25 Σεπ 2014

Μια αστραπή είναι η ζωή μας.


Η μέρα ξεκίνησε από το Αστυνομικό τμήμα. Ευτυχώς έλειπε ο Έκτορας. Ήλθον, είδον και απήλθον. Τελεία. Η ζωή είναι ωραία να τη χαραμίζεις με τους μπάτσους. Εκτός και αν πρόκειται να γράψεις αστυνομικό μυθιστόρημα. Μόλις είχαν συλλάβει μία δικηγόρο και έναν συμβολαιογράφο για αγοραπωλησία βρεφών. 

Οκτώ και μισή ήμουν στη Γλάδστωνος. Την ώρα που άνοιγαν τα μαγαζιά.  
Ουζερί σχεδόν τέλεια.
Έργο τέχνης η ξυλογλυπτική του Πάνου. Με ξάφνιασε η πρωτοτυπία του. Ένα ένα τα γράμματα ανέδυαν ένα πρωινό μπλε χρώμα, στόλιζαν την προμετωπίδα.   
Το τζάμι ήταν ακόμα καλυμμένο με άσπρο χαρτί. Προσεχώς Ουζερί. 
Όλα έπρεπε να συντομεύουν, αρχές Σεπτέμβρη. Στις 21 Σεπτέμβρη μαζί με το Φθινόπωρο θα  έπρεπε να γίνουν τα εγκαίνια. Ως πότε θα άκουγα τον πατέρα να μου λέει παροιμίες του στυλ, όποιος δεν θέλει να ζυμώσει…Κι όμως το Ουζερί ήταν τώρα το όραμα, όλα τ’ άλλα βάρκα γιαλό. Μόνο κάποιες δημοσκοπήσεις έδειχναν κάτι να αλλάζει στο λαό. Η οικονομική καταστροφή τον ταπείνωσε, αυτή θα τον αγουροξυπνήσει ξανά. Πουθενά δεν φαινόταν ο αφανής πόλεμος. Η πόλη γέμισε καφέ και σουβλατζίδικα με ένα ευρώ. Ένα ουζερί ακόμα. Ένα ουζερί ακόμα...άλλος ένας παραπλανητικός τίτλος. Οι λέξεις έχασαν πια το νόημά τους, στην ίδια τη χώρα που τις γέννησε. Δηλώνω ουζερί, αλλά…
Ανοίγοντας την πόρτα μύριζε χρώμα και ξύλο. Πάτησα τον διακόπτη και είδα φως. Πάνω από το μπαρ κρέμονταν τρείς μεταλλικοί κώνοι, φώτιζαν τα νερά του ξύλου. Απέναντι ράφια άδεια, ζωγράφιζαν το σχεδόν τέλεια στον ανοιχτόχρωμο γήινο τοίχο, έτοιμα να υποδεχτούν τα μπουκάλια με τα ποτά. Η κουζίνα σχεδόν έτοιμη, σκεύη νικέλ.   Κουζίνα φωταερίου. Οι φίλοι ήταν εδώ, εγώ ήμουν αλλού. Τώρα είμαι πάλι εδώ, ξεκίνησε αλλόκοτα η μέρα, αλλά βούτηξε πάλι μες τ’ όνειρο. Είμαστε όπως ξυπνάμε το πρωί. Με χαμόγελο ή με βαριά  πόδια, με όραμα ή με επανάληψη. Μια μέρα ακόμα τυποποιημένη, ο άνθρωπος αντίγραφο.
Πλημμύρισα από την αίσθηση του καινούριου. Έβγαλα το μπλοκάκι και σημάδεψα τις ελλείψεις. Η σκάλα για το πατάρι θα στρωθεί με ξύλο. Τηλεφώνησα στον μαραγκό. Ο Βαγγέλης θα ερχόταν το απόγευμα να πάρει τα μέτρα. Ετοίμαζε και τη βιβλιοθήκη, σχεδόν έτοιμη, είπε. 
Σκέφτηκα την αποθήκη στο Πετρωτό με τα βιβλία, τους πίνακες με τους ποιητές και τους μεγάλους συγγραφείς. Τον Καββαδία θα τον βάλω σε περίοπτη θέση. Το παλιό εκείνο σκάκι από καρυδιά.  
Ανέβηκα στο πατάρι, στο ξύλινο πάτωμα, φρεσκοβαμμένο, άδειο. Χωράνε εξήντα καρέκλες, τρία τέσσερα τραπεζάκια. Εδώ θα γίνονται οι εκδηλώσεις. Θέλει πολλά ακόμα, πιάνο, μικρόφωνα, αν μπορούσα να κάνω κάτι μόνος μου. Τα χρήματα λιγόστευαν, έπρεπε να κουμαντάρω.
Κουμάντο θέλει και η ζωή. Κουμάντο θέλει και η γειτονιά, η πόλη, η χώρα, ο κόσμος. Πως φτάσαμε ως εδώ και αφήσαμε άλλους να κουμαντάρουν τις ζωές μας;

