11 Μαρ 2013

Φεγγαρόδρομος

Χρόνια περπατούσε μόνος. Τον ίδιο δρόμο. Την ίδια ώρα. Τις ίδιες σκέψεις. Τα ίδια όνειρα. Οι ίδιες χαρές. Οι ίδιες απογοητεύσεις. Έρωτας και Θάνατος, Επιτάφιος και Ανάσταση.
Το βράδυ θα περπατήσουμε μαζί, της είπε. Στον ίδιο δρόμο που πάμε κάθε βράδυ.
Έγειρε πάνω του και χαμογέλασε.

Γιατί τον είπες φεγγαρόδρομο -αφού είναι ανώνυμος τον ρώτησε λίγο μετά, καθώς βάδιζαν στον προφήτη Ηλία. Ο ήλιος χαμήλωνε τον ίσκιο τους, έτσι όπως πήγαινε να κρυφτεί. Τα πεύκα μύριζαν άνοιξη, οι αναπνοές τους φιλιά.

Κάθε βράδυ όταν γύριζε από τη δουλειά, έβαζε τις φόρμες, τα αθλητικά παπούτσια, το χειμώνα, σορτσάκι και φανελάκι τα ζεστά βράδια και περπατούσε. Τον ίδιο δρόμο.
Πάνω κάτω, από το άλφα ως το ωμέγα, πέρα δώθε σαν εκκρεμές του ουρανού.
«Οδός άνω κάτω μία» έλεγε ο Ηράκλειτος. Οι σκέψεις του όσες και τα αστέρια  τις καθαρές νύχτες.
Όταν είχε φεγγάρι ο δρόμος ήταν μισοφώτεινος, όταν χάλαγε ο καιρός πήχτωνε το σκοτάδι. Ένας στενός δρόμος, χωματόδρομος, με δέντρα από δω κι από κει. Ήταν ο δρόμος του. Και ο δικός της τα τελευταία χρόνια.
Παράλληλος με τη οδό Ουτοπίας. Στη γειτονιά που έμενε. Στη γειτονιά  που μεγάλωσε, στο πατρικό του σπίτι.
Ο δρόμος αυτός είχε τη δική του ιστορία, όπως του καθένα  ο δρόμος. Εκεί άλεθε τη ζωή του. Όπως οι μέλισσες τη γύρη. Απόσταζε τη μέρα του και ξαπόσταινε.

Ακούστηκαν λάγνα  κρωξίματα πουλιών. Κάτω από το δρόμο δυό παγώνια έκαναν έρωτα. Δίπλα τους ένα μεγάλο με κάτασπρα φτερά, ανοιγμένα σαν βεντάλια, περπατούσε αμέριμνο, σήκωνε μια το κεφάλι του στον Ουρανό μια στη γη. Ένας φαντασμαγορικός χρωματισμός απλώθηκε στα μάτια τους. Ένα κοπάδι από παγώνια άλλαξε  τις σκέψεις τους.
Έφτασαν στο ζωολογικό κήπο.
Στην είσοδο τους περίμενε ένας βλάκας παπαγάλος.
"Καλώς ήρθατε ζώα. Καλώς ήρθατε ζώα. Καλώς ήρθατε ζώα".

