28 Δεκ 2014

Ειδήσεις σε 1 λεπτό












~ Ο Πρωθυπουργός σε στημένη συνέντευξη στο δικό του κανάλι, είπε στους δυό  δικούς τους θαυμαστές πως αν δεν μείνει αυτός πρωθυπουργός η χώρα θα καταστραφεί. Κρίμα στην ευημερία που ζούμε, είπε. Για το δωρεάν WiFi που έταξε πέρυσι για φέτος δεν είπε τίποτα. Επίσης είπε ότι είναι η πρώτη κυβέρνηση στην Ευρώπη που κατάργησε την ενιαία τιμή του βιβλίου στα πλαίσια των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που θα γίνουν στον κόσμο.

~ Άσχημο το κλίμα που δημιουργήθηκε στα γιορτινά τραπέζια των εχόντων μετά από την σκληροκεφαλιά κάποιων βουλευτών να μην ψηφίσουν κατά το συμφέρον τους.  Οι κατέχοντες διαμηνύουν από θεού και γης ότι αν πέσει η χώρα στα χέρια του Τσίπρα, που αν κάνει ότι λέει αυτοί δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και η Ελλάδα δεν θα μοιάζει καθόλου τότε με την   Ελβετία που οι τράπεζες ευδοκιμούν σαν τα μανιτάρια.

~ Η δήλωση του Ρακιντζή, πως θα ξαναπήγαινε στην Eurovision με το S.A.G.A.P.O έπεσε στο κενό. Έφταιξε μάλλον η στιγμή που έγινε. Εκείνη την ώρα συνεντευξιαζόταν ο πρωθυπουργός σε άλλο κανάλι.

~ Κυβερνητικά στελέχη δήλωσαν ότι έκαναν  τα αδύνατα δυνατά να μεταβάλλουν τις γιορτές –αφού ήταν ανέφικτο να αναβάλλουν τις εκλογές, αλλά στάθηκε αδύνατο. Αφού έκαναν τη ζημιά στην αγορά, είπαν ότι φταίει ο Σύριζα. Είπαν ακόμα ότι φταίει και η τρόικα που τους έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό. Δεν είπαν τίποτα για το πόσες φορές ως τώρα η τρόικα τους έβαλε το ίδιο μαχαίρι στο λαιμό.

~ Η τροχαία επέστρεψε τις πινακίδες στους οδηγούς για τις γιορτές των Χριστουγέννων . Επίσης επέστρεψε και ο Γιώργος Παπανδρέου στο πολιτικό σκηνικό αποτινάσσοντας τη ναφθαλίνη από τα ρούχα των ακολούθων του. Οι πιστοί του περιμένουν τώρα και τη μαμά Μαργαρίτα. Θεοί και δαίμονες συνωμοτούν ώστε να μην αναταραχθεί η τάξη της χώρας.

~  Κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες η πρώτη ποιητική συλλογή της Χρυσηίδας Μαντάρα.

Δείγμα γραφής:

Τούτα τα Χριστούγεννα
θα σου στολίσω καραβάκια να πας στο καλό
Τούτη την Πρωτοχρονιά θα σου φορέσω κουδουνάκια
να πας στο γυαλό.


~ Την Πρωτοχρονιά θα έχουμε χιόνι. Επιτέλους!

21 Δεκ 2014

Ο ήχος της σιωπής





Ακούω, βλέπω, σωπαίνω,
Το μέσα μου ουρλιαχτό.
Γίγαντες οι τοίχοι δίπλα μου,
Βαθύ πηγάδι.
Ένας πλαδαρός αέρας πάει κι έρχεται,
Ζυμωμένος από χρόνια σε κίτρινα υγρά
Ψεύτικες ανάγκες.
Μόνο εκείνο το αστέρι κάθε βράδυ αναμμένο.
Και τα φτερά ενός μικρού πουλιού
Να με φτερουγίζουν αλύπητα.

18 Δεκεμβρίου 2014

24 Νοε 2014

"Μεθύστε, μεθύστε, όπως σας αρέσει''

                                                                     
                                                                                                                                    
                                                                                          
                     
                                                 -Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!      
                                                                     
Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε
                                                                      οἱ βασανισμένοι
                                                                      σκλάβοι τοῦ Χρόνου, 
                                                                      μεθύστε, μεθύστε
                                                                      χωρὶς διακοπή!
                                                                      Μὲ κρασί,
                                                                      μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή,
                                                                      ὅπως σᾶς ἀρέσει.
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            Σὰρλ Μπωντλαίρ

Είχαμε φτάσει μία εβδομάδα πριν τα προγραμματισμένα εγκαίνια. Τα περισσότερα ήταν έτοιμα, αλλά ήταν άλλα τόσα που σαν άπειρος δεν είχα σκεφτεί και προέκυπταν  σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι. Μικρές λεπτομέρειες, κομμάτια όμως του παζλ. Μήπως τα μικρά δεν φτιάχνουν τα μεγάλα; Ας πούμε ένας κατάλογος με τα ποτά και το πιάτο ημέρας, θέλει μια αισθητική να ολοκληρωθεί. Το βράδυ είχα ραντεβού με τον Τάσο, να μιλήσουμε ξανά για τα ζητήματα της κουζίνας και του σερβιρίσματος. Πόνταρα πολύ στην  εμπειρία και στη φήμη του Τάσου. Ήταν από τους πιο γνωστούς chef στην πόλη. Αυτός θα ετοίμαζε, εγώ θα σέρβιρα.  
Με την Έφη είχαμε χαθεί. Ακόμα περίμενα το  παλιό γραμμόφωνο. Και τους δίσκους βινυλίου που είχαμε πει. Η Έφη είχε μια τεράστια δισκοθήκη από νέγρικα μπλούζ μέχρι δημοτικά, από παλιά ροκ κομμάτια μέχρι ρεμπέτικα.
Έπρεπε να βάλω σε τάξη το χάος  μου. Ένα χάος από ιδέες και σκέψεις, που αν δεν πάρουν συγκεκριμένη μορφή και πράξη, παραμένουν αεί πλανώμενες.
Από τον πατέρα μου είχα το γοργόν και χάριν έχει και από τον Κούντερα τη βραδύτητα. Θυμήθηκα τον τύπο που εκνευρίστηκε στο κόκκινο φανάρι, αντί να απλώσει το χέρι του και να χαϊδέψει το γόνατο της γυναίκας του. Τρέχουμε να προλάβουμε χωρίς να ζούμε τη στιγμή. Αγχώθηκα, σαν ήρωας σε ταινία του Woody Allen.  Πάτησα φρένο.  Αντί για το ξεκίνημα του Φθινοπώρου, θα ανοίξουμε στο ξεκίνημα του Χειμώνα.  Τρεις μήνες μετά. Και όλα θα είναι σχεδόν τέλεια.
Αυτό δεν σήμαινε πως άτυπα δεν θα γινόταν οι πρόβες επί σκηνής.  Η μισή ζωή μου θα μεταφερόταν στο Ουζερί. Αυτό με φόβιζε κιόλας. Η δουλειά έχει ωράριο. Κι εγώ με τα ωράρια ουδέποτε είχα καλές σχέσεις. Φαντάζουν όμορφα κάποια πράγματα στην αρχή, αλλά μετά δεν είναι.  Η ρουτίνα θαρθεί αργά ή γρήγορα. Όπως στο γάμο. Βέβαια εγώ ήμουν αποφασισμένος να της κλείσω κατάμουτρα την πόρτα.  
Πάει καιρός που ασπάσθηκα τους στίχους του Μπωντλαίρ. Στο κάτω κάτω μες  σε ποτοποιείο θα ζούσα, να μεθύσω ήθελα. Με ζωή.
Τον θάνατο τον ήξερα από χρόνια.

