28 Ιουν 2021

Ξεγνοισιά

Κάτω απ' τον ίσκιο της ιτιάς, δίπλα στο ποτάμι, καταπράσινες φτέρες στη ζέστη του καλοκαιριού. Πίδακες νερού ποτίζουν το διπλανό καλαμπόκι, πέφτουν τα χρυσά στάχυα στο μαχαίρι της μηχανής, απομένει το άχυρο. Ένα χωράφι σιτάρι τον Ιούνη, η μικρογραφία του κόσμου, λίγος καρπός, πολύ άχυρο. Η φύση δουλεύει ακατάπαυτα, τα πουλιά την υμνούν, ο οργασμός της είναι το δώρο της ζωής στον άνθρωπο.

Πόσο φτωχές οι ειδήσεις, φόνοι, βιασμοί, ιοί και καταποντισμοί. Το ποτάμι θα βρει το δρόμο για τη θάλασσα, μεσουρανεί ο ήλιος, ξέρει την αιώνια διαδρομή.

Ένας άνθρωπος χάθηκε στον λαβύρινθο του κόσμου, σφυρίζουν σειρήνες, τον ψάχνουν χιλιάδες, πέρασε μια ζωή, τον βρήκαν νεκρό.

Ζωγραφίζω λέξεις, τις πετάω όλες, μία ψάχνω, ξεγνοιασιά. Που πήγε; Κάποτε ήταν εδώ, κολυμπούσε στα νερά του Ασπροπόταμου, έπαιζε μπάλα στην αλάνα, ξάπλωνε τα μεσημέρια του καλοκαιριού στον έλατο από κάτω.

Που πήγε η ξεγνοιασιά, δεν τη βρίσκω τώρα, ούτε στα τραγούδια, ούτε στα βιβλία.

Που είναι τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια κρυμμένα; Παίρνω το δρόμο για το δάσος, ψάχνω τα μονοπάτια του νόστου, το λινό μου πουκάμισο ξεκουμπώνω στον έρωτα. Ούτε αυτός, δυνάστης στο στήθος μου, φτάνω στην πηγή, κρυστάλινο κρύο νερό καταμεσίς στην ερημιά μου. Πινω στα γόνατα, σαν να προσεύχομαι στη ζωή. Βγάζω το μαχαίρι μου και γράφω τη λέξη ξεγνοιασιά, πάνω στου δέντρου τον κορμό.

Γράφουμε για ότι δεν έχουμε, ότι επιθυμούμε, μικρές στιγμές εκτόνωσης μπροστά στο θαύμα της φύσης.

13 Ιουν 2021

Η άχνα του πρωινού

Δροσερό πρωϊνό Κυριακής, χρυσά στάχυα ο πλούτος του κάμπου, πάνω στη ράχη γαλανός ουρανός, ο κυματισμός του αέρα σε φέρνει κοντά μου. Ποιός θα γράψει για την ομορφιά, ποιός θα γράψει για τον κάματο των αγροτών, παίρνουν με τη σειρά τις βαμβακιές με τα καπέλα στο κεφάλι, ο ήλιος καίει τον Ιούνη. Ο νους τους είναι στη σοδειά, ποιος νοιάζεται για τα περίτεχνα λόγια, τα Μυκονιάτικα χλιμιντρίσματα. Δύσκολη, κουραστική η ζωή στο χωράφι, όπως το κάθε τι που έχει νόημα στη ζωή. Η φτώχια  της τσέπης και ο πλούτος της καρδιάς, σημαδεύουν τον πόνο και τη χαρά, ορίζουν τον έρωτα και το θάνατο. Τα σημάδια στα χέρια, τα καμένα πρόσωπα σμίγουν με την προσευχή της καλημέρας στην ανοιχτωσιά του κόσμου.

Ένας κόβει τριφύλι να ταϊστούν τα ζώα, άλλοι μαζεύουν βερύκοκα να τα γευτούν οι άνθρωποι, οι καρακάξες τη δικιά τους δουλειά, τρυπάνε τα αμύγδαλα. Ο κάμπος καίει τα μεσημέρια, η ζωή σπαρταράει μέρα νύχτα. Δροσερό το ένα  χωριό, Πηγή το άλλο, ο ίσκιος της Μουριάς στέκει παραδίπλα.  Πιγκ πογκ οι σκέψεις μου κάτω απ' τα πυκνά φύλλα της ιτιάς.

 Στις 4 παίζει ο Τσιτσιπάς. Είναι πολλά τα λεφτά, χάσει κερδίσει. Ένα παιχνίδι η ζωή. Για πολλούς απλήρωτη, για άλλους πληρωμένη. Όπως της Πολυδούρη, όπως του αγρότη που παλεύει, του εργάτη, του επιστήμονα που κοπιάζει.

 Αυτός ο βάτραχος δεν ησυχάζει, ονειρεύεται να γίνει πρίγκηπας στο παραμύθι, η άχνα του πρωινού, έγινε ήδη κάψα του μεσημεριού.