Η πόρτα άνοιξε φοβισμένα. Η νοσοκόμα. Η Μάρθα. Φορούσε ένα ψάθινο καπέλο, ένα τσαλακωμένο άσπρο φόρεμα. Τα μάτια της πρησμένα, στον λαιμό της σημάδια. Δεν είπε τίποτα, ένα ελαφρύ τρέμουλο στα χείλη της. Η Μάρθα αγνώριστη. Ένα φοβισμένο ανθρωπάκι, ταλαιπωρημένο, δεν θύμιζε σε τίποτα την Μάρθα με τη λευκή ποδιά και το αγέρωχο ύφος του νοσοκομείου.
-Τι έπαθες;

-Μπορώ να μείνω λίγο;
-Πες μου, τι έπαθες;
Δεν μιλούσε, μόνο τα μπλε σημάδια της την πρόδιναν. Πήγα της πήρα ένα σάντουιτς και ένα ζεστό γαλλικό καφέ απέναντι στο Μικέλ.
Πήγε στο μπάνιο και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της.
-Δεν έχω που να πάω, είπε.
-Τι εννοείς; Τι έπαθες;
-Μη με ρωτάς. Μπορώ να φιλοξενηθώ κάπου; Της εξήγησα για το δυάρι στην Αριστείδου Παππά και της έδωσα το κλειδί. Στον πρώτο όροφο αριστερά, μόλις ανεβείς τη σκάλα. Πάρε ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό, ούτε νερό έχει, θα φροντίσω να στείλω ένα στρώμα. Ρίξτο στο πάτωμα και κοιμήσου. Μόνο ένα μικρό γατάκι θα βρεις μέσα στο σπίτι. Τίποτα άλλο. Να του πάρεις ένα γάλα να πιεί.
-Θα τα πούμε το μεσημέρι.
Με κοίταξαν τα μεγάλα θλιμμένα μάτια της.
Πήγα και αγόρασα ένα στρώμα, θα το πάτε  σε μισή ώρα στην Αριστείδου Παππά.
Αυτή τη φορά τίποτα δεν θα άφηνα στην τύχη του. Μεγάλωσα πια. Μια αστραπή είναι η ζωή μας.


Ταξιδευτής
25 Σεπτεμβρίου 2014 (30)





23 Σεπ 2014

Οι λέξεις


Φτερούγισαν απ’ τα χείλη σου
Στάθηκαν πάνω στ’ ασημένια μαλλιά μου

Κι ύστερα συνέχισαν το ταξίδι τους
Ως το απόρρητο της καρδιάς μου
Λέξεις δοτικές, ασήμαντες από μόνες τους
Πλάι πλάι γέννησαν την Ελευθερία
Πάνω απ’ τον έρωτα, πέρα απ’ το θάνατο
Κατάβαθα μέσα μας, κατάσαρκα πάνω μας
Ήταν τρεις λέξεις που μπόλιασε η Άνοιξη
Να τις χαρίσει στο Φθινόπωρο.
Τώρα
Ενάντιος έρωτας του Αντρέ Μπρετόν
Ή
«Μια λέξη
και όλα σώζονται.
Μια λέξη
και όλα χάνονται»