Ταξιδευτής
24 Νοεμβρίου 2014 (36)

20 Νοε 2014

Γιατί ο Μουρακάμι είναι μεγάλος συγγραφέας






Το να ζεις στο Τόκιο και να αγγίζεις κάποιον που ζει σε μια μικρή πόλη της Ελλάδας είναι τέχνη.Το να γράφεις για το τώρα και να περνάς τα σύνορα του χρόνου, είναι μεγαλύτερη τέχνη. Κι ας μη θεωρεί τον εαυτό του καλλιτέχνη. Και σωστά λέει, γιατί η τέχνη θέλει ταπεινότητα.
Ο Μουρακάμι βέβαια και διάβασε και ταξίδεψε στον Δυτικό πολιτισμό. Και ακόμα περισσότερο δεν είναι ο θεωρητικός γραφιάς του γραφείου. Από το Peter Cat, το τζαζ κλαμπ που άνοιξε μαζί με τη γυναίκα του, λίγο μετά τα 20 χρόνια του, ως τα τώρα, την ώριμη  συγγραφική του ηλικία, φαίνεται να βίωσε πολλά ανάμεσα στους μαραθώνιους της ζωής του και της σκέψης του. Κάποτε έκανε μόνος του την διαδρομή του κλασικού μαραθώνιου της Αθήνας.
Όσοι διαβάζουμε μετά μανίας τα βιβλία του, λέμε ότι ξέρει να γράφει καλά, να αφηγείται δηλαδή. Δεν τον αφορούν, ούτε οι επιτηδευμένες λέξεις, ούτε οι τραβηγμένες μυθοπλασίες. Διαβάζοντας Μουρακάμι είσαι στην καθημερινή πραγματικότητα, συν-βιώνεις τις ανησυχίες και τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι ένας σύγχρονος -κλασικός συγγραφέας. Η λογοτεχνία του δεν χωρά ετικέτες, ακριβώς επειδή καταπιάνεται με το όλον της ανθρώπινης ζωής.
Στον άχρωμο Τσουκούρου Ταζάκι  άρεσε να κοιτάει με τις ώρες τους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Ήταν και το μόνο χόμπι του. Το μόνο χρώμα του. Κατά τ’ άλλα ήταν ένας «άνθρωπος χωρίς ιδιότητες».
Φεύγει από την επαρχιακή Ναγκόγια και έρχεται στο μητροπολιτικό Τόκιο. Μόνο και μόνο να παρακολουθεί τις παραδόσεις ενός καθηγητού ειδικευμένου στους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου λες ότι οι σιδηροδρομικοί σταθμοί αρέσουν και σε μένα. Μήπως όμως δεν αρέσουν και στους περισσότερους από μας;  Είναι η πρώτη συνάντηση, από τις πολλές στους επόμενους σταθμούς της διεισδυτικής ψυχολογικής ματιάς του Μουρακάμι.
Ο έρωτας και ο θάνατος κυριαρχούν στις ιστορίες του, όπως και στη ζωή.  Από πιο σημαντικό έργο μπορούν εξάλλου να λείπουν;
Καμία πληγή δεν κλείνει, αν δεν την γιατρέψεις. Η απόρριψη εδώ δίνει την αφορμή να κυλήσει ένα ολόκληρο ποτάμι συναισθηματικής ψυχολογικής καταβύθισης.
Μαέστρος στην ορχήστρα ο Μουρακάμι, πλάθει κάθε φορά μια τοιχογραφία εποχής, όπως κάνουν όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα. Αφήνοντας στον αναγνώστη τη μαγεία του ταξιδιού στα δικά του ερωτήματα.

Κωστής Ταξιδεύων
20 Νοεμρίου 2014




13 Νοε 2014

Ήταν δυό πρωινά χαμόγελα.








Δεν αντέχουν οι άνθρωποι την ελευθερία. Προτιμούν οι πολλοί την ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία φέρνει τη βία και η βία τη δυστυχία. Η δυστυχία μιας προκαθορισμένης ζωής γεννά τον πόλεμο. Ο πόλεμος τη φτώχεια. Όταν ακούμε τη λέξη φτώχεια το μυαλό μας πάει στην οικονομία, ποτέ στην άχρωμη, άγευστη, άνοστη ζωή.

-Μάρθα τι έγινε; Μπορείς να μου μιλήσεις; Ίσως νοιώσεις καλύτερα.
Η Μάρθα παρέμεινε ακούνητη, ήθελε τον χρόνο της. 

Ένα άδειο σπίτι, τα παράθυρα κλειστά, καταμεσήμερο και το σκοτάδι ήταν βαθύ. Το γατάκι νιαούριζε κυνηγώντας την μοναδική αχτίδα φωτός που έπεφτε στον τοίχο. Ένοιωσα σαν οδηγός που έχει να διανύσει κάποια χιλιόμετρα με αναμμένο το κόκκινο λαμπάκι της βενζίνης. Στις 4 είχα ραντεβού με τον μαραγκό στο ουζερί. Ήταν παρά 10.

-Μάρθα πρέπει να φύγω, έφερα 
donuts, άμα πεινάσεις. Θα τα πούμε το βράδυ. 

Όταν έφτασα στο Ουζερί, ο Βαγγέλης ήταν εκεί ξεφόρτωνε τα έπιπλα με τον βοηθό του. Στις 10 το βράδυ, το πατάρι είχε αλλάξει, τοποθετήθηκε η βιβλιοθήκη, ο καναπές, τα τραπεζάκια, οι καρέκλες, σχεδόν τέλεια.
Πήρα μια πίτσα με τυριά, δυό μπύρες κι έφυγα για το σπίτι. Το μυαλό μου ήταν στην Μάρθα. Όταν έφτασα κάθονταν σε στάση γιόγκας και ήταν ολοφάνερα καλύτερα. Βγήκε απ’ το σπίτι, δίπλα της φώτιζε ένα αναμμένο κερί, το ρολό ήταν μισοανεβασμένο, το ένα φύλλο της μπαλκονόπορτας ανοιχτό, το φεγγάρι συμπλήρωνε το φως. ‘
Όταν μπήκα μου χαμογέλασε, αναθάρρησα.  

-Έφερα πίτσα, πως είσαι; 
-Είμαι καλύτερα. Σ’ ευχαριστώ.

Δεν αντέχεται ο πόνος, ούτε του σώματος, ούτε της ψυχής. Αντιδρά το σώμα, αναβλύζει η ενέργεια που κρύβει η ψυχή, σχεδόν αντανακλαστικά. Όπως ξεμουδιάζει ένα χέρι ή πόδι που πιέστηκε πολύ.

Κάθισα απέναντί της σταυροπόδι στο πάτωμα. Εκείνο το βράδυ μου είπε ολόκληρη την ιστορία της. Μια απίθανη ιστορία, απ’ αυτές που νομίζεις ότι συμβαίνουν μόνο στον κινηματογράφο ή στα μυθιστορήματα. 

- Θα σου τα πω όλα, έχω ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Θα μου υποσχεθείς όμως, πως δεν θα γράψεις και δεν θα μιλήσεις σε κανέναν από όσα θα πούμε απόψε.
-Σύμφωνοι. Στο υπόσχομαι.