Ταξιδευτής
Μάρτιος 2013



7 Μαρ 2013

Ξημέρωμα

Του άρεσαν οι κουβέντες των απλών ανθρώπων. Αναρωτιόταν γι’ αυτούς που μιλάνε με επιτηδευμένη γλώσσα Οι ατσαλάκωτοι υπερτερούσαν γύρω του, αλλά αυτός κρυφάκουγε εκείνες τις λέξεις, που του θύμιζαν μια άλλη πατρίδα.
Μια ξυλόσομπα αναμμένη, μια σκαφίδα στο πλυσταριό, ένα καλούπι άσπρο σαπούνι, μια πυροστιά πάνω στα κάρβουνα, ένα τενεκέ λάδι, λέξεις από παλιά. Όταν καμιά φορά, μετά από χρόν...ια τις συναντούσε, ανατρίχιαζε. Του θύμιζαν τα πέτρινα γεφύρια. Γινόταν παιδί.
Αυτοί οι άνθρωποι που απέμειναν ακόμα έτσι, είναι πιο λεύτεροι. Μιλάνε αυθόρμητα, χωρίς γλωσσσομπερδέματα, στα ίσια. Κατάματα. Ή έτσι νόμιζε.
Παρατηρούσε τον πόνο των λέξεων, τη διαύγεια, τη συγκίνηση.
Σαν δάκρυα χαρμολύπης έσταζαν πάνω του, λυτρωτικές σταγόνες βροχής.
Πήρε το μπλοκάκι του και έγραψε τη λέξη: Ξημέρωμα.
Κάποτε ήθελε να παίξει πάλι, με εκείνες τις μακρινές λέξεις. Έβαλε το φώλι, να το θυμηθεί κάποτε. Όταν θα γερνάει, ξανακερδίζοντας το χρόνο.

Ταξιδευτής
7 Φεβρουαρίου 2013

Γέφυρα Αγίου Βησσαρίωνα
Πύλη Τρίκαλα

2 Μαρ 2013

Ήταν στα δεκάξι τους.

 «Μεγάλωσα πια, ώστε να απαρνηθώ τα όνειρα της νιότης. Τα κουβάλησα ολόκληρη τη ζωή μου. Δεν θα αποστάσω τώρα Αγαπημένη μου.
Αυτό το δισάκι στον ώμο μου, είναι καιρός τώρα να το αναστρέψω.  Από την χωρική μάνα μου έμαθα τα πιο σοφά πράγματα. Ο κάθε άνθρωπος έχει στον ώμο του ένα δισάκι έλεγε, βλέπει τα λάθη των άλλων, πίσω είναι τα δικά του. Όσα λάθη και αν έκανα δεν μετανιώνω για τίποτα. Πάλι τα ίδια θα έκανα. Ούτε θα απαριθμήσω τώρα μπροστά στα μάτια σου, σωστά και λάθη. Αυτό το θεατράκι είναι στη κορυφή ενός λόφου. Να η μια πλευρά του, την ανεβήκαμε. Να η άλλη που θα κατεβούμε. Εδώ είναι η απεραντοσύνη του κόσμου. Εδώ είναι το Όλον της ύπαρξής μας. Η γεύση του κόσμου. Άκου αυτό το ανεπαίσθητο αεράκι προμήνυμα της Άνοιξης. Το χάιδεμα των ματιών μας φτερουγίζει την ψυχή μας. Το άρωμα των πεύκων. Το μακρινό ταξίδι των ματιών μας.
Η ανθρώπινη ψυχή είναι φτιαγμένη από λογική, βούληση και επιθυμία , είπε ο Πλάτωνας. Με κατηγορούν οι γνωστοί και οι φίλοι μου ότι είμαι θεωρητικός. Πλατωνικός. Μπορείς να φαντασθείς ένα κόσμο χωρίς φαντασία;
Δεν ξέρω σε ποιόν κόσμο έζησα περισσότερο στον φαντασιακό ή της πραγματικότητας. Η λογική είναι η καταστολή της φαντασίας. Η κόλαση του κόσμου.
Η απόδραση από τον πόλεμο είναι η Ειρήνη. Οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχονται συμβατικά τη λογική και τη θεωρούν υπέρτατο αγαθό του ανθρώπου.
Τι θα ήταν η λογική όμως αν δεν υπήρχε η φαντασία. Το Όνειρο.
Η λογική αποσκοπεί στο κέρδος. Η φαντασία αναγεννάει τη  ζωή.
Τούτος ο κόσμος της λογικής είναι ο παλιός, σημαδεύτηκε από χρόνια. Πόλεμοι, θηριωδίες, εμπόριο θανάτου, ο άνθρωπος μηχανή.
Η ζωή Αγαπημένη μου είναι αλλού. Ένας καινούριος κόσμος ανατέλλει »

