνωστός, από χρόνια.
Όπως και το θύμα. Εκτός κι αν.

(Συνεχίζεται)


1 Νοε 2012

100 χρόνια μετά(2122)


Θα αντέξουμε Φίλες και Φίλοι, θα αντέξουμε, φτάνουμε προς το τέλος. Εξ' άλλου πόσες φορές θα μας πάρουν ακόμα μέτρα, άντε μία ακόμα τον Φλεβάρη, μία ακόμα τον Ιούνη, άντε πάλι του χρόνου τον Σεπτέμβρη, δεν θα βαρεθούν;
Απ’ ότι φαίνεται αυτό περιμένουμε όλοι να βαρεθούν. Αφού οι μισοί τους υμνολόγησαν τον Ιούνη και οι άλλοι μισοί περιμένουμε στη στάση, ένα τρένο που δεν έρχεται ποτέ…
Δεν φταίνε αυτοί, τα μέτρα φταίνε, ώσπου να βρουν τις σωστές αναλογίες, αλλά που θα πάει θα το βρούνε το σωστό φάρμακο.
Πάντα τα πειράματα έχουν θανατηφόρα αποτελέσματα στα ζώα, πρέπει να υποστούμε το μαρτύριο, για χάρη της πολιτικής και οικονομικής επιστήμης.
Αν και πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν πως ούτε η πολιτική, ούτε η οικονομία είναι επιστήμη. Δεν υπηρετούν τον άνθρωπο λένε, αλλά τον πεθαίνουν. Μαγειρεύουν σκάρτα φαγητά για τον μαζάνθρωπο της σύγχρονης κοινωνίας.
Κάποτε η ιστορία θα τους γράψει, στους μεγάλους ευεργέτες της ανθρωπότητας. Τους δικούς μας αστέρες. Πλανήτες και κομήτες.

100 χρόνια μετά(2122)

'' Η χώρα σώθηκε χάρη στους εσωτερικοεξωτερικούς τροικανούς, με σχετικά λίγες απώλειες για το μέγεθος του πειράματος. Οι νεκροί δεν ξεπέρασαν τελικά το ένα εκατομμύριο, οι μετανάστες τα δύο εκατομμύρια, οι ανάπηροι σωματικά και ψυχικά ήταν κάτω από τρία εκατομμύρια, δηλαδή επέζησε χωρίς ουσιαστικές απώλειες σχεδόν ο μισός πληθυσμός της χώρας. Οι έχοντες και κατέχοντες της εποχής. Όπως γίνεται σε κάθε πόλεμο.
Αν σήμερα καμαρώνουμε τον ήλιο, τη θάλασσα, τα βουνά αυτής της ωραίας χώρας, το οφείλουμε στους μεγάλους Έλληνες ηγέτες, που έσκυψαν μπροστά στους Ευρωπαίους Ηγέτες μπρούμυτα -και τους βγήκαν τα μάτια έξω, κοιτάζοντας κατάματα το μέλλον του τόπου. Ακόμα ο Όλυμπος στέκει αγέρωχος, αγναντεύοντας το αιγαίο πέλαγος. Ακόμα η χώρα πλέει στο γαλάζιο της θάλασσας και του Ουρανού.Ακόμα υπάρχουν ποτάμια με νερό.
Οι τρεις ηγέτες της εποχής εκείνης, είχαν το χάρισμα να βλέπουν 100 χρόνια μπροστά από την εποχή τους. Ίσαμε σήμερα δηλαδή. Όπως όλοι οι ηγέτες. Δεν λογάριαζαν πτώματα και δάκρυα, δεν λογάριαζαν ανθρωποθυσίες των παροίκων, δεν λογάριαζε το δικό τους ανάστημα τα κλαψουρίσματα του κατά συρροή λαού τους. Έβλεπαν μακριά, πως θα ζήσουν και τα εγγόνια τους την ευημερία που απολάμβαναν οι δικές τους οικογένειες. Στο σεντούκι που άφησαν παρακαταθήκη έβαλαν πέντε κλειδαριές.
Ο μισός λαός τους τίμησε για όλα τα ανδραγαθήματα της εποχής με τη ψήφο του, τους ανακήρυξε αιώνιους σωτήρες, από γενιά σε γενιά έπινε νερό στο όνομά τους. Αν τότε οι τρεις σοφοί της Ελλάδος άκουγαν το άλλο μισό του λαού, τώρα ο ήλιος θα ξέχναγε να ανατείλει στη χώρα που δεν υπάκουσε στους θεούς της, η χώρα θα ήταν ακόμα στην εποχή της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, στην εποχή της χειρωνακτικής δουλειάς, της πνευματικής επαγρύπνησης.
Σήμερα η Ελλάδα είναι πρότυπο της υπερ-τεχνολογίας των πιο εξελιγμένων παγκόσμια εταιρειών, των μεγαθήριων που αγκαλιάζουν τον λαό τους σφιχτά, πιο σφιχτά δεν γίνεται, της αφηοθονοποίησης, όλα μ’ ένα χάδι, τεράστιες ξενοδοχειακές μονάδες φιλοξενούν εκατομμύρια επισκέπτες, η χώρα ξεπέρασε σε καζίνα το άλλοτε επιβλητικό Λας Βέγκας, οι μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου είναι πια σε κάθε γωνιά, οι περισσότεροι έλληνες τους χαρίζουν φιλόξενα τις υπηρεσίες τους. Η χώρα λειτουργεί με σιωπή νεκροταφείου. Ιδανικός τόπος να ηρεμήσεις. Κάτω από τον πιο λαμπρό ήλιο της Μεσογείου…
Τα αγάλματα στους δρόμους τιμάνε εκείνες τις ένδοξες εποχές. Η Μέρκελ, η Λαγκραντ, ο Σόιμπλε, ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος, ο Φώτης Κουβέλης. Όλοι αυτοί οι οραματιστές των μεγάλων αλλαγών. Ένας λαός ολόκληρος θυσιάστηκε για τον κόσμο του μέλλοντος. Ένα κόσμο χωρίς ανθρώπινη χαρά, αλλά ούτε και ανθρώπινο πόνο.
Ζωή μες τη ζωή χωρίς ζωή. Γεμάτο φωτάκια που αναβοσβήνουν….
……………………………………………………………………………………….’’

Κωστής Ταξιδεύων
1 Νοεμβρίου 2012