Κάπως έτσι ξεδιπλώθηκε η Μάρθα. Μόνο όταν φτάνεις στον πάτο, επαναστατείς, μόνο όταν οι αντοχές έχουν ξεπεράσει προ πολλού τα όρια. 

Οι πρώτες αχτίδες της μέρας μπήκαν στο δωμάτιο, το τασάκι δίπλα μας γέμισε γόπες, τα μάτια μας ήταν κόκκινα.

-Μάρθα η ζωή σου μοιάζει πολύ με την ιστορία της Ελλάδας, αν κάποτε μάθω να γράφω, όπως οι συγγραφείς, θα ήθελα να τη γράψω. Θα αλλάξω τα ονόματα, όπως κάνουν στα μυθιστορήματα, εσύ δεν θα φαίνεσαι πουθενά. Νομίζω ότι ενδιαφέρει πολλούς. Κι όταν μπορείς να αφηγηθείς τη δικιά σου περιπέτεια του πόνου, λυτρώνεις και άλλους σαν  εσένα. Πόσο έχουμε δικαίωμα να μην εκφράζουμε αυτά που μας συμβαίνουν, όταν συμβαίνουν στους περισσότερους; Δεν είναι αυτή μια λύτρωση και προσφορά μαζί; 

-Μου χαμογέλασε, ακούμπησε με την παλάμη της το χέρι μου, και μου είπε: 
-Μάθε πρώτα να γράφεις, να ξεχωρίζεις τα σημαντικά από τα ασήμαντα, να περάσει ο χρόνος, να υπάρξει απόσταση και τότε βλέπουμε. 
-Της χαμογέλασα κι εγώ. 

Ήταν δυό πρωινά χαμόγελα.


Ταξιδευτής
13 Νοεμβρίου 2014 (35)

7 Νοε 2014

Η ομορφιά δεν γλυτώνει από τους βαρβάρους.


 Άδικα ψάχνω τα κλειδιά μου, το κλειδί το είχα δώσει στη Μάρθα. Χτυπάω απαλά την πόρτα, ύστερα πιο δυνατά. Όταν άνοιξε, κρατούσε στην αγκαλιά της το γατάκι. Το γατάκι νιαούρισε, αυτή δεν μίλησε. Ούτε κι εγώ.
 Αχνό σκοτάδι το σπίτι. Ένα στρώμα στο πάτωμα, καταμεσής στο δωμάτιο. Η Μάρθα έπεσε μπρούμυτα. Το γατάκι στάθηκε δίπλα της. Της έγλειφε τα σημάδια. Μια ακτίνα φωτός από κάποιο κενό στα στόρια έπεφτε πάνω στον τοίχο.
-Πεινάς; 
 της είπα. Δεν απάντησε. Κρατούσε τα μάτια της κλειστά. Και την ψυχή της. Τα σημάδια μαρτύραγαν το σκοτάδι της.
 Πόσες φορές το σώμα μας δεν λέει την αλήθεια; Παραμένει ζωντανό, αντιστέκεται, φτιασιδώνεται για χάρη του φαίνεσθαι. Η  αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Κάποτε καταρρέει, όπως ένα δόντι, πονάει λίγο στην αρχή, ο πόνος γίνεται αβάσταχτος στο τέλος.
-Νερό; Πάλι δεν κουνήθηκε, σαν φυτό που μαράθηκε. Της άφησα ένα μπουκαλάκι νερό δίπλα της. Ο πόνος πετρώνει το στομάχι, στερεύει τα δάκρυα. Έχω δει φυτά να ανασταίνονται, εκεί που νόμιζες ότι πέθαναν. Χώρες ολόκληρες να ξαναγεννιούνται. Εκεί που νομίζεις ότι τέλειωσαν.
Στάχτες αφήνει ο πόλεμος, εκεί που θα φυτρώσει ξανά η ζωή.

 Το λευκό διάφανο δέρμα της γεμάτο μελανιές, είχε κακοποιηθεί βάναυσα.  Σαν μια πευκόφυτη πλαγιά βουνού δίπλα στη θάλασσα όπου γίνονται γεωτρήσεις από λαίμαργους χρυσοθήρες. Άναυδη η θάλασσα, ακύμαντη, αρνείται να χαϊδέψει την πληγή. Η σιωπηλή κραυγή του πόνου.
Η όμορφη Μάρθα του νοσοκομείου. Εκείνα τα μεγάλα χαμογελαστά μάτια, τα καθαρά  ξανθά της μαλλιά, η χάρη εκείνη στην αύρα της. Η περήφανη λάμψη της, η φρεσκάδα στα μαγουλά της, η ζεστασιά στη φωνή της αρρώστησαν. Ο πυρετός του εσωτερικού πόνου πάγωνε τα  εξαντλημένα χέρια της, τα ταλαιπωρημένα πόδια της.

 Απέραντη γαλάζια θάλασσα γεμάτη διαμάντια νησιά, γαλανός ουρανός, καθαρά μεγάλα ποτάμια αρτηρίες στο σώμα της, εύφορες πεδιάδες και ελατόχρυσα βουνά, σοκάκια καλντερίμια και δρόμοι μεγάλης φυγής, σελίδες ξέχωρης αντίστασης στους βαρβάρους, ήρωες και αντιήρωες, βαθύ πηγάδι η ιστορία της.
 Την έβαλαν σημάδι οι βιαστές της ομορφιάς. Αυτοί που ποτέ δεν μπόρεσαν να δουν με τα μάτια τους τις βοκαμβίλιες στα πλακόστρωτα σοκάκια των νησιών της, να συναισθανθούν με την αφή τους κάτασπρα εκκλησάκια, προσευχή στη δημιουργία της φύσης, να μυρίσουν το άρωμα απ’ το σώμα της, το θυμάρι της Κεφαλλονιάς, το πεύκο της Σκοπέλου, να ακούσουν τους ψιθύρους της ιστορίας, να γευτούν τους αιώνιους καρπούς της. 

 Η ομορφιά δεν γλυτώνει από τους βαρβάρους. Αγνοούν την αθανασία της. 

Ταξιδευτής
7 Νοεμβρίου 2014 (34)

23 Οκτ 2014

Τα διότι της ανθρώπινης ιστορίας.




Καθαρό φρεσκοβαμμένο, χρώματα στους τοίχους, φώτα μικρά αναμμένα. Πορτραίτο ζωγράφου που φτάνει στην υπογραφή. Αναπνέω την αισιοδοξία του καινούριου. Σαν έρωτας φυτρώνει η δημιουργία. Η δημιουργία γεννά το όνειρο. Το όνειρο αναγεννά τη ζωή. Πεθαμένα κύτταρα ανασταίνονται, κρυφές πτυχές φανερώνονται. Μια δέσμη φωτός στο σκοτεινό σου δρόμο. Φαρδαίνει το μονοπάτι, απλώνει η σκέψη, λαχταρά η καρδιά. Ένα καινούριο σύμπαν κτίζεται μέσα σου, το παλιό σβήνει. Κοιτάς τα πρόσωπα των ανθρώπων φωτεινά, τα δέντρα προσεύχονται στον καταγάλανο ουρανό, καθάρια νερά δροσίζουν τη φωτιά που σε καίει. Ένας φλεγόμενος άνθρωπος σε μια παγωμένη πόλη. Δεν χωράει ο νους το θαύμα να ζεις. 