7 Ιουν 2021

Ναοί του χρήματος

Παγερά νεκρικά πολυώροφα κελιά. Σύγχρονοι μαυραγορίτες και νόμιμοι τοκογλύφοι, τα θέλουν όλα δικά τους. Γραβατωμένα ρομπότ υπηρετούν τον μοναδικό θεό του τέρατος, το χρήμα. Στηρίζονται από τον εργαζόμενο λαό να κάνουν επενδύσεις λένε, όταν πτωχεύουν αρπάζουν το χρήμα του κατάκοπου εργαζόμενου. Υπόσχονται την ανάπτυξη και στο τέλος χρεωκοπούν τη χώρα. 

Χθες είχαν γιορτή, καμιά πενηνταριά με λαμέ κουστούμια, με ουίσκι στα χέρια, χειροκροτούσαν το κάψιμο χιλιάδων βιβλίων. Τα νεκρά προσωπά τους, έλαμπαν από τις φλόγες. Νομίζουν ότι σκότωσαν τον εχτρό τους, το βιβλίο. Έτσι νομίζουν όσοι δεν έχουν διαβάσει άλλο βιβλίο, παρά το βιβλιάριο τραπέζης. Οι αριθμοί είναι το παν, οι λέξεις στη πυρά. Εφιαλτικός κόσμος, τόσα εγκλήματα μίσους.

Μα είναι τόσο δυνατή  η γραφή των σκεπτόμενων; Είναι, δεν είναι η κυνική αριθμητική του πολέμου.  

Που νάξεραν οι φτωχοί τραπεζίτες τον πλούτο της ζωής, τους φοίνικες που ξαναγεννιούνται, τη ζωή που σπαρταράει έξω απ' τα δικά τους σάπια κρανία.

5 Ιουν 2021

Η Λίζα κι εγώ

Μετά το θάνατο της μαμάς της, την αγάπησα περισσότερο, ήταν οι μέρες του πόνου και για τους δυό μας. Με τη Μαυρούλα ζήσαμε μισό χρόνο μαζί, αλλά δεν έλειψε στιγμή από κοντά μου. Η Λίζα γεννήθηκε τον κρύο Δεκέμβρη και άντεξε τον παγωμένο Φλεβάρη. Όταν πρωτοφάνηκε έκανε άνω κάτω τη ζωή μου, η Μαυρούλα μαράζωνε, αθελά μου φαινόταν η αδυναμία στη νεογέννητη Λίζα. Δεν είναι παιχνίδια τα μωρά έλεγα, αλλά οι άνθρωποι έχουν αυτές τις ανισόρροπες αγάπες.

Η Λίζα μια σταλίτσα ήταν μες τα χαριτωμένα, μάθαινε τη ζωή με τα έκπληκτα καστανά της μάτια, φορές ένοιωθα πως τη μάθαινα κι εγώ απ' την αρχή. Στα νήπια τα μαθαίνεις όλα, όσα είναι να μάθεις.  Η Μαυρούλα βαριόταν, έτρωγε και κοιμόταν, μη μου τους κύκλους τάραττε, δεν το έλεγε, αλλα μήπως το είπε ο Αρχιμήδης. Τον Αρχιμήδη τον σκότωσαν, υποπτεύομαι και τη Μαυρούλα. Έχω ενδείξεις, δεν έχω αποδείξεις. Το κεσεδάκι που βρήκα είχε το κώνιο; Ο Σωκράτης το ήπιε, νομοταγής γαρ, "έσπειρε κοινά δαιμόνια" λέει. Η Μαυρούλα τι έκανε;

Η Λίζα κοιμάται δίπλα μου, ακούω τον πόνο της, η μάνα της δεν ζει πια. Ακολουθούσε τη μαμά της, τώρα θα πρέπει να ζει μόνη της. " Ο άντρας ενηλικιώνεται, με το θάνατο του πατέρα, έλεγε ο Κάφκα, η Λίζα θα ενηλικιωθεί νωρίς.

Η Λίζα όταν τρώω με κοιτάει στα μάτια, και όταν δεν τρώω μου δίνει το χέρι της. Μοιραζόμαστε το ίδιο φαγητό, τον ήλιο, τη βροχή, το κρύο και τη ζέστη, το ίδιο χώμα. Έχει αδυναμία στο καπέλο μου, αύριο θα της πάρω ένα δικό της. Της βάζω ν' ακούει κλασική μουσική και ηρεμεί, της λέω παραμύθια και κουνάει την ουρά της, τρέχω και τρέχει, ξαπλώνουμε στο χώμα, όταν εγώ γίνομαι σκυλί, η Λίζα γίνεται άνθρωπος.

"Πιότερο απ' τους ανθρώπους, τα τραγούδια τους αγάπησα" έγραφε ο Ναζίμ Χικμέτ. Δεν ξέρω αν είχε σύντροφο μες τη φυλακή μια Λίζα, πως θα διατύπωνε τη φράση.

Η Λίζα από χτες φοράει ένα κόκκινο κολιέ στο λαιμό, δεν θα την αφήσω να πενθήσει για πάντα, είναι πολύ μικρή, η ζωή είναι μπροστά της. Όσο για μένα, έχω ακόμα ένα λόγο να ζω, να τη φροντίζω.