7 Σεπ 2016

Άλλο δεν περιμένω


Φυλακίστηκα στην ελπίδα
Κουράστηκα στην υπομονή
Της λογικής παράνοια τα όπλα
Ματωμένες ειδήσεις τρυπάνε τα τελευταία οχυρά μου
Δεν πιστεύω ούτε τα λόγια μου
Άδειες θεωρίες, φαντάσματα στους δρόμους
Στη Ελλάδα, στη Συρία, στην Αμερική
Στις γειτονιές του κόσμου μαχαίρια βγάζουν φωτιές
Τρίζει ο κόσμος, θα σωριαστεί.


Θα ξαναγεννηθεί πάλι
Αιώνια ξαναγεννιέται
Μέσα από Σένα
Πίνω τον έρωτα απόψε στην υγειά σου
Γυρίζω πάλι στην σπηλιά της ουτοπίας μου
Για ένα κομμάτι ελευθερίας,


Ταξιδευτής
6 Σεπτεμβρίου 2016

1 Σεπ 2016

Το λιμάνι



Έρημα όμορφο το λιμάνι, δυό γλάροι κόβουν βόλτες. Έρχονται οι πρώτες σταγόνες βροχής, τα μαύρα σύννεφα μελαγχολούν την ανάμνηση του καλοκαιριού.  Άριεψε ο κόσμος στην παραλία σήμερα, Σεπτέμβρης. Μόνο ο Θάνοςχειμώνα καλοκαίρι. τριγυρνάει με μια μπύρα στο χέρι. Άπλυτος, βρώμικος, μεγάλα γένια, άλουστα μακριά μαλλιά, παλιό σακάκι κατακαλόκαιρο, σκαρπίνια τρύπια παπούτσια. Πάντα μεθυσμένος, πάντα γελαστός. Ήρθε στο νησί λέει, να παρατηρεί τα άστρα. Η Αθήνα δεν τον βόλευε, είχε πολλά φώτα, μόνο το φεγγάρι έβλεπε αν ήταν σε κανένα πάρκο. Από μικρός ήθελε να σπουδάσει αστρονομία, αλλά ο πατέρας του σκληροπυρηνικός στρατιωτικός τον έκανε λοχία στο στρατό. Για άμεση αποκατάσταση, του είπε. Στα είκοσι δύο του αγόρασε αυτοκίνητο με αντάλλαγμα τη δουλειά στο κόμμα, του έδωσε κι ένα σπίτι με άλλα ανταλλάγματα. Αργότερα τον αποκατέστησε και με την Φρόσω, μια άσχημη χοντρή με πολλά λεφτά.  Ο Θάνος αποκαταστάθηκε πλήρως. Τώρα στα εξήντα του κοιτάει τα άστρα και χαμογελάει συνέχεια.
Από μακριά ακούγεται το καράβι, σούρουπο στο νησί. Ο Θάνος βοηθάει στις βαλίτσες, για τα τσιγάρα του, για τις μπύρες του. Για τα άστρα του. Μια μέρα τα βρόντηξε όλα και ήρθε στο νησί. Πάνε δέκα χρόνια που μιλάει με τα αστέρια, καμιά φορά και με τους γλάρους. 
Γέμισε φωνές, ζωντάνεψε το λιμάνι, -οι άνθρωποι έλειπαν.  Για λίγο. Μετά ο κόσμος χάθηκε στα σπίτια, το καράβι αποχαιρέτησε  το λιμάνι. Οι άνθρωποι είναι το παν. Όσο ομορφιά κι αν χαρίζει η φύση, όσο κι αν μετράς τα αστέρια, όσο κι αν πετάνε οι γλάροι, οι άνθρωποι ανάβουν τη φωτιά.  Οι άνθρωποι είναι η πόλη, ο έρωτας είναι το νησί. Ένα λιμάνι γεμάτο ζωή.
Είδα τον Θάνο να απομακρύνεται, κάθε λίγο να σταματάει πίνοντας μπύρα κοιτώντας τα  άστρα, είδα τους γλάρους να πετάνε μακριά στους βράχους,  το καράβι να χάνεται στον ορίζοντα, είδα ένα σπίτι με αναμμένα φώτα πάνω στο βουνό. Ήταν το σπίτι μου. Πήρα την ανηφόρα.


Ταξιδευτής
1 Σεπτεμβρίου 2016