Δεν χωράει ο νους τον καθημερινό θάνατο. Ξυπνάμε χρόνια ολόκληρα με μαύρα γυαλιά στα μάτια, ο θόρυβος των όπλων στα αυτιά μας, άνοστη λογιστική η σκέψη μας, βρώμικες οσμές στη μύτη μας, δίχως φτερά το σώμα μας. Η πόλη αντιστέκεται, κάθε γωνιά και καφέ, κάθε δρόμος κι ένα σουβλατζίδικο. Να παλέψει το τέρας, να γελάσει την δίψα της, να χορτάσει την πείνα της. Το τέρας θεριεύει. Η πόλη αρχίζει να του μοιάζει. Όσα κεφάλια και να κόψεις, άλλα τόσα πετάγονται. Μύθος η Λερναία Ύδρα, μύθος και η ζωή. Ο Ηρακλής τότε  καίει το τέρας. Δηλητήριο παντού. Ούτε ο ίδιος γλυτώνει.

Παίρνω τα κλειδιά πάνω από τον πάγκο με μια ξαφνική κίνηση. Βγαίνω στο δρόμο. Ο ήλιος καταμεσής στον ουρανό, ζεστή η μέρα. Στην κεντρική πλατεία, περνάω τη γέφυρα, όμορφα κυλάνε τα νερά του Ληθαίου, τα πλατάνια σκιάζουν ανθρώπους και πουλιά, η Ασκληπιού αραξοβολεί την ανία των ανθρώπων, νέων και γέρων, δυό βήματα το σπίτι.
Στέκομαι  μπροστά στην πόρτα του τώρα. Αμήχανα, ήρεμα, γαλήνια για ένα πως, ένα γιατί, ένα πότε, με πολλά διότι. Τα διότι της ανθρώπινης ιστορίας.

Ταξιδευτής
 23 Οκτωβρίου 2014 (33)

21 Οκτ 2014

Αεί Επικούρειος


Πήρα το σημειωματάριο και άρχισα να σημειώνω. Το μυαλό μου γέμισε πάλι. Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω;

Να θυμηθώ:

Όταν βγω στο ξέφωτο να κοιτάξω ολόκληρο τον ουρανό.
Να αγοράσω τροφή για το γατάκι. Ένα καμινέτο, μπρίκι και καφέ.
Τα μάτια της.
Να μιλήσω έστω σε έναν, για την αναγκαιότητα να υπάρξει μέλλον στη χώρα μου.
Να πάω κοντά της μ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
Να τηλεφωνήσω στην Έφη να φέρει το γραμμόφωνο.
Να γράψω την επιστολή διαμαρτυρίας για τα λύματα που έριξαν ξανά στο Ληθαίο, οι γνωστοί άγνωστοι.
Να αγοράσω το καινούριο βιβλίο της Αγγλέλας Καστρινάκη, Μετά την Μεταπολίτευση από την Κίχλη.
Να ακούσω ένα αγαπημένο της τραγούδι, Συχνά ρωτώ….
Να πάρω Zip-έλαιο για τον αναπτήρα..
Να αφήσω συγχαρητήρια στον οδηγό που παρκάρει κάθε μέρα μπροστά στο Ουζερί… σχεδόν τέλεια, κι ας είναι πεζόδρομος.
Να γράψω για τιμωρία ένα μπλε τετράδιο γεμάτο, ότι η ζωή είναι μία και μοναδική. Όλο συλλαμβάνω το τελευταίο καιρό τον εαυτό μου να το ξεχνάει.
Να μη μιλάω χωρίς λόγο. Υπάρχουν χίλιοι λόγοι για να μιλήσω.
Να ευχαριστήσω τον σημερινό ήλιο, με ζέστανε τέλη Οκτώβρη.
Να της χαρίσω το Μονόγραμμα του Ελύτη.
Να θυμηθώ, να θυμάμαι.

Να ξεχάσω:

Όλη την προηγούμενη ζωή μου, βάρος του χρόνου. Τίποτα πια δεν μπορώ να αλλάξω. Όλα πολύτιμα.
Να ξεχάσω τις ενοχές για την απέραντη ευτυχία που νοιώθω.

Δυό κόσμοι παλεύουν μέσα μου. Γύρω μου αθλιότητα, ανεργία, αδιέξοδα, θάνατοι και αυτοκτονίες, Gallop που επαληθεύουν, μια ολόκληρη χώρα, η χώρα μου γκρεμίζεται. Κι εγώ στον μικρόκοσμο της ατομικότητας, αεί Επικούρειος.
Τόσο αναίσθητος, τόσο μόνος.

Ταξιδευτής
21 Οκτωβρίου 2014 (32)

1 Οκτ 2014

" Έχω ένα όνειρο…."

                                                            
 
                                                               «Δεν πολεμάς το σκοτάδι με σκοτάδι.
                                                                 Μόνο με το φως μπορείς»

                                                                                       Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Γλυκιά μέρα του Σεπτέμβρη, δυό τρία σύννεφα έπαιζαν στον ουρανό κι ένα απαλό πρωινό αεράκι κυμάτιζε την πόλη. Έβλεπα το φόρεμά της να κολλάει πάνω στο σώμα της, τα αχτένιστα μαλλιά της να ανεμίζουν στον αέρα. Καθώς έφευγε και άφηνε πίσω της αναπάντητα ερωτήματα. Φτάνει όμως μια σιωπηλή ματιά να εμπιστευθούν δυό άνθρωποι.

Καμία αναβολή πια, σε δύο εβδομάδες. Ένα φως γέμισε το είναι μου. Είχα πια ένα όνειρο. Κάτι που εξαρτιόταν από μένα. Ήταν μια σειρά από σημαντικές λεπτομέρειες που θα έπρεπε μέρα νύχτα να ετοιμάσω. Όλα θα γινόντουσαν σχεδόν τέλεια. Τέλεια δεν υπάρχει.

«Έχω ένα όνειρο…» . Φλόγισε πάλι μέσα μου ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ. Μια φίλη του τραγουδίστρια τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει στο αυτί: «Πες μου για τ΄ όνειρό σου». Γεννήθηκε έτσι ο πιο διάσημος λόγος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Έτρεξα στο βιβλιοπωλείο της Γλάδστωνος και πήρα τρία μέτρα χαρτί του μέτρου κι ένα κόκκινο μαρκαδόρο. Το άπλωσα στο πάτωμα κι άρχισα να γράφω με τίτλο « Έχω ένα όνειρο….» για το δικό μου όνειρο.

«Όταν οι μηχανές, τα κομπιούτερ, τα κέρδη κι οι τίτλοι ιδιοκτησίας θεωρούνται πιο σημαντικά από τον άνθρωπο το τρίδυμο «ρατσισμός, ακραίος υλισμός και στρατοκρατία» γίνεται ανίκητο. Μια πραγματική επανάσταση αξιών θα μας κάνει να αμφισβητήσουμε κατά πόσον ήταν δίκαιες πολλές παλιές και σύγχρονες πολιτικές μας»…Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
Τίποτα, μα τίποτα, δεν μπορεί να είναι πάνω από την ανθρώπινη ζωή.
Έγραψα τσιτάτα και συνθήματα πολλά. Μα πάλι τίποτα. Μόνο το βίωμα δημιουργεί τη συναίσθηση. Κόλλησα στον τοίχο το χαρτί, μέχρι τα εγκαίνια ο πίνακας του Ουζερί. Γράφω, σβήνω, ονειρεύομαι. Ψάχνω έναν ανοιχτό δρόμο.
Μετά από μέρες χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ένας παλιός καλός Κρητικός φίλος . Ο Λουδοβίκος των Ανωγείων. Πάνω στην ώρα.
-Θέλω στις 21 του Σεπτέμβρη ναρθείς στα Τρίκαλα. Εσύ και το πλακέ μαντολίνο σου. Φέρε και τη μαντόλα.
Είπε ναι και του εξήγησα το γιατί.
Μετά αρχίσαμε να τραγουδάμε μαζί το μοιρολόγι της φώκιας. Γέμισα με τη μορφή του Παπαδιαμάντη.Ήταν η πρώτη ανάταση.

