22 Ιαν 2011

Αγαπητέ Δημήτρη

Έχω την σιγουριά, ότι καταλαβαίνω τις σκέψεις σου.
Γεννηθήκαμε αρχές δεκαετίας του 60 και ζήσαμε τα τελευταία 50 χρόνια της χώρας μας και της παγκόσμιας εναλλαγής. Είναι πολλά, μα τόσα πολλά που μας διαμόρφωσαν.
Ιδέα δεν έχω, τι θέλω να σου γράψω, πες ότι είναι μια καλημέρα
Απλά θυμήθηκα μια αλληλογραφία καθαρά πολιτική μ' ένα φίλο μου, τέλη δεκαετίας του 70. Μια ολόκληρη χρονιά γράφαμε, γράφαμε, γκρεμίζαμε και κτίζαμε. Αυτός στην Αθήνα, εγώ στη Θεσσαλονίκη. Αυτός σήμερα βουλευτής επικρατείας κιόλας και σύμβουλος του Γιωργάκη ...τότε Ρηγάς!
Τα καλύτερα παιδιά με λαμπρές σπουδές, άξιοι, αλλά και βολεμένοι στο σύστημα πια.
Ήμασταν 40 συμμαθητές στο πρακτικό τμήμα, όταν τελείωσα το γυμνάσιο. Όλοι πετυχημένοι επαγγελματικά  και οικονομικά. Ίσως ο πιο "αποτυχημένος" εγώ. Είμαι με όλους φίλος, δεν ξέρω κανέναν όμως, που να μην βόλεψε τη ζωή του στα κόμματα και στα βιβλιάρια τραπέζης. Δεν λυπάμαι που το λέω, λυπάμαι όμως που είναι έτσι.
Δεκαετία του 60, λίγα θυμόμαστε.Ήμασταν παιδιά. Αλλά απ' την πτώση της δικτατορίας και μετά, τα βιώσαμε όλα στο πετσί μας. Τα πρώτα χρόνια μετά τη δικτατορία, πολιτικά διαβάσματα και όνειρα της νιότης, έρωτας και αμφισβήτηση. Η άλλη μέρα του "σοσιαλιστικού κινήματος", η Ελλάδα θα άλλαζε, πλέον δεν θα ήμασταν φακελωμένοι γιατί θα τολμούσαμε να λέμε τη γνώμη μας. Η επάρατη δεξιά θα πήγαινε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, η δημοκρατία θα γινόταν πράξη. Η  πρώτη κίνηση του πασοκ να αυξήσει τους μισθούς των στρατιωτικών, έπρεπε να τους έχει με το μέρος του. Η πρώτη κίνηση ήταν και ο δείκτης της διαδρομής του. Το πασοκ, το άλλο πρόσωπο της εξουσίας. 1980-2010 η ίδια φαγούρα στην ελληνική κοινωνία. Ότι αλλοπρόσαλλο ήταν να συμβεί συνέβηκε.
Ο κόσμος άλλαζε, το τείχος του Βερολίνου έπεφτε, το παγκόσμιο άσπρο μαύρο έπαιρνε χρώμα. Ο κόσμος άλλαζε κι αλλιώς, η τηλεόραση, το ιντερνέτ, η χαοτική πλέον επικοινωνία στα πρώτα βήματα την εποχή του 80.
Και φθάσαμε σήμερα εδώ που φθάσαμε σα χώρα, αλλά και σαν άτομα.
Το χειρότερο απ' όλα, χωρίς χειρολαβές.
Όλα τα γράφω συνθηματικά, δεν θα σε κουράσω να διαβάζεις χιλιοειπωμένα παγώματα.
Απλά ξύπνησα το πρωί κι αναρωτήθηκα πάλι, που πήγαν όλα αυτά;