 Άρχισε να χειροκροτεί, με όλο το χαμόγελό της σε οργασμό. Όπως όταν ένα παιδί απαγγέλει ένα ποίημα.  Ο ήλιος έκαιγε. Το πρώτο σύννεφο είχε πλευρίσει τον ήλιο. Κατάλαβε ότι η ερωτική διάθεση βάραινε.   Ένα ζευγάρι ξεμοναχιασμένα άσπρα περιστέρια φτερούγιζαν πάνω τους. Προσγειώθηκαν δίπλα τους. Λες και τα προσκάλεσαν. Τικ τακ το ξύλινο πάτωμα του θεάτρου, έψαχναν ψίχουλα, κουνούσαν με φόβο τα κεφάλια τους. Τα  πουλιά όταν βλέπουν τους ανθρώπους πετάνε μακριά. Αυτά δεν πέταξαν. Έμειναν εκεί.

Σειρά σου τώρα, της είπε.
Πήγε στη μέση της σκηνής, όπως και εκείνος.

« Είχα μόνο ένα Όνειρο. Να δίνω. Μόνο όταν έδινα έπαιρνα. Τίποτα δεν ήταν εύκολο. Όμως συνέχιζα να χαρίζω χαμόγελα. Όταν ζωγράφιζα με τα παιδιά, ήταν σαν να ζωγράφιζα έναν άλλο κόσμο. Τα δέντρα στις πλαγιές των βουνών, ήταν το πράσινο στο γκρίζο της πόλης. Το μπλε της θάλασσας ήταν, το μακρινό ταξίδι από τη φυλακή της οικογένειας.  Το κόκκινο στα τριαντάφυλλα ο έρωτας της νιότης.
Κατέβαινα στη θάλασσα για να δω τον Ορίζοντα. Ρόδιζε η ψυχή μου. Κάποτε ερωτεύτηκα την ελευθερία του γλάρου. Ήμουν μικρή ακόμα. Ναι. Ο γλάρος ήταν ο πρώτος μου έρωτας. Ούτε δέκα χρονών δεν ήμουν. Κάθονταν πάνω σ’ ένα βράχο και αγνάντευε το κύμα, πάφλαζε το κύμα μέσα μου, φτερούγιζε από την μια άκρη στην άλλη. Περπάταγα με τις ώρες στην παραλία και του μίλαγα. Οι μεγάλοι δεν μ’ άκουγαν, νόμιζαν ότι τα ξέρουν όλα και με διάταζαν. Εγώ έκανα πως τους άκουγα. Αλλά ποτέ δεν τους άκουγα. Έκανα αυτό που ήθελα. Ο γλάρος με αποφυλάκισε.
Ο πατέρας μου είχε φυτέψει δέντρα στην αυλή. Από το παράθυρο έβλεπα τη λεμονιά. Έρχονταν τα πουλιά. Από μικρή λάτρεψα τη μουσική.
Ήμουν δεκαεπτά χρονών όταν δοκίμασα το πρώτο φιλί στο στόμα. Από τότε ο έρωτας με καθόρισε. Στα είκοσι το έσκασα από το σπίτι με κάτι φίλους. Ζήσαμε σε στη σπηλιά ενός βουνού πάνω από μια βδομάδα. Από τότε έμαθα την ανεξαρτησία
Στα είκοσι  έκανα ωτοστόπ  σε μια νταλίκα. Ταξίδεψα μαζί του ως την  Ιταλία. Από τότε αγάπησα τα ταξίδια. Στα είκοσι τρία κατέβηκα στην πρώτη διαδήλωση. Από τότε ήθελα να αλλάξω τον κόσμο.
Μπορεί να μην άλλαξε ο κόσμος, αλλά άλλαξα εγώ.
Ο δρόμος για την Ουτοπία. Είναι μια κάποια ελευθερία.
Εκεί συνάντησα τη ζωή . Εκεί αγάπησα τη ζωή.
Εκεί Αγαπημένε μου συνάντησα και σένα.»


Αυτός καμάρωνε.
Τα δύο περιστέρια πέταξαν. Ο ήλιος πήγαινε στα βουνά, στην αιώνια διαδρομή του.
Το ρολόι χτύπησε δεκάξι φορές.
Ήταν στα δεκάξι τους.

Ταξιδευτής
2 Μαρτίου 2013