Ταξιδευτής
30 Σεπτέμβρη 2014 (31)

25 Σεπ 2014

Μια αστραπή είναι η ζωή μας.


Η μέρα ξεκίνησε από το Αστυνομικό τμήμα. Ευτυχώς έλειπε ο Έκτορας. Ήλθον, είδον και απήλθον. Τελεία. Η ζωή είναι ωραία να τη χαραμίζεις με τους μπάτσους. Εκτός και αν πρόκειται να γράψεις αστυνομικό μυθιστόρημα. Μόλις είχαν συλλάβει μία δικηγόρο και έναν συμβολαιογράφο για αγοραπωλησία βρεφών. 

Οκτώ και μισή ήμουν στη Γλάδστωνος. Την ώρα που άνοιγαν τα μαγαζιά.  
Ουζερί σχεδόν τέλεια.
Έργο τέχνης η ξυλογλυπτική του Πάνου. Με ξάφνιασε η πρωτοτυπία του. Ένα ένα τα γράμματα ανέδυαν ένα πρωινό μπλε χρώμα, στόλιζαν την προμετωπίδα.   
Το τζάμι ήταν ακόμα καλυμμένο με άσπρο χαρτί. Προσεχώς Ουζερί. 
Όλα έπρεπε να συντομεύουν, αρχές Σεπτέμβρη. Στις 21 Σεπτέμβρη μαζί με το Φθινόπωρο θα  έπρεπε να γίνουν τα εγκαίνια. Ως πότε θα άκουγα τον πατέρα να μου λέει παροιμίες του στυλ, όποιος δεν θέλει να ζυμώσει…Κι όμως το Ουζερί ήταν τώρα το όραμα, όλα τ’ άλλα βάρκα γιαλό. Μόνο κάποιες δημοσκοπήσεις έδειχναν κάτι να αλλάζει στο λαό. Η οικονομική καταστροφή τον ταπείνωσε, αυτή θα τον αγουροξυπνήσει ξανά. Πουθενά δεν φαινόταν ο αφανής πόλεμος. Η πόλη γέμισε καφέ και σουβλατζίδικα με ένα ευρώ. Ένα ουζερί ακόμα. Ένα ουζερί ακόμα...άλλος ένας παραπλανητικός τίτλος. Οι λέξεις έχασαν πια το νόημά τους, στην ίδια τη χώρα που τις γέννησε. Δηλώνω ουζερί, αλλά…
Ανοίγοντας την πόρτα μύριζε χρώμα και ξύλο. Πάτησα τον διακόπτη και είδα φως. Πάνω από το μπαρ κρέμονταν τρείς μεταλλικοί κώνοι, φώτιζαν τα νερά του ξύλου. Απέναντι ράφια άδεια, ζωγράφιζαν το σχεδόν τέλεια στον ανοιχτόχρωμο γήινο τοίχο, έτοιμα να υποδεχτούν τα μπουκάλια με τα ποτά. Η κουζίνα σχεδόν έτοιμη, σκεύη νικέλ.   Κουζίνα φωταερίου. Οι φίλοι ήταν εδώ, εγώ ήμουν αλλού. Τώρα είμαι πάλι εδώ, ξεκίνησε αλλόκοτα η μέρα, αλλά βούτηξε πάλι μες τ’ όνειρο. Είμαστε όπως ξυπνάμε το πρωί. Με χαμόγελο ή με βαριά  πόδια, με όραμα ή με επανάληψη. Μια μέρα ακόμα τυποποιημένη, ο άνθρωπος αντίγραφο.
Πλημμύρισα από την αίσθηση του καινούριου. Έβγαλα το μπλοκάκι και σημάδεψα τις ελλείψεις. Η σκάλα για το πατάρι θα στρωθεί με ξύλο. Τηλεφώνησα στον μαραγκό. Ο Βαγγέλης θα ερχόταν το απόγευμα να πάρει τα μέτρα. Ετοίμαζε και τη βιβλιοθήκη, σχεδόν έτοιμη, είπε. 
Σκέφτηκα την αποθήκη στο Πετρωτό με τα βιβλία, τους πίνακες με τους ποιητές και τους μεγάλους συγγραφείς. Τον Καββαδία θα τον βάλω σε περίοπτη θέση. Το παλιό εκείνο σκάκι από καρυδιά.  
Ανέβηκα στο πατάρι, στο ξύλινο πάτωμα, φρεσκοβαμμένο, άδειο. Χωράνε εξήντα καρέκλες, τρία τέσσερα τραπεζάκια. Εδώ θα γίνονται οι εκδηλώσεις. Θέλει πολλά ακόμα, πιάνο, μικρόφωνα, αν μπορούσα να κάνω κάτι μόνος μου. Τα χρήματα λιγόστευαν, έπρεπε να κουμαντάρω.
Κουμάντο θέλει και η ζωή. Κουμάντο θέλει και η γειτονιά, η πόλη, η χώρα, ο κόσμος. Πως φτάσαμε ως εδώ και αφήσαμε άλλους να κουμαντάρουν τις ζωές μας;

Η πόρτα άνοιξε φοβισμένα. Η νοσοκόμα. Η Μάρθα. Φορούσε ένα ψάθινο καπέλο, ένα τσαλακωμένο άσπρο φόρεμα. Τα μάτια της πρησμένα, στον λαιμό της σημάδια. Δεν είπε τίποτα, ένα ελαφρύ τρέμουλο στα χείλη της. Η Μάρθα αγνώριστη. Ένα φοβισμένο ανθρωπάκι, ταλαιπωρημένο, δεν θύμιζε σε τίποτα την Μάρθα με τη λευκή ποδιά και το αγέρωχο ύφος του νοσοκομείου.
-Τι έπαθες;

-Μπορώ να μείνω λίγο;
-Πες μου, τι έπαθες;
Δεν μιλούσε, μόνο τα μπλε σημάδια της την πρόδιναν. Πήγα της πήρα ένα σάντουιτς και ένα ζεστό γαλλικό καφέ απέναντι στο Μικέλ.
Πήγε στο μπάνιο και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της.
-Δεν έχω που να πάω, είπε.
-Τι εννοείς; Τι έπαθες;
-Μη με ρωτάς. Μπορώ να φιλοξενηθώ κάπου; Της εξήγησα για το δυάρι στην Αριστείδου Παππά και της έδωσα το κλειδί. Στον πρώτο όροφο αριστερά, μόλις ανεβείς τη σκάλα. Πάρε ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό, ούτε νερό έχει, θα φροντίσω να στείλω ένα στρώμα. Ρίξτο στο πάτωμα και κοιμήσου. Μόνο ένα μικρό γατάκι θα βρεις μέσα στο σπίτι. Τίποτα άλλο. Να του πάρεις ένα γάλα να πιεί.
-Θα τα πούμε το μεσημέρι.
Με κοίταξαν τα μεγάλα θλιμμένα μάτια της.
Πήγα και αγόρασα ένα στρώμα, θα το πάτε  σε μισή ώρα στην Αριστείδου Παππά.
Αυτή τη φορά τίποτα δεν θα άφηνα στην τύχη του. Μεγάλωσα πια. Μια αστραπή είναι η ζωή μας.