Που πήγαν τόσα όνειρα για ένα διαφορετικό, δίκαιο κόσμο, που πήγαν τόσα διαβάσματα, τόσα άρθρα στις εφημερίδες, ακόμα θυμάμαι τον Κώστα Σταματίου  στα Νέα του Σαββάτου. Έφυγε κι έφευγε ένας κόσμος μαζί του. Όπως κάθε φορά που έφευγε ένα μεγάλος.
Γράφονται απίθανα πράγματα, υπάρχουν σπουδαία μυαλά στη χώρα μας. Ο καθένας με  τον τρόπο του, πολεμάει το θηρίο. Αυτό εκεί ακούνητο, ατάραχο, με την πανοπλία του εξοστρακίζει τις δικές μας  σφαίρες. Συνεχίζει να πυροβολεί ανελέητα, οι άνθρωποι αριθμοί.
Τέρατα που εξαπλώθηκαν παντού να αφανίσουν την χώρα, να αφανίσουν εμάς. Ανθρωποειδή απ' τη γυάλα της ίδιας συμμορίας, με αποκριάτικη μάσκα λαοπλανεύουν τα όνειρα των απλών ανθρώπων.
Κι αυτοί όχι άμοιροι ευθυνών, τους ακολουθούν πιστά,  μόλις γλύψουν το πρώτο κοκαλάκι που θα τους πετάξουν.
Τα ίδια ονόματα απ' το 60 και μετά, στην αρπακτική υπέρ των πλουσίων εξουσία, οι ίδιες αναλύσεις απ' τους ίδιους, απ΄ τα δικά τους μπαλκόνια. Παπανδρέου το 60, Παπανδρεου το 2010. Πράκτορας του παγκόσμιου  συμφέροντος που λυμαίνεται τη γη. Μήπως μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι;
Οι καλύτερες μάσκες στα πιο αγγελικά πρόσωπα, οι καλύτερες ιδέες στις πιο ύπουλες φασιστικές διαδρομές. Κι ο άλλος του παρέδωσε, κατόπιν συνεννόησης, το στημένο παιχνίδι.
Ω, ένας κόσμος που ξεκληρίζει τον άνθρωπο. Η βαρβαρότητα στην εποχή μας, είναι αλλιώτικη από παλιά. Όλα πια ένας αδιαπέραστος τοίχος. Όπως γκρεμίζουν τα ετοιμόρροπα κτίρια, πρέπει να πέσει. Και να τον ξανακτίσουμε απ΄ την αρχή.
Μόνο ότι θυμίζει τις φωτεινές στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας να κρατήσουμε. Σαν τα μάτια μας. Αυτές μόνο μπορεί να είναι οι οδηγοί, για χάρη των παιδιών και του μέλλοντος, που θα υπάρχει και μετά από μας. Νομίσαμε ότι όλα είναι για το δικό μας φλύαρο παρών.
Δημήτρη παρασύρθηκα σε μια μεγάλη καλημέρα, ίσως σε κούρασα με τις εμμονές μου. Όλα γνωστά. Αλλά, να που όλα μας πνίγουν, λες και στέρεψε ο ήλιος στη γη.
Σταματώ, δεν έχει τελειωμό. Ένας συνεχής αναστεναγμός η ζωή μας.
Τι κάνουμε εδώ; Τίποτα περισσότερο απ’ το να ακουμπάμε ο ένας στον άλλο.
Αναβιώνουμε τη ζωή μας.
Δεν είμαστε και τίποτα παραπάνω, απ’ ότι μέχρι τώρα αγαπήσαμε.

Ταξιδευτής
22 Ιανουαρίου 2011

9 Ιαν 2011

Για Σένα

Δεν μπορείς να κρατήσεις τίποτα για τον εαυτό σου, τα μοιράζεσαι όλα, σαν αστέρι σε σχήμα καρδιάς, ταξιδεύεις να φωτίσεις τις σκιές του κόσμου, σαν πεταλούδα από λουλούδι σε λουλούδι, να γονιμοποιήσεις τη ζωή με πολύχρωμη γέννηση, σαν εργάτρια μέλισσα να απλώσεις το μέλι σε πικραμένα χείλη, ένα ρυάκι ξεκινάς, σταγόνα σταγόνα μαζεύεις τα περισσεύματα της βροχής, υγραίνεις με δάκρυα το στεγνό ποτάμι, τρυφερά κυλάς τα νερά σου στις ρίζες από γέρικα πλατάνια, να πρασινίζουν τα φύλλα τους την άνοιξη, ανοίγεις τα νερά σου, περάσματα των αδύναμων, συμμαζεύεσαι ορμητικά με μια κραυγή της γης για τον ουρανό, λαχταράς να συναντήσεις την αγαπημένη σου Θάλασσα, προχωράς αλύγιστη κόντρα στους βράχους, διαχέεσαι στις ρωγμές της γης, οξυγόνο των κρυμμένων αισθήσεων, μοναδικός προορισμός ο τόπος που σμίγει το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας με το μπλε του ουρανού, σ’ ένα κατακόκκινο χρώμα, ίδιο και απαράλλακτο με το αίμα των ανθρώπων, μπολιάζεις έτσι τις ζωές των ανθρώπων σ’ ένα κοινό βλέμμα, ένα ολόγιομο φεγγάρι για όλη τη γη, το ξέρεις καλά, πριν από μένα το ήξερες, αιώνες το φεγγάρι  θα πηγαινοέρχεται στον ουρανό, πριν από μας, μετά από μας, εμείς ένα ίχνος στην άμμο, ούτε ένας κόκκος της ξεχωριστός, θα χαθούμε στην έρημο  του χρόνου, έφθασες στην οικουμενική αχτίνα της γης, κι εγώ σ’ ακολουθούσα σα σκιά της, τυφλός από το φως σου, πήρα μια θέση στην πιο ακρινή  μεριά του σύμπαντος, ζεστό και λυπημένο ετερόφωτο αστεράκι, να κοιτάζω την ομορφιά του πλανήτη, να αναρωτιέμαι για Σένα.


Ταξιδευτής
9 Ιανουαρίου 2011

4 Ιαν 2011

Μπαρ Σταντάλ

(Έζησα, έγραψα, ερωτεύτηκα, Stendhal)

Το ραντεβού τους ήταν στις 5.30 μπροστά στον Ιανό. Είχε μπει η καινούρια χρονιά, πρώτη εργάσιμη μέρα Μουδιασμένη ατμόσφαιρα στους δρόμους, ξεψυχισμένη γιορτή.
Αυτός ζήτησε μια μέρα ρεπό, να τακτοποιήσει εκκρεμότητες με την εφορία, τις τράπεζες, θα περνούσε και μια βόλτα απ’ το γιατρό του, για το καθιερωμένο τσεκάπ.
Αυτή είχε απολυθεί απ’ την δουλειά της, στα μέσα του χρόνου, άνεργη εδώ και έξι μήνες. Έφτασε πρώτη, είχε πέντε λεπτά, μπήκε μέσα και πήρε το κατά σαδδουκαίων, του Μιχάλη Κατσαρού.
Είχε πάρει μαζί της τη βασιλόπιτα και τα δώρα, είχαν ραντεβού στις επτά, με ένα φιλικό τους ζευγάρι, να πάνε σινεμά και μετά στις δέκα, θα βρισκόταν όλη η παρέα στο αγαπημένο τους μπαράκι να ευχηθούν για τον καινούριο χρόνο.
Τον υποδέχτηκε με στίχους απ’ το βιβλίο που αγόρασε και μετά του έδωσε φιλί και συνέχισε: «Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι, η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος, μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου, για την καινούρια μακρινή μου ανάσταση, μαζεύω».
 Άσε τους διακλαδισμούς και πάμε της είπε, έχουμε μια ώρα και κάτι. Αυτή συνέχισε απτόητη «Το ζήτημα πια έχει τεθεί: Η θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε, όπως αυτός ο δραπέτης ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο, απέναντί τους». Την πήρε απ’ το χέρι, πήρε το σακβουαγιάζ αυτός στην πλάτη του, κάποιος τους χαμογέλασε και πήγαν καρφί στο καρουζέλ που είχε στηθεί δίπλα στο παγοδρόμιο για τις μέρες των γιορτών.
-Τα πρόλαβες όλα;
Ποτέ δεν τα προλαβαίνω όλα, πρόλαβα όμως τα βασικά της είπε; Πήραν δυό εισιτήρια και ανέβηκαν, αυτή στο άσπρο αλογάκι κι αυτός στο μαύρο, πλάι πλάι, ένας φωτογράφος έβγαζε φωτογραφίες τα παιδιά, τους έβγαλε κι αυτούς, έμοιαζαν ευτυχισμένοι, κάποιοι τους κοιτούσαν περίεργα χαμογελώντας. Πήραν μπαλόνια από έναν πλανόδιο και στις επτά, καθόταν μπροστά στη μεγάλη οθόνη της Έλλης, ο Θαυματοποιός επί σκηνής.
Και αυτοί ζούσαν το δικό τους θαύμα. ( http://www.lillusionniste-lefilm.com/#/home )
Έκανε ψύχρα όταν βγήκαν απ’ το σινεμά, περπάτησαν λίγο, πήραν ταξί, στο μπαράκι Μπαρ Σταντάλ, του Τόμας του είπαν, στην Γλυφάδα.
Ξύλινα τραπεζάκια με μάρμαρο από πάνω, παλιά έπιπλα, ένα παλιό γραμμόφωνο, φωτογραφίες απ΄ τον ελληνικό κινηματογράφο στους τοίχους και το ουίσκυ τρία ευρώ.
Ήταν το στέκι της παρέας πάνω από ένα χρόνο τώρα, έπαιζε ότι μουσική γούσταρε, ελληνική και ξένη, αλλά με γούστο, όπως και η όλη ατμόσφαιρα των θαμώνων του.
Είχε φθάσει η Τίμη μαζί με τη Φανή, ο Δημήτρης και η Γιούλα, γύρω στις δέκα και τέταρτο ήταν όλοι εκεί, ο Μάνος ,η Λίλιαν, ο Πάνος, η Σοφία, η Άριελ, ο Δημήτρης ο σκηνοθέτης, η Βάνα μόνο ήρθε, όπως πάντα τελευταία, με μπογιατισμένα τα χέρια της .
Ευχές, φιλιά, ποτά, τσιγάρα και η Joan Baez στο Love is just a Four Letter Word, του Bob Dylan. http://www.youtube.com/watch?v=NrZ0Ww7qXEA
Σας έφτιαξα βασιλόπιτα, η Φανή κρατούσε ένα διπλωμένο πάπυρο, που όταν τον ξεδίπλωσε, έμειναν όλοι άφωνοι με τον παράξενο τρόπο που ήταν γραμμένες οι νότες, όλες μαζί κατέληγαν στο δέντρο της γης, αυτή ανακαλύπτει τις πιο ανήκουστες όμορφες μουσικές του κόσμου, η Βάνα ακούμπησε ένα ντοσιέ σα βιβλίο –λεύκωμα, τα τελευταία έργα, η Τίμη σ’ ένα μπουκάλι κρασί είχε δέσει ένα σημειωματάριο με τους στίχους της, η Εύα έφερε το καινούριο της βιβλίο

"Καλύτερα να κάνετε ευχές για το 12, για το 11 χαμένες θα πάνε", τους είπε ο Τόμας.
"Περιμένω αντίδραση απ΄ τους νέους", έλεγε ο Δημήτρης, "οι μεγάλοι μ’ έχουν απογοητεύσει, δεν θέλουν να χάσουν τα κεκτημένα", η Γιούλα ήθελε να επινοήσουμε ξανά την αγάπη, φορούσε το μαύρο της καπέλο, καθυστερημένη ήρθε και η Ασημίνα απαστράπτουσα γλυκιά αθωότητα ονείρου, κρατώντας ένα άλμπουμ φωτογραφιών στα χέρια της. Η Λίλιαν μίλαγε συνέχεια για τη Νέα Ζηλανδία, με τον Δημήτρη τον σκηνοθέτη, όλες οι μεγάλες εταιρείες έχουν μεταφέρει τα στούντιο παραγωγής εκεί, καινούριο Χόλυγουντ, βοηθάει ο καιρός και τα πράσινα λιβάδια φαίνεται, του έδειχνε φωτογραφίες απ’ το ταξίδι της, ο Ρήγας έλεγε για τον σοσιαλισμό του κοπρίτη και από την Ευρωπαϊκή Γερμανία στην Γερμανική Ευρώπη, όλοι έλεγαν πόσο βαρέθηκαν το φεις, από σαχλαμάρα σε σαχλαμάρα το πάμε. Άλλα να που αυτό το φεις,  τους μάζεψε απόψε εδώ. Το κόκκινο και το μαύρο έκανε βόλτες όλο το βράδυ.
«Ο κοινός άνθρωπος, αντίθετα, εξαρτάται για τις απολαύσεις της ζωής του από πράγματα που βρίσκονται εκτός του: από την ιδιοκτησία, τους βαθμούς, από γυναίκα και παιδιά, φίλους, συντροφιά κ. λ. π, σ’ αυτά στηρίζεται η ευτυχία της ζωής του, η οποία για τον λόγο αυτόν, καταρρέει μόλις διαπιστώσει ότι τα έχασε ή ότι εξαπατήθηκε ως προς αυτά (Schopenhauer), είπε ο Πάνος .
Άσε μας ρε Πάνο με τις φιλοσοφίες σου, είπε η Άριελ, πάμε να χορέψουμε, άκου τι παίζει:
http://www.youtube.com/watch?v=vi8RVs8veYM&feature=player_embedded#!.
Ε που πάτε, κόβουμε τη βασιλόπιτα τώρα, τους φώναξε η Ρένα.
Επιτέλους να την κόψουμε, απ’ το μεσημέρι την κουβαλάμε. Το φλουρί, ένα κλαδί ελιάς, έπεσε στην αγάπη της παρέας, ήταν στο τελευταίο κομμάτι. Ο ένας κοιτούσε τα δώρα του άλλου, βιβλία, η επινόηση της πραγματικότητας, η ουτοπία της φαντασίας, οι μεγάλες προσδοκίες του Ντίκενς, το τέλος των ψευδαισθήσεων, η Τίμη άνοιξε το κόκκινο κρασί και διάβασε μερικούς στίχους της:

Ανοίξαμε το βήμα και πατήσαμε σε μια χρονιά που τόσο φοβόμασταν
δειλά χθες με το ένα πόδι και σήμερα καταφέραμε να πατήσουμε και το άλλο
το μετέωρο που θέλει να συντρίψει κάθε σκουλήκι που τρώει
σιγά σιγά το σανίδωμα της ζωής μας.
Ισορροπήσαμε στην ιδέα πως θα αντέξουμε κι αυτή την παράσταση.
Έχουν τόσο φως οι προβολείς της αλήθειας μας, που δεν μπορεί
παρά να υποκλιθούν αν δεν παραιτηθούν στην επιμονή μας να
αντέξουμε τους αναπάντεχους ρόλους μας. Ξεκινάμε.
Αυλαία και πάμε πάλι μαζί.
Αυλαία και πάμε λοιπόν.


Της έβαλε στη τσέπη της ένα μικρό βιβλιαράκι, έψαξε όλη την Αθήνα να το βρει, το βρήκε όμως, ένα τελευταίο σε συνοικιακό βιβλιοπωλείο, Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
Του έδωσε ένα φιλί.
Κόντευε πέντε το πρωί.
http://www.youtube.com/watch?v=jdKr9noUM44
Οι περισσότεροι μεθυσμένοι. Παραπατούσαν χορεύοντας.
Ο Πάνος είχε βγει να μιλήσει στο κινητό του, όταν ξαναμπήκε τους μετέφερε την συγκλονιστικότερη είδηση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ένας ιός ονόματι Δεινόσαυρος, είχε καταστρέψει ολοσχερώς, σε παγκόσμιο επίπεδο όλα τα αρχεία των τραπεζών και των κάθε λογής Οικονομικών Οργανισμών, χωρίς καμία απολύτως δυνατότητα επαναφοράς, οι σκληροί δίσκοι είχαν καταστραφεί, όλη νύχτα η ανθρωπότητα είχε αναστατωθεί, μόνο αυτοί δεν είχαν πάρει χαμπάρι, το τι είχε συμβεί…..
Η μέρα άρχιζε να χαράζει, βγήκαν όλοι έξω στο δρόμο, αυτή τον κοίταξε και του είπε ψιθυριστά, δεν σου λεγα, θάρθει μέρα που ο κόσμος θα ξαναγεννηθεί.
Ο ήλιος ξεπρόβαλε σιγά σιγά για όλους.

Ταξιδευτής
4 Ιανουαρίου 2011