Κωστής Ταξιδεύων
23 Σεπτεμβρίου 2014

15 Σεπ 2014

Ευτοπία






Άκουσα πρώτα το κλάμα του. Μετά είδα δυό μικρά ποδαράκια να γρατζουνάνε χαμηλά το τζάμι. Τα ρολά ίσα που ήταν ανεβασμένα να μπαίνει λίγο φως. Δυό πράσινα ματάκια με κοίταζαν. Είναι απίστευτο πως γαλήνεψα στη στιγμή.
Άνοιξα τη μπαλκονόπορτα. Απαλά αθόρυβα, με μικρά βηματάκια ήρθε μέσα. Περπατούσε τώρα πάνω στο  σκονισμένο παρκέ, στο άδειο δωμάτιο. Άσπρο κάτασπρο, μηνών. Απορημένο. Απορημένος κι εγώ.
Έκατσα σταυροπόδι, σε στάση γιόγκας. Αυτό απέναντι, να με κοιτάει στα μάτια, άρχισε να τεντώνεται, μετά να κουλουριάζεται. Ανεπαίσθητα η αναπνοή του έδινε ρυθμό στο σώμα του.
Πως βρέθηκε στη βεράντα,  ποιος το άφησε;
Το σπίτι στον πρώτο όροφο, έβλεπε στον ακάλυπτο. Είδα την κληματαριά, γεμάτη άσπρα σταφύλια. Σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, η πίσω πλευρά της πολυκατοικίας ίσκιωσε. Γλυκό τελείωμα του Αυγούστου, ανέδυε την επερχόμενη φθινοπωρινή επερχόμενη αύρα.
Με ακολούθησε στη βεράντα, μπερδεύτηκε στα πόδια μου. Το χάιδεψα για πρώτη φορά. Σαν μεταξωτό πανί η ζεστασιά του.
Γυρίσαμε στο δωμάτιο, κατέβασα τα ρολά, λίγες φωτεινές δέσμες απέμειναν στους τοίχους. Δεν μιλούσαμε. Χόρευε για να μου μιλά. Κυνηγούσε το φως.
- Πεινάω, ήταν η πρώτη λέξη του.
- Θα σου φέρω φαγητό, είπα
Ντύθηκα αστραπή. Γύρισα με ένα μπουκάλι γάλα Τρίκκη και ένα γιαούρτι Όλυμπος. Κι ένα μπουκάλι νερό. Και δυό παγωμένες μπύρες. Πήρα και μια κασετίνα Καρέλια.
Έφαγα με τα δάχτυλα το γιαούρτι και έβαλα το γάλα στο κεσεδάκι. Έπεσε με τα μούτρα. Πεινούσε.
Μετά ήπιαμε νερό. Μετά από μια μέρα περπάτημα στην έρημο συναντήσαμε μια όαση. Έτσι γίναμε φίλοι.
Άνοιξα μια μπύρα να το γιορτάσουμε. Χορεύαμε και οι δυό από χαρά. Μια χαρά ανείπωτη. Δεν υπήρχαν δεινά πια στον κόσμο. Ούτε ο Έκτωρας. Όλα τα σημαντικά, έγιναν ασήμαντα. Όλα τα ασήμαντα σημαντικά.
Ποια προβλήματα; Κάνε μια βόλτα στο νεκροταφείο. Όλα σταματάνε εκεί. Ένα πρόβλημα ασθενεί μπροστά σ’ ένα μεγαλύτερο. Μια χαρά λιγοστεύει μπροστά στον έρωτα. Ένας Έρωτας ξαναγεννά τη ζωή.
Η κυρία Δέσποινα ήταν πολύ όμορφη όταν πήγαινα στο γυμνάσιο. Μπαινόβγαινε στο απέναντι μπαλκόνι. Τώρα κάθεται στην πολυθρόνα της τυλιγμένη μ’ ένα μαύρο σάλι. Τα μαλλιά της άσπρισαν. Στα χέρια της τρεμοπαίζουν οι βελόνες που πλέκει ακόμα. Η κυρία Δέσποινα τώρα είναι γριά. Λάμπει το βλέμμα της, την στολίζει το μόνιμο χαμόγελό της. Διακρίνω μέσα από τις χαραμάδες που αφήνουν τα στόρια,- τόση ώρα την κοιτάω- την πληρότητα μιας γεμάτης ζωής. Η κυρία Δέσποινα απολαμβάνει τη ζωή, δίχως περιττά φκιασίδια Πάντα τη θυμάμαι απέριττη, λιγομίλητη, να φροντίζει τον μικρό κήπο της βεράντας της. Δίπλα της μια λεμονιά γεμάτη λεμόνια. Σαράντα χρόνια μετά άραγε θα με αναγνωρίσει, ή θα με περάσει για καινούριο ένοικο;
Ανοίγω τη μπύρα, το μικρό χοροπηδάει σαν τρελό. Οι σκέψεις μου χορεύουν, μια στη ζωή και  μια στα παραμύθια. Η ζέστη με ιδρώνει, ανοίγω διάπλατα, μπαίνει αέρας στο δωμάτιο.
Τελειώνει το καλοκαίρι. Ο κόσμος επιστρέφει στην πόλη. Τον Σεπτέμβριο το Ουζερί θα ανοίξει. Μαζί με το Τρικαλινό παζάρι…
Πρέπει να πάψω να αυτοκυκλώνομαι.  Ζωγραφίζω μια τεθλασμένη γραμμή, πάνω στη σκόνη… Σαν καρδιογράφημα.
Εδώ θα μένω πια. Στα παιδικά μου χρόνια.



Πανύψηλα γυμνά δέντρα, απέραντο, ατέλειωτο, δάσος χωρίς οξυγόνο. Καμένοι κορμοί, αποκαΐδια. Περπατούσα χαμένος, ξυπόλυτος, μέσα στο τρυφερό πράσινο που φύτρωνε στο χώμα. Σιωπή. Απόλυτη σιωπή. Περπατούσα, περπατούσα,περπατούσα. Θλιμμένος, πέτρα το στήθος μου,τα πόδια μου βάραιναν, έσταζαν αίμα, τα χέρια μου ήταν δεμένα πίσω, η αναπνοή μου δυσκόλευε. Μύριζε ο τόπος θειάφι, παράξενη μυρωδιά.
Ξαφνικά άρχισαν τα δέντρα να βγάζουν φύλλα, να κελαηδούν πουλιά στα δέντρα, μες το χορτάρι να φυτρώνουν άνθη κατακόκκινα. Τα χέρια μου λύθηκαν, περπατούσα τώρα ανάλαφρα, σχεδόν πετούσα. Δίπλα μου ελάφια έπιναν νερό σε πηγές. Μετά κοίταγαν ψηλά, τον ουρανό της ευτοπίας.

Το γατάκι περπατούσε πάνω στο σώμα μου, σήκω πάνω, νιαούριζε στο αυτί μου. Ευτυχής στο όνειρο της ουτοπίας. Έξω είχε νυχτώσει, όταν ξύπνησα.


Ταξιδευτής
15 Σεπτεμβρίου 2014 (29)