Ταξιδευτής
25 Σεπτεμβρίου 2014 (30)





23 Σεπ 2014

Οι λέξεις


Φτερούγισαν απ’ τα χείλη σου
Στάθηκαν πάνω στ’ ασημένια μαλλιά μου

Κι ύστερα συνέχισαν το ταξίδι τους
Ως το απόρρητο της καρδιάς μου
Λέξεις δοτικές, ασήμαντες από μόνες τους
Πλάι πλάι γέννησαν την Ελευθερία
Πάνω απ’ τον έρωτα, πέρα απ’ το θάνατο
Κατάβαθα μέσα μας, κατάσαρκα πάνω μας
Ήταν τρεις λέξεις που μπόλιασε η Άνοιξη
Να τις χαρίσει στο Φθινόπωρο.
Τώρα
Ενάντιος έρωτας του Αντρέ Μπρετόν
Ή
«Μια λέξη
και όλα σώζονται.
Μια λέξη
και όλα χάνονται»


Κωστής Ταξιδεύων
23 Σεπτεμβρίου 2014

15 Σεπ 2014

Ευτοπία






Άκουσα πρώτα το κλάμα του. Μετά είδα δυό μικρά ποδαράκια να γρατζουνάνε χαμηλά το τζάμι. Τα ρολά ίσα που ήταν ανεβασμένα να μπαίνει λίγο φως. Δυό πράσινα ματάκια με κοίταζαν. Είναι απίστευτο πως γαλήνεψα στη στιγμή.
Άνοιξα τη μπαλκονόπορτα. Απαλά αθόρυβα, με μικρά βηματάκια ήρθε μέσα. Περπατούσε τώρα πάνω στο  σκονισμένο παρκέ, στο άδειο δωμάτιο. Άσπρο κάτασπρο, μηνών. Απορημένο. Απορημένος κι εγώ.
Έκατσα σταυροπόδι, σε στάση γιόγκας. Αυτό απέναντι, να με κοιτάει στα μάτια, άρχισε να τεντώνεται, μετά να κουλουριάζεται. Ανεπαίσθητα η αναπνοή του έδινε ρυθμό στο σώμα του.
Πως βρέθηκε στη βεράντα,  ποιος το άφησε;
Το σπίτι στον πρώτο όροφο, έβλεπε στον ακάλυπτο. Είδα την κληματαριά, γεμάτη άσπρα σταφύλια. Σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, η πίσω πλευρά της πολυκατοικίας ίσκιωσε. Γλυκό τελείωμα του Αυγούστου, ανέδυε την επερχόμενη φθινοπωρινή επερχόμενη αύρα.
Με ακολούθησε στη βεράντα, μπερδεύτηκε στα πόδια μου. Το χάιδεψα για πρώτη φορά. Σαν μεταξωτό πανί η ζεστασιά του.
Γυρίσαμε στο δωμάτιο, κατέβασα τα ρολά, λίγες φωτεινές δέσμες απέμειναν στους τοίχους. Δεν μιλούσαμε. Χόρευε για να μου μιλά. Κυνηγούσε το φως.
- Πεινάω, ήταν η πρώτη λέξη του.
- Θα σου φέρω φαγητό, είπα
Ντύθηκα αστραπή. Γύρισα με ένα μπουκάλι γάλα Τρίκκη και ένα γιαούρτι Όλυμπος. Κι ένα μπουκάλι νερό. Και δυό παγωμένες μπύρες. Πήρα και μια κασετίνα Καρέλια.
Έφαγα με τα δάχτυλα το γιαούρτι και έβαλα το γάλα στο κεσεδάκι. Έπεσε με τα μούτρα. Πεινούσε.
Μετά ήπιαμε νερό. Μετά από μια μέρα περπάτημα στην έρημο συναντήσαμε μια όαση. Έτσι γίναμε φίλοι.
Άνοιξα μια μπύρα να το γιορτάσουμε. Χορεύαμε και οι δυό από χαρά. Μια χαρά ανείπωτη. Δεν υπήρχαν δεινά πια στον κόσμο. Ούτε ο Έκτωρας. Όλα τα σημαντικά, έγιναν ασήμαντα. Όλα τα ασήμαντα σημαντικά.
Ποια προβλήματα; Κάνε μια βόλτα στο νεκροταφείο. Όλα σταματάνε εκεί. Ένα πρόβλημα ασθενεί μπροστά σ’ ένα μεγαλύτερο. Μια χαρά λιγοστεύει μπροστά στον έρωτα. Ένας Έρωτας ξαναγεννά τη ζωή.
Η κυρία Δέσποινα ήταν πολύ όμορφη όταν πήγαινα στο γυμνάσιο. Μπαινόβγαινε στο απέναντι μπαλκόνι. Τώρα κάθεται στην πολυθρόνα της τυλιγμένη μ’ ένα μαύρο σάλι. Τα μαλλιά της άσπρισαν. Στα χέρια της τρεμοπαίζουν οι βελόνες που πλέκει ακόμα. Η κυρία Δέσποινα τώρα είναι γριά. Λάμπει το βλέμμα της, την στολίζει το μόνιμο χαμόγελό της. Διακρίνω μέσα από τις χαραμάδες που αφήνουν τα στόρια,- τόση ώρα την κοιτάω- την πληρότητα μιας γεμάτης ζωής. Η κυρία Δέσποινα απολαμβάνει τη ζωή, δίχως περιττά φκιασίδια Πάντα τη θυμάμαι απέριττη, λιγομίλητη, να φροντίζει τον μικρό κήπο της βεράντας της. Δίπλα της μια λεμονιά γεμάτη λεμόνια. Σαράντα χρόνια μετά άραγε θα με αναγνωρίσει, ή θα με περάσει για καινούριο ένοικο;
Ανοίγω τη μπύρα, το μικρό χοροπηδάει σαν τρελό. Οι σκέψεις μου χορεύουν, μια στη ζωή και  μια στα παραμύθια. Η ζέστη με ιδρώνει, ανοίγω διάπλατα, μπαίνει αέρας στο δωμάτιο.
Τελειώνει το καλοκαίρι. Ο κόσμος επιστρέφει στην πόλη. Τον Σεπτέμβριο το Ουζερί θα ανοίξει. Μαζί με το Τρικαλινό παζάρι…
Πρέπει να πάψω να αυτοκυκλώνομαι.  Ζωγραφίζω μια τεθλασμένη γραμμή, πάνω στη σκόνη… Σαν καρδιογράφημα.
Εδώ θα μένω πια. Στα παιδικά μου χρόνια.



Πανύψηλα γυμνά δέντρα, απέραντο, ατέλειωτο, δάσος χωρίς οξυγόνο. Καμένοι κορμοί, αποκαΐδια. Περπατούσα χαμένος, ξυπόλυτος, μέσα στο τρυφερό πράσινο που φύτρωνε στο χώμα. Σιωπή. Απόλυτη σιωπή. Περπατούσα, περπατούσα,περπατούσα. Θλιμμένος, πέτρα το στήθος μου,τα πόδια μου βάραιναν, έσταζαν αίμα, τα χέρια μου ήταν δεμένα πίσω, η αναπνοή μου δυσκόλευε. Μύριζε ο τόπος θειάφι, παράξενη μυρωδιά.
Ξαφνικά άρχισαν τα δέντρα να βγάζουν φύλλα, να κελαηδούν πουλιά στα δέντρα, μες το χορτάρι να φυτρώνουν άνθη κατακόκκινα. Τα χέρια μου λύθηκαν, περπατούσα τώρα ανάλαφρα, σχεδόν πετούσα. Δίπλα μου ελάφια έπιναν νερό σε πηγές. Μετά κοίταγαν ψηλά, τον ουρανό της ευτοπίας.

Το γατάκι περπατούσε πάνω στο σώμα μου, σήκω πάνω, νιαούριζε στο αυτί μου. Ευτυχής στο όνειρο της ουτοπίας. Έξω είχε νυχτώσει, όταν ξύπνησα.


Ταξιδευτής
15 Σεπτεμβρίου 2014 (29)





19 Αυγ 2014

Νοιώθω ξανά έφηβος





Νοιώθω άρρωστος. Το σπίτι είναι ζεστό, μυρωδιά ναφθαλίνης, τα ρολά κατεβασμένα. Μια χαραμάδα φως αχνοφέγγει στο σκοτεινό δωμάτιο του Αυγούστου.
Γιατί αυτόχειρας;  Ένας νέος άνθρωπος. Η ζωή ήταν μπροστά του. Γιατί;
Ίσως ο έρωτας είναι ο μόνος λόγος αυτοκτονίας. Ίσως. Και πάλι, η ζωή είναι συμπαντικής ομορφιάς να την αρνηθείς.
Αύριο στις οκτώ πρέπει να πάω στο αστυνομικό τμήμα. Τι θα πει τώρα ο Έκτωρας; Διάβασε ποτέ άραγε Σιμενόν, γνώρισε τον Μαιγκρέ;  Τι σόι είδωλα κουβαλά το στεγνό του κεφάλι;
Ερωτήσεις χωρίς αντίκρισμα η ζωή μας. Το πιο εγκλωβισμένο θηρίο ο άνθρωπος. Ο μεγαλύτερος θάνατος, ο μικρόκοσμος της ματαιοδοξίας.
Και να που φτάσαμε εδώ, θυμάμαι τον Λειβαδίτη, άμοιρη ανθρωπότητα. Μέσα σε λίγες λέξεις ο ποιητής, βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Όπως η μάνα ησυχάζει το κλάμα του παιδιού. Σιωπή.
Μια αράχνη πλέκει στη γωνία ενός τοίχου, ώχρα ξεθωριασμένη, γύψινα της δεκαετίας του 70 σαν αρχαία κακέκτυπα, μια παλιά τοπική εφημερίδα στο σκονισμένο πάτωμα. 
Δεν υπάρχει φως, ούτε νερό. Ένα άδειο σπίτι. Ένα δωμάτιο, εκεί που κοιμόμουνα μαθητής, εκεί που διάβαζα, εκεί που ονειρεύτηκα, πως κάποια μέρα ο κόσμος θα άλλαζε.
Το άλλο, το μεγάλο δωμάτιο το λέγαμε σαλόνι, όταν ερχόταν η μάνα και ο πατέρας ξεκουραζόταν στον καναπέ που γίνονταν μεγάλο κρεβάτι.  Η βιβλιοθήκη ήταν εκεί, βιβλία του πατέρα, βιβλία δικά μου. Τώρα είναι που; Στην αποθήκη στο Πετρωτό. Κάποια μέρα θα τα συναντήσω  πάλι. Τον  Καζαντζάκη και τον Θέμο Κορνάρο, τον Σαμαράκη και τον Πανσέληνο. Τότε που ζούσαμε. Μ’ άρεσε αυτό το βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου. Ονειροπόλο, γεμάτο διαβάσματα, περιοδικά που σκάρωναν, δίψα για ζωή, γειτονιές και παιχνίδια στη Μυτιλήνη.
Τώρα ένα ς μεσήλικας, σε μια ετοιμοθάνατη χώρα.
Τα παιδιά που δεν γεννιούνται πια με όνειρα, τα παιδιά που τσαλακώνουν τα όνειρα τους, τα παιδιά που φεύγουν. Η Ελλάδα που γερνάει, η χώρα  της αβεβαιότητας, ένα απέραντο λούνα παρκ το καλοκαίρι, μια απέραντη θλίψη τον χειμώνα. Μια απέραντη φυλακή με όμηρο τον λαό. Μας πουλάνε όσο όσο στο παζάρι.
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου σκεφτόμουν ανάκατα. Ακόμα και τα όνειρα μου μπερδεμένα ήταν. Η φτώχεια δυνάμωνε τη θέληση, η άγνοια την περιέργεια, η αδικία το δίκιο, ο πόλεμος την ειρήνη.
Ιδρώνω, κυλιέμαι στη σκόνη, λασπώνω.  Οι Γερμανοί, ο εμφύλιος, χιλιάδες πτώματα, χωριά ολόκληρα καμένα, στοιχειώνουν το μυαλό μου. Οι διηγήσεις του πατέρα. Στον υψωμένο δέντρο. Εδώ γονάτισε ένας Γερμανός και σημάδεψε τον Αλέκο. Απέναντι στο βουνό. Το κάθαρμα.  Τον πέτυχε, τον σκότωσε. Η δικτατορία, εφτά σκλαβωμένα χρόνια, η μεταπολίτευση χάρτινο όνειρο, πύργος στην άμμο. 
Όσα κερδίσαμε  σε σαράντα χρόνια, τα χάσαμε σε μια νύχτα. Το παιχνίδι ήταν στημένο, ο εχθρός αόρατος, ο Άνθρωπος εξέλειπε.
Δυσβάσταχτη  χώρα, εξορίζει τους καλύτερους,  τους νέους. Η χώρα μου γερνάει, αδυνατεί, πάντα αδυνατούσε. Γερνάω μαζί της, νοσταλγώ. Νοσταλγώ τα χρόνια που δεν είχαμε, αλλά είχαμε τ’ όνειρο. Μια φέτα ψωμί με ζάχαρη στο χέρι και τρέχαμε. Τρέχαμε να προλάβουμε τη ζωή, αρπάζαμε τις αχτίδες του ήλιου και σκαρφαλώναμε ψηλά, καβάλα στον αέρα ταξιδεύαμε μακριά.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη σκλαβιά από την ανεργία, ούτε μεγαλύτερη φτώχεια από τον ανέραστο άνθρωπο.
Μια πασχαλίτσα στο πάτωμα, μαύρο και κόκκινο το φορτίο της. Τόσο μικρή, μοιάζει ξένοιαστη. Την ανεβάζω στο χέρι μου. Δανείζομαι την ανεμελιά της.
Το Ουζερί έσβησε μέσα μου, ένα πτώμα νέου άντρα αγκυλώνει το μυαλό μου, δυναμώνει τη σκέψη μου. Ακόμα δεν είπαμε την τελευταία μας λέξη.
Σηκώνομαι, ανεβάζω τα στόρια, ανοίγω τις πόρτες, πλημμυρίζει με φως το σπίτι, ένα άδειο σπίτι δικό μου.
Αρχίζω πάλι να ονειρεύομαι, ένα λευκό χαρτί, εγώ το πινέλο.
Σκάει το πρώτο χαμόγελο, μπροστά στο ραγισμένο καθρέφτη του μπάνιου. Ένα κλικ είναι η ζωή. Τόσο αστεία, τόσο σοβαρή κυρία.
Νοιώθω ξανά έφηβος.
Θα αλλάξουν όλα. Δεν θα πεθάνει η χώρα μου. Βλέπω χιλιάδες λαού, νέους ανθρώπους να σκάβουν μια άλλη γραμμή, βλέπω την ανάγκη να πλέκει το όνειρο μιας άλλης κοινωνίας. Καθαρά μυαλά, καθαρά χέρια. Βλέπω την συναίσθηση να απογειώνεται, να σωριάζονται οι νεκροί γέροι, τα νεκρά μυαλά, τα αξιώματα γίνονται χίλια κομμάτια, το παράλυτο σύστημα καταρρέει.
Απέραντες
καταπράσινες πεδιάδες, χωράφια με γεννωμένους καρπούς, ένα κλίμα γεμάτο  αυγουστιάτικα σταφύλια ακουμπά το μπαλκόνι.
Η ζωή τραβάει το δρόμο της, κάποιος θα λείπει πάντα.


Ταξιδευτής

19 Αυγούστου 2014 (28)

8 Αυγ 2014

Γλυκό ποτήρι.





Έντεκα το πρωί. Περπατούσα αλλόκοτα  την Ασκληπιού. Μια καθημερινή της επαρχίας, της Ελλάδας. Τα καφέ γεμάτα από νέους, μεσήλικες και συνταξιούχους. Ποιος δουλεύει άραγε σ’ αυτή τη χώρα;
Πλατεία Χατζηπέτρου. “Όλα τριγύρω αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν”. Οι τράπεζες   σ’ αυτή τη γειτονιά έκλεισαν, το παλιό στέγασμα του Seven έρημο, το βιβλιοπωλείο έγινε κομμωτήριο και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος οπλαρχηγός του 1821, στέκει εκεί άγαλμα λυπημένο, αγναντεύοντας την  υπόδουλη Ελλάδα. Αυτός δεν δίστασε ποτέ, αναρωτιέται γιατί σήμερα.
Τρεκλίζοντας και καταϊδρωμένος έφτασα στα χρόνια τα εφηβικά. Από μαθητής είχα να ρθω σ’ αυτό το σπίτι, πάντα ήταν νοικιασμένο. Τώρα ξενοίκιαστο. Ο πατέρας το είπε καθαρά, δικό σου Χάρη. Δεν το νοικιάζω ξανά.
Πήρα ένα προφιτερόλ από τη Μέλισσα και κάθισα στο πεζούλι της εισόδου Αριστείδου Παπά 3. Εκεί που στα δεκαέξι περίμενα πότε θα περάσει η Νικολέτα. Είχα αποφασίσει να της τα πω όλα. Ότι δεν διάβαζα τίποτα, δεν έτρωγα τίποτα, ότι δεν κοιμόμουν τη νύχτα, ίδρωνα παρ’όλο που το καλοριφέρ έσβηνε, ότι συνέχεια σκεφτόμουν τα μάτια της,  το ντροπαλό πρόσωπό της, τις κινήσεις των χεριών της, τα λουσμένα μαλλιά της, ότι στριφογύριζα στο τετράγωνο μόνο για να τη δω να περνάει. Θα της έλεγα ότι μ’ άρεσε η μπλε ποδιά που φορούσε στο σχολείο, και το χαϊμαλί στον άσπρο της λαιμό. Σκεφτόμουν ολόκληρα κατεβατά, μια φορά έγραψα  ένα και το διάβασα μπροστά στον καθρέφτη, άλλη μια φορά ψιθύριζα το όνομά της στον ύπνο, η μάνα μου με άκουσε και ήρθε στο κρεβάτι μου.
Καθόμουν με τις ώρες μπροστά στη βιτρίνα του δισκάδικου, η Νικολέτα ήταν ίδια η Βίκυ Λέαντρος. Αφού δεν μπορούσα να βλέπω τη Νικολέτα, χάζευα το εξώφυλλο του δίσκου της Βίκυς. Την Νικολέτα την έβλεπα στο σπίτι της κάθε Σάββατο απόγευμα, που ανέβαινε η μάνα μου στον τρίτο όροφο, να δει παρέα με τη μάνα της την ελληνική ταινία. Εγώ όλο και σκαρφιζόμουν κάτι να ανέβω.  Κι ανέβαινα χωρίς να το πολυσκεφτώ, γιατί  έκρυβα καλά το μυστικό. Οι άντρες δεν έπρεπε να έχουν αδυναμίες εκείνο τον καιρό. Κι εγώ έπρεπε να γίνω άντρας, κάτι σαν τον Αλέν Ντελόν της εποχής. Η Νικολέτα μπαινόβγαινε στο σαλόνι, πήγαινε να πιεί νερό στη κουζίνα, πήγαινε στο μπάνιο, φορώντας πολλές φορές το νυχτικό της. Μετά έφευγα. Όταν έφευγα ήταν όλες οι παραισθήσεις του έρωτα. Αυτές που ένα βράδυ της Άνοιξης ξεπέρασαν την ντροπή μου και την περίμενα στην είσοδο. Εδώ που τώρα τρώω το προφιτερόλ.
Είχα κάνει τόσες πρόβες, καμία δεν μου βγήκε στην παράσταση. Της είπα ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Εκείνη μου είπε ότι αγαπάει έναν άλλον. Δυό λέξεις ξέραμε τότε, τις είπαμε, από μία. Μετά είπαμε καληνύχτα. Δεν  ξεπέρασα ακόμα εκείνο το βράδυ, ούτε ανέβηκα ποτέ ξανά στο σπίτι της. Την απέφευγα πάντα. Ακόμα την αποφεύγω.
Το προφιτερόλ από τη Μέλισσα ήταν γλυκό, αλλά σαν του Μανώλη δεν ήταν. Ο Μανώλης ήταν ένας χοντρός ζαχαροπλάστης, δίπλα στο παλιό Κτελ, στη γωνία που είναι τώρα το Μεταίχμιο. Αν και το Άριστον και το Πικαντίλυ ήταν δίπλα στο σπίτι, εγώ έτρεχα στον Μανώλη. Στο Άριστον έπαιρνα ποτήρι. Γλυκό ποτήρι.
Ένα άδειο σπίτι δικό μου. Το σπίτι που μεγάλωσα από τα δώδεκα και μετά.  Ποια είναι η πατρίδα μας τελικά;  Που είναι οι ρίζες σου;  Τι απέμεινε από τα πρώτα χρόνια στο χωριό, από τα χρόνια του Γυμνασίου, από τα χρόνια τα φοιτητικά στη Θεσσαλονίκη, από τα χρόνια της δουλειάς στην Αθήνα, από τα ταξίδια, από την επιστροφή; Τι καταστάλαξε μέσα μας, ποιες είναι χαρακιές και ποια τα σημάδια;
Αν πατρίδα μας είναι η γη, ο χρόνος τι είναι;  Φτάνει ίσως μια στιγμή να καταλάβεις, ότι δεν κατάλαβες ολόκληρη ζωή.
Είμαι τώρα γυμνός ξαπλωμένος πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Οι ίδιοι τοίχοι, τα παράθυρα, τα παντζούρια παλιά, τα ντουλάπια της κουζίνας, η εντοιχισμένη ντουλάπα για τα ρούχα, ξεθωριασμένα χρώματα, μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια.
Η μάνα μου όμως είναι στο χωριό, η κοιλιά της γέρασε πια. Τα μάτια της είναι τα ίδια. Ολόιδια.

Ταξιδευτής
8 Αυγούστου 2014 (27)