1 Οκτ 2020

Λαβύρινθος

Ένα δυνατό κλάμα και μετά σώπασα. Ήμουν ήδη μες τον λαβύρινθο. Ήμουν ανήσυχος, πως βρέθηκα εδώ; Μέχρι να συνηθίσω τρόμαζα, το σκοτάδι, τις ξένες αγκαλιές, τους δυνατούς κρότους, τα δόντια μου φύτρωναν με πόνο. Άκουγα συνέχεια ένα σοοούτ κοιμήσου, μη κλαις θα πάμε βόλτα. Μετά γεννήθηκε η περιέργεια, από που ήρθα, που είμαι, που πάω, πως γίνεται το σκοτάδι, πότε θαρθεί το φως; Οι μέρες μοιράστηκαν με τις νύχτες, η πείνα με το ψωμί, η δίψα με το νερό. Το έσκασα απ' την αγκαλιά της μάνας μου κι έτρεχα στις αλάνες, επιτέλους ελεύθερος, η πρώτη φορά που χαμογέλασα από τα βάθη της ψυχής μου. Ρωτούσα τι είναι η ψυχή να μάθω. Άρχισα να ρωτάω, πως γίνεται και μιλάει το ράδιο, μ' άρεσε να παίζω με τους διακόπτες, να σβήνω και να ανάβω το φως. Ύστερα μου είπαν πως πρέπει να κάνω ότι μου λένε κι όχι του κεφαλιού μου, ήμουν ολόκληρο παιδί.

 Τότε μπήκα στον άλλο λαβύρινθο, έψαχνα μια ολόκληρη ζωή την έξοδο. Δεν την βρήκα ποτέ. Πέθανα στο σκοτάδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου