7 Σεπ 2016

Άλλο δεν περιμένω


Φυλακίστηκα στην ελπίδα
Κουράστηκα στην υπομονή
Της λογικής παράνοια τα όπλα
Ματωμένες ειδήσεις τρυπάνε τα τελευταία οχυρά μου
Δεν πιστεύω ούτε τα λόγια μου
Άδειες θεωρίες, φαντάσματα στους δρόμους
Στη Ελλάδα, στη Συρία, στην Αμερική
Στις γειτονιές του κόσμου μαχαίρια βγάζουν φωτιές
Τρίζει ο κόσμος, θα σωριαστεί.


Θα ξαναγεννηθεί πάλι
Αιώνια ξαναγεννιέται
Μέσα από Σένα
Πίνω τον έρωτα απόψε στην υγειά σου
Γυρίζω πάλι στην σπηλιά της ουτοπίας μου
Για ένα κομμάτι ελευθερίας,


Ταξιδευτής
6 Σεπτεμβρίου 2016

1 Σεπ 2016

Το λιμάνι



Έρημα όμορφο το λιμάνι, δυό γλάροι κόβουν βόλτες. Έρχονται οι πρώτες σταγόνες βροχής, τα μαύρα σύννεφα μελαγχολούν την ανάμνηση του καλοκαιριού.  Άριεψε ο κόσμος στην παραλία σήμερα, Σεπτέμβρης. Μόνο ο Θάνοςχειμώνα καλοκαίρι. τριγυρνάει με μια μπύρα στο χέρι. Άπλυτος, βρώμικος, μεγάλα γένια, άλουστα μακριά μαλλιά, παλιό σακάκι κατακαλόκαιρο, σκαρπίνια τρύπια παπούτσια. Πάντα μεθυσμένος, πάντα γελαστός. Ήρθε στο νησί λέει, να παρατηρεί τα άστρα. Η Αθήνα δεν τον βόλευε, είχε πολλά φώτα, μόνο το φεγγάρι έβλεπε αν ήταν σε κανένα πάρκο. Από μικρός ήθελε να σπουδάσει αστρονομία, αλλά ο πατέρας του σκληροπυρηνικός στρατιωτικός τον έκανε λοχία στο στρατό. Για άμεση αποκατάσταση, του είπε. Στα είκοσι δύο του αγόρασε αυτοκίνητο με αντάλλαγμα τη δουλειά στο κόμμα, του έδωσε κι ένα σπίτι με άλλα ανταλλάγματα. Αργότερα τον αποκατέστησε και με την Φρόσω, μια άσχημη χοντρή με πολλά λεφτά.  Ο Θάνος αποκαταστάθηκε πλήρως. Τώρα στα εξήντα του κοιτάει τα άστρα και χαμογελάει συνέχεια.
Από μακριά ακούγεται το καράβι, σούρουπο στο νησί. Ο Θάνος βοηθάει στις βαλίτσες, για τα τσιγάρα του, για τις μπύρες του. Για τα άστρα του. Μια μέρα τα βρόντηξε όλα και ήρθε στο νησί. Πάνε δέκα χρόνια που μιλάει με τα αστέρια, καμιά φορά και με τους γλάρους. 
Γέμισε φωνές, ζωντάνεψε το λιμάνι, -οι άνθρωποι έλειπαν.  Για λίγο. Μετά ο κόσμος χάθηκε στα σπίτια, το καράβι αποχαιρέτησε  το λιμάνι. Οι άνθρωποι είναι το παν. Όσο ομορφιά κι αν χαρίζει η φύση, όσο κι αν μετράς τα αστέρια, όσο κι αν πετάνε οι γλάροι, οι άνθρωποι ανάβουν τη φωτιά.  Οι άνθρωποι είναι η πόλη, ο έρωτας είναι το νησί. Ένα λιμάνι γεμάτο ζωή.
Είδα τον Θάνο να απομακρύνεται, κάθε λίγο να σταματάει πίνοντας μπύρα κοιτώντας τα  άστρα, είδα τους γλάρους να πετάνε μακριά στους βράχους,  το καράβι να χάνεται στον ορίζοντα, είδα ένα σπίτι με αναμμένα φώτα πάνω στο βουνό. Ήταν το σπίτι μου. Πήρα την ανηφόρα.


Ταξιδευτής
1 Σεπτεμβρίου 2016

31 Αυγ 2016

Μυρίζεις έλατο



Σύννεφα από μακριά, νυχτώνει νωρίς,
Φόρεσες τη ζακέτα σου απόψε
Κοίτα αγρίεψε το ποτάμι
Βαραίνουν οι ειδήσεις
Ένας αόρατος χειμώνας αύριο
Ευχή για θετικές εκπλήξεις η καρδιά μου
Φεύγει το καλοκαίρι, τα χελιδόνια και οι καλοκαιρινοί μας φίλοι
Θα μείνουμε πάλι μόνοι
Εσύ κι εγώ
Όλος ο κόσμος.

Ταξιδευτής
29 Αυγούστου ή Σεπτεμβρίου 2016

27 Αυγ 2016

Μόνο ένα χαμόγελο.






Ζεστή, υγρή, Αυγουστιάτικη νύχτα. Έβρεχε ακατάπαυστα όλο το απόγευμα, οι κεραυνοί τριζοβολούσαν την πόλη. Ο Ερμής τρύπωσε κάτω από  το ξύλινο τραπέζι του ισογείου, Ούτε παιχνίδια, ούτε βόλτα, ούτε φαί. Πρώτη φορά τον είδα τόσο σκιαγμένο. Το μόνο φως είναι ένα κερί, η μισή πόλη στο σκοτάδι. Η άλλη μισή στα απόνερα.
Παράξενα όμορφη  η νύχτα απόψε. Χωρίς τηλεόραση, δίχως ίντερνετ, δίχως τηλέφωνο. Απαλή ησυχία, επιτέλους σώπασε και το ψυγείο. Παρακαλάω να μην έρθει ως το πρωί το ηλεκτρικό. Ο σπαστικός θόρυβος του ψυγείου πρώτος θα ακουσθεί.
Γυμνός με ένα ποτήρι κράνο περσινής σοδειάς. Ζούμε μέσα από τις ζωές των άλλων. Απόψε δεν θέλω να ακούσω τραγούδια, να τραγουδήσω θέλω. Να σκαρώσω στίχους για τη χαμένη μας αθωότητα. Ύστερα τσουβαλιάσαμε τη ζωή μας μέσα στην αγορά, ένας ακόμα αριθμός στη ρουλέτα του καταναλωτισμού, στην παραζάλη της εικονικής ευμάρειας. Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας , έγραφε κάποτε ο Φρόυντ. Φαντάσου τι θα έγραφε τώρα. Ο άνθρωπος μηχανή.
Απόψε θα ανακαλύψω κρυμμένους στίχους. Όπως όταν ερωτεύεσαι, ούτε ήξερες τις χορδές της νεκρής σκέψης σου. Ψάχνω χαρτί και μολύβι, δίπλα στη φωτεινή άχνα του κεριού γράφω τις πρώτες λέξεις, ύστερα θα τις πλέξω είπα. Ουρανός, ήλιος, βροχή, χώμα, νερό, φωτιά, κοχύλι, έρωτας, χαρά, λύπη, ζωή, θάνατος, πόνος, αγάπη, μίσος, πόλεμος, αστραπή, κεραυνός. Παίρνω τις βελόνες μου και κάνω μια πρώτη προσπάθεια.
Κάτω απ΄ τον ίδιο Ουρανό / ντυμένοι τον ήλιο, την βροχή / στη λύπη, τη χαρά / κοχύλι ο έρωτας / μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο / μίσος για τον πόλεμο / αγάπη μόνο στην αγάπη / πόνο για
τον πόνο / αστραπή κεραυνός η ζωή μας.
Τσαλακώνω και καίω το χαρτί στη βρύση του νεροχύτη. Δεν είναι ποιήματα αυτά, ούτε κι εγώ ποιητής.  Θέλει έμπνευση και ταλέντο η ποίηση, γνώση πολλή, η απέριττη στάλα της ζωής είναι η ποίηση.
Ανοίγω το ψυγείο και παίρνω την πρώτη μπύρα. Αμστελ. Πάω στην αποθήκη και παίρνω το σάκο με τις λέξεις μου. Από μικρός μάζευα λέξεις, γραμματόσημα και πεταλούδες. Άχρηστα πράγματα μαζεύεις, έλεγε ο πατέρας μου. Τον άνοιξα τελετουργικά και πέταξα τις λέξεις στο πάτωμα. Οι περισσότερες ξεθωριασμένες στο φως του κεριού. Πολιτική, Ευρώπη,  Αμερική, Θρησκεία, Ειρήνη, Οικογένεια, Δικαιοσύνη, Πατρίδα, Οικονομία, καπιταλισμός, κομουνισμός, αριστερά, δεξιά, πίσω, μπροστά και άλλες τέτοιες σχετικά….Πήρα κάποιες στα χέρια μου, καμιά χούφτα, όνειρο, ιδανικά, αλληλεγγύη, μυρμήγκι. Τις χάιδευα με τα μάτια μου, ενώ έπινα την τρίτη Άμστελ. Βρήκα και το ποίημα του Charles Baudelaire Μεθύστε: Πρέπει να 'σαι πάντα μεθυσμένος./ Εκεί είναι όλη η ιστορία: είναι το μοναδικό πρόβλημα. / Για να μη νιώθετε το φριχτό φορτίο του Χρόνου / που σπάζει τους ώμους σας και σας γέρνει στη γη, / πρέπει να μεθάτε αδιάκοπα. Αλλά με τι; / Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει./ Αλλά μεθύστε. Αυτά είναι ποιήματα, είπα και άνοιγα την πέμπτη μπύρα.
Απόψε θέλω να μεθύσω, με κρανόζουμο, με μπύρα, με κρασί, με λέξεις, με φαντασία, με ουτοπία, με εξορία, δεν έχει σημασία, αρκεί να μεθύσω. Απόψε θέλω να ζήσω πάλι.
Έτσι βρέθηκα να κάθομαι πάνω σε μια καρέκλα, σ ένα κάδρο του τοίχου. Το είχε ζωγραφίσει η κόρη μου, όταν έδινε εξετάσεις στην Αρχιτεκτονική.
Καθόμουν εκεί μικρός και ανήμπορος να γκρεμίζω και να ξανακτίζω τον κόσμο απ΄την αρχή, όπως τις ατέλειωτες νύχτες της νιότης μας. Το πρωί με βρήκε στο πάτωμα, γυμνό από ρούχα και σκέψεις. Μόνο ένα χαμόγελο.

Ταξιδευτής
27 Αυγούστου 2016

19 Αυγ 2016

Πυγολαμπίδες






Απόψε θα σε περιμένω τυλιγμένος  τ’ αστέρια
Φόρα το λευκό σου φόρεμα, τα κόκκινα χείλη σου
Ν’ ανάψουμε το φεγγάρι του κόσμου απόψε
Να αγκαλιάσουμε  τις καρδιές των παιδιών στο Χαλέπι
Να καούμε στον πόνο, στον έρωτα,
Στη ζωή και στον θάνατο.
Να μεθύσουμε με  τις λέξεις, να κρεμαστούμε από τις ζωγραφιές μας
Με τις ανάσες μας απόψε θα τραγουδήσουμε
Τα όνειρα των χαμένων της γης να κυλήσουμε
Και ύστερα
Θα σβήσουμε δίπλα στο ποτάμι
Μια σπίθα κι εμείς
Στο σκοτάδι.

Ταξιδευτής
19 Αυγούστου 2016

17 Αυγ 2016

Πήλιο





Όλο το πρωί παλεύαμε με τις πέτρες. Της είχε κολλήσει να κάνουμε καρπόκηπο. Με πετρούλες από τουρκουάζ αλμυρό νερό  ποτισμένες.  Μαζέψαμε φασόλια, ντομάτες , φακές, ρεβίθια, αρακά, αγγουράκια, πιπεριές, κατσίκες και κολοκυθάκια.  Ήταν εύκολο να βρεις στρογγυλεμένα φρούτα, κορόμηλα, βανίλιες, σύκα, δαμάσκηνα, λωτούς. Θα της ζωγράφιζε , θα έκανε τέχνη έλεγε. Κολλήσαμε  στα βατόμουρα.. Όλες οι πέτρες ήταν λείες από  της θάλασσας το άλεσμα.   Ήθελε να είναι πετρούλες αγριεμένες.  Είναι δύσκολο να κάνεις διακοπές με ανθρώπους που η φαντασία τους καλπάζει πάνω σε εικαστικό άλογο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που εγώ έλεγα να ψήσουμε τον γαύρο και αυτή μου έλεγε για τα παιχνίδια που έκαναν τα χρυσόψαρα στο ενυδρείο. Εγώ όλο πετούσα και κανέναν κολιό μέσα, για τον Αύγουστο.
Το καφέ κανίς της διπλανής παρέας έβγαζε τη γλώσσα έξω και μας κορόιδευε. Εγώ όλο κοιτούσα τα περιβόλια με τις ελιές, τις καστανιές και  λεμονιές. Φωτογράφιζα τις φυτείες με τα μήλα. Είναι η πιο ωραία εποχή τους.  Κατακόκκινα μήλα, δίπλα στα πράσινα ακόμα ρόδια.
 Ένα θηλυκό δάσος δίπλα στο Αιγαίο είναι το Πήλιο. Απόκρυφες παραλίες κατάκαρδα το αγκαλιάζουν. Ευεργετήθηκε από τη φύση, προικίσθηκε  τους ευεργέτες του. Ανεκτίμητης αξίας η Βιβλιοθήκη της Ζαγοράς, τυχαία δεν βρέθηκαν να σπουδάζουν εδώ ο Άνθιμος Γαζής και ο Ρήγας Φεραίος. Στην Πάντειο δεν τα μαθαίνεις όλα, ούτε θα υπήρχε αν δεν υπήρχε ο  Αλέξανδρος Πάντος. Να κοπεί το χέρι, άντε και το πόδι λέω εγώ, έγραφε σε πολλά βιβλία του ο Καλλίνικος φάτσα κάρτα στο εξώφυλλο, σε όποιον κλέψει ή καταστρέψει αυτό το βιβλίο. Άλλοι το λεν κατάρα, εγώ το λέω ευλογία.
Τι είναι αυτές οι πέτρες τώρα;  Κούμαρα, μου εξήγησε η καλλιτέχνης. Και θα φτιάξουμε μ΄αυτά τσίπουρο το χειμώνα: Απορία.
Φορές δεν καταλαβαίνω τι μας χρειάζεται η τέχνη. Κάποιοι λένε ότι καλλιεργεί το πνεύμα και την ψυχή. Αντίδοτο στον πόλεμο. Κόπηκαν τόσα δάση, κοντεύουμε να ξεμείνουμε από οξυγόνο, γράφτηκε τόσο χαρτί, ο κόσμος έγινε καλύτερος; Αν για κάθε καλό φτιάξεις ένα πύργο με πετρούλες θα είναι καλύβα μπροστά στον πύργο του κακού. Στην καλύβα πας με τα πόδια , στον πύργο του κακού πας με ασανσέρ. Τελικά η διαφορά της καταναλωτικής δυτικής κοινωνίας ένα ασανσέρ είναι. Ίσως και δέκα χιλιόμετρα κολύμπι στη θάλασσα. Σε καμιά περίπτωση μια σφαίρα στην καρδιά.
Ανεβαίνουμε το παλιό μονοπάτι. Ένα τσουβάλι πέτρες έχω στην πλάτη μου. Δεν χαιρετάω κανέναν, όπως η καλλιτέχνης. Το μόνο που θέλω μία σκοπελίτικη από το τηγάνι της Καίτης. Κα μια κόκκινη ντομάτα απ’ τον κήπο της.
Μου φτάνει να αγναντεύω το μπλε του Αιγαίου!


Ταξιδευτής
17 Αυγούστου 2016

12 Αυγ 2016

Πρώτο καλοκαίρι






Ακούγονταν μόνο το νερό που πότιζε τον κήπο. Ένα μισό φεγγάρι άχνιζε το σκοτάδι. Από μακριά ένα γαύγισμα σκύλου. Δεν φοβάμαι τίποτα, είπα.
Ζούμε με το φόβο του θανάτου, καιρός για τον φόβο μη  και δεν ζήσουμε.  
Είναι η πρώτη νύχτα που έμεινα νύχτα στο κτήμα. Ερχόμουν πρωί και έφευγα το βράδυ. Σήμερα έστησα τη σκηνή και αφουγκράζομαι τη νύχτα. Φυσάει ανάλαφρο κρύο αεράκι παρ’ όλο που είναι  Αύγουστος. Πάνω τα έλατα πυκνώνουν ακόμα το τοπίο. Τα φώτα ξεχασμένα λιμάνια κάτω στον απέραντο Θεσσαλικό κάμπο. Το σώμα μου  υποκλίνεται μεθυστικά στη σοδειά της μέρας. Ρίγανη, τσάι, φουντούκια, κράνα.  Ήξερα τις νόστιμες πατάτες της  Νάξου, προσμένω για πρώτη φορά στα 1200 μέτρα τις δικές μου. Πάντα φιλοδοξούσα τη γαμημένη τελειότητα. Ποτέ δεν την βρήκα στην πόλη, παντού σκουπίδια , υπόνομοι, σβησμένες γόπες, κραυγές άναρθρες.
Μεσάνυχτα και κάτι.  Καλοκαίρι στο βουνό. Η λάμπα πετρελαίου πάνω στο κέδρινο τραπέζι σιγοτρέμει τη φλόγα της και τη δικιά μου καινούρια εφηβεία.  Είχα άλλη μία σαν όλων μας τις εφηβείες, αλλά μετά η ανοιχτή φυλακή των άγευστων υποχρεώσεων με γέρασε νωρίς. Το κεφάλι μου είχε γεμίσει με περιττά πράγματα, αριθμούς και λογαριασμούς. Άρχισα να μην εμπιστεύομαι τους ανθρώπους και τα έργα τους. Από τη μια οι άνθρωποι κτίζουν και από την άλλη ο πόλεμος γκρεμίζει. Στην Ουκρανία ζουν με τον φόβο του πολέμου, στο Παρίσι με το φόβο της τρομοκρατίας, στην Αθήνα με τον φόβο της οικονομίας και στις Σκουριές ψάχνουν για χρυσό, η Δύση ολόκληρη ψάχνει πως θα διαχειριστεί τα σκουπίδια της. Κι εγώ που ήμουν ατρόμητος, τρόμαξα.
Χτες πήγα και ξέγραψα τον εαυτό μου από τα μητρώα του Δήμου. Χαιρέτησα έναν έναν τους υπαλλήλους που δίνουν πιστοποιητικά γέννησης και θανάτου κι έφυγα.
Μόνος εδώ. Δίχως διόδια, εφορία, αστυνομία, τρομοκρατία. Τελευταία ένοιωθα τόσο τρομοκρατημένος με ότι λεγόταν και ότι γινόταν, άσε που δεν καταλάβαινα αυτά που έλεγαν αφού άλλα έκαναν. Πάνω στο τραπέζι είχα στη μέση το βιβλίο του  Ζάουμε Καμπρέ, Confiteor. Οι συγγραφείς ανατρέχουν στην καθημερινή ιστορία των ανθρώπων, ψάχνοντας να καταλάβουν πως φτάσαμε ως εδώ. Η ανθρώπινη οδύσσεια πάντα ίδια αλλάζει προσωπεία. Μήπως εδώ πάνω τα χώματα δεν ποτίστηκαν με αίμα εμφύλιων σπαραγμών και βάρβαρων κατακτητών. Το μισό χωριό το έκαψαν στο πέρασμά τους οι Γερμανοί. Εδώ κάτω απ’ το δέντρο γονάτισε ένα Γερμανός και σκότωσε στο απέναντι βουνό τον Τάσο. Από τότε τον είπανε υψωμένο. Ο Λάμπρος θυμάται ακόμα τη σπηλιά στο ρέμα που τον έκρυβε η μάνα του με ζάχαρη στο στόμα να μην κλάψει και τον παιδομαζέψουν.  Εβδομήντα χρόνια είμαι εδώ πάνω, τέτοιο δράμα σαν το σημερινό μόνο στην κατοχή ζήσαμε, μου έλεγε το μεσημέρι ρίχνοντας μια πέτρα στο κατσίκι που ανέβηκε πάνω σε μια αγριομηλιά. Τα τρία σκυλιά του γαύγιζαν. Μην τα φοβάσαι τα σκυλιά, αν δεν τα πειράξεις δεν πειράζουν. Τους ανθρώπους να φοβάσαι περισσότερο, είπε.
Αναπολούσα χαμένους έρωτες, παρατημένες ιδέες, ένα κόσμο που θέλαμε να αλλάξουμε. Τελικά μας άλλαξε αυτός.
Είναι η πρώτη νύχτα του γάμου μου με τη φύση. Αλλά ούτε οι γάμοι αντέχουν πολύ σήμερα, ειδικά στην εφηβεία, καινούρια η παλιά.

Ταξιδευτής
12 Αυγούστου 2016



5 Αυγ 2016

Το σκαντζοχοιράκι




Μύριζε καλοψημένο φαρσαλινό χαλβά ο κήπος το πρωί.  Δεν είναι η πρώτη φορά που φτάνει ο μυρωδάτος αέρας από τη βιοτεχνία χαλβά και λουκουμιών, «Γλυκός πειρασμός»,  να επικαλύψει το μελισόχορτο, τις ντομάτες, τη ρίγανη και το θυμάρι. Οι τριανταφυλλιές και  ο δυόσμος έχασαν το άρωμά  τους. Όλος ο κήπος ανέδυε χαλβά Φαρσάλων. Ακόμα και το κομπόστ που πριν λίγο μύριζε άσχημα, άρχισε να ευωδιάζει.
Κρατούσα τη σακούλα με τα σκουπίδια στα χέρια, αυτή με τα απορρίμματα του δυτικού πολιτισμού, όταν είδα το σκαντζοχοιράκι να σηκώνει τη μουσούδα του στον Ουρανό.  Με κοίταξε ατάραχο αφημένο στη μεθυστική πρωινή προσευχή των αρωμάτων. Όταν γύρισα από τον κάδο απορριμμάτων πέρασε δίπλα μου μια μηχανή με πειραγμένη εξάτμιση. Είδα το ζωάκι να κουλουριάζεται μέσα στ΄ αγκάθια του. Έγινε μια μικρή μπάλα. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα σκέφτηκα. Πέταξαν μακριά όλα τα πουλιά πάνω από την κερασιά. Εγώ δεν είχα φτερά.  Έμεινα με την γάτα να κοιταζόμαστε.
Ανέβαινε ο ήλιος στον καθαρό Αυγουστιάτικο  αχνά γαλάζιο ουρανό. Τα ταψιά με τους χαλβάδες πήραν το δρόμο για τα βουνά και τα πανηγύρια. Ο κόσμος στην ουρά του σούπερ μάρκετ, ότι περίσσεψε από τις άλλες ουρές. Παλαιότερα γνωρίζαμε μόνο το πιάνο με ουρά. Τώρα  γέμισε ο τόπος μας ουρές. Στα διόδια, στα συσσίτια και στις προσφορές.  Η εποχή μας τελικά είναι η εποχή της ουράς.  
Δεν μύριζε πλέον χαλβά. Επανήλθαν τα αρώματα του κήπου. Έφτασα ένα γινωμένο σύκο  για πρόγευμα. Και δυό ρόγες κόκκινα σταφύλια. Πήρα το λάστιχο με το νερό και έκανα το πρώτο ντουζ της μέρας. Φόρεσα το ψάθινο καπέλο και άρχισα να φυτεύω. Μπρόκολα , λάχανα, κουνουπίδια, πράσα. Από ένα σπόρο γεννιέται και θρέφεται η ζωή.  Από ένα όπλο σκοτώνεται.
Το σκαντζοχοιράκι άρχισε πάλι να κάνει βόλτες στον κήπο…..


Ταξιδευτής
Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

29 Ιουλ 2016

Σημάδια





Μικρό παιδί ήσουνα πάνω στο κλωνάρι της καρυδιάς.  Από κάτω το αγκαθωτό σύρμα της φράχτης. Πάντα υπήρχαν φράχτες, ορατές και αόρατες. Όταν έπεσες το μικρό μπρατσάκι τρύπησε . Έκλαιγες, φώναζες, το έντερο βγήκε έξω. Ποιός ήξερε τότε ότι τα χέρια δεν έχουν έντερα;  Βέβαια πολύ αργότερα  κατάλαβες ότι ακόμα και το μυαλό έχει εντόσθια.
Ήταν το πρώτο βαθύ σημάδι που θυμάμαι. Τώρα το σώμα μου είναι γεμάτο σημάδια.  Η νοσοκόμα τη νύχτα έψαχνε φλέβα ανάμεσα στο τσίμπημα του σκορπιού και στο  τατουάζ της δεκάρας από ένα μεγάλο έρωτα.
Όταν έπεσε εκείνος ο τυροτενεκές στο κεφάλι μου ούτε επτά χρονών δεν ήμουν. Τον είχε στη μαρκίζα του υπογείου η γιαγιά για να στεγνώσει. Τότε έκανα και το πρώτο αντιτετανικό. Κλαίγοντας πάλι. Ακολούθησαν αμέτρητα αντιτετανικά. Πάταγες καρφί αντιτετανικό, έκοβες το δάχτυλο αντιτετανικό, σκεφτόσουν διαφορετικά αντιτετανικό.

Εκείνο το πρωί ξεκινήσαμε με τον Περικλή για τα κοπάδια μας.  Μ’ ένα καρπούζι πράσινο στον τουρβά, καβάλα στα γαϊδουράκια τραγουδούσαμε  Να ΄τανε το 21 και ανηφορίζαμε στη Μαλόραχη. Ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό, μόνο η μυρωδιά από τα έλατα. Όταν φτάσαμε στην κερασιά ανεβήκαμε να κόψουμε βάντες με  γενομένα κεράσια. Τα σκυλιά αλυχτούσαν από μακριά. Όλο πλησίαζαν.  Στο τέλος έφτασαν απειλητικά. Τα γαϊδουράκια έκαναν χορευτικές σβούρες καθώς τα είχαμε δέσει μεταξύ τους. Μείναμε πάνω από δυό ώρες πάνω στην κερασιά και τραγουδούσαμε Έλα το βράδυ Ρήναμ κάτω στην κερασιά, έλα να φιληθούμε φεύγω στη ξενητιά. Τα σκυλιά έφυγαν επιτέλους με πονόλαιμο από το γαύγισμα κι εμείς πήγαμε ο καθένας στη στάνη του.  Έξαλλος ο Αλέκος ο τσοπάνης. «Άμα φοβάσαι να μη σε στέλνει ο πατέρας σου, πήγε μεσημέρι» και άλλα πλατανιώτικα στολίδια. Ο ήλιος πήγε ψηλά, βάλαμε τα πρόβατα στη στρούγκα και ο Αλέκος άρχισε να αρμέγει  Τότε ήταν που άρχισαν να πηδάνε τα πρόβατα από τη στρούγκα.  Ο Αλέκος σηκώθηκε να τα εμποδίσει, πέρασαν και τα υπόλοιπα  και έχυσαν το καρδάρι με το γάλα και ολοκληρώθηκαν τα νεύρα με μια γκλιτσιά στο πισινό μου. Άλλο σημάδι κι αυτό. Βέβαια ο Αλέκος ισχυρίζεται ότι ήθελε να χτυπήσει το μαύρο πρόβατο, αλλά το θέμα δεν είναι τι λες, αλλά τι κάνεις.  Αν ήταν όσα έλεγε η σημερινή κυβέρνηση και πράξη, τότε ούτε εγώ θα έγραφα για τα σημάδια σήμερα. Η μέρα τελείωσε με δυό τσουβάλια κοπριά. Από τα εντόσθια των προβάτων.
Στο γυρισμό συνάντησα δυό μαυροφορεμένες γυναίκες μέσα στο δάσος. Ίδιες φαντάσματα. Πάγωσε το αίμα μου. Ξεπάγωσε όταν βγήκα στο ξέφωτο.
Κάποια μεσάνυχτα και κάτι στην Αμερική, διηγούμασταν ιστορίες με φαντάσματα.  Ο βρικόλακας που βγαίνει τις νύχτες, με ένα σύρμα τυλιγμένο στις φλόγες και καίει τα πάντα στο διάβα του. Ή τα ψέματα του Αλέκου που τον πήρε ο ύπνος, ενώ φύλαγε τα πρόβατα νύχτα. Όταν ξύπνησε τα πρόβατα είχαν εξαφανιστεί. Μόνο ένα μαύρο δίπλα του. Το κλώτσησε και το σκοτάδι έγινε πιο μαύρο από μαύρο, πίσσα. Είπε, λέει, το πιστεύω και ξημέρωσε. Εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι..

Ο χωματόδρομος για τη Μεσοχώρα έμοιαζε ατέλειωτος στην καρότσα του φορτηγού.  Από τότε, μισό αιώνα πριν, θυμάμαι αυτή την καστανιά. Ήταν ένα σημάδι στη διαδρομή κι αυτή. Ακόμα είναι.


Κωστής Ταξιδεύων
29 Ιουλίου 2016