10 Δεκ 2020

Οδός Ουτοπίας

Αυτός ο χωματόδρομος είναι ο δρόμος μου. Οι λιγοστοί διαβάτες του είναι άνθρωποι απλοί, χαμογελάνε, χαιρετάνε και πάνε για τα χωράφια τους.

Ανώνυμος και σιωπηλός, με περιμένει πάντα. Εγώ τον ονόμασα Οδός Ουτοπίας, ξεκινάει  απ' την άσφαλτο και φτάνει στο χωράφι μου.

Στις άκρες του  λεύκες και πλατάνια, ιτιές και σφένταμοι πιάνουν κουβέντα μαζί του, ακούω τους ψιθύρους τις καλές μέρες,  αναφιλητά και κλάματα, όταν φυσάει και βρέχει. Είναι μια ευθεία, χωρίς παγίδες και  περιστροφές, ένας ειλικρινής δρόμος.

Βρέχει σήμερα απαλά, χειμωνιάτικα, δεν είναι μέρα για δουλειά, έπιασα κουβέντα μαζί του. Παλιά, μου είπε, είχε μια λακούβα και γέμιζε βροχόνερο, όταν ξαστέρωνε μιλούσε με το φεγγάρι, ερχόταν να πιεί νερό, ήταν γεμάτες οι νύχτες του. Τη μέρα έπαιζε με τις αχτίδες του ήλιου, ένας καθρέφτης του δρόμου. Μου μίλησε για τα βήματα των πεζών και την ταχύτητα των αυτοκινήτων, για τα πουλιά που δεν κελαηδούν τον χειμώνα, τα γυμνά κλαριά των δέντρων, πόσο απαλά κόβει βόλτες η γάτα του Λάμπρου και την πονηριά της αλεπούς. Του αρέσει η άνοιξη, τότε νοιώθει ερωτευμένος  με τα τρυφερά φύλλα των δέντρων. Τότε είναι η Οδός Ερωτευμένων. Τότε φυτρώνει και το δικό του χορτάρι. Καταμεσίς. Δεν θα ήθελε ποτέ να γίνει άσφαλτος, ένας δρόμος χωρίς ανάσα, καταδικασμένος στη βία της ταχύτητας.

" Ήθελα να παίζουν παιδιά, να ακούω τις φωνές τους, ζηλεύω την αλάνα του χωριού. Βλέπω όμως εσαεί τον Κόζιακα κι αυτό είναι προνόμιο μεγάλο".

Ο δρόμος μου μίλαγε, εγώ τον άκουγα, η βροχή δυνάμωνε. Μαζί και η φιλία μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου