30 Ιουν 2020

Οι σκέψεις του βυθού


Ένας πλάτανος δίπλα στη θάλασσα, στο τραπέζι δύο ποτηράκια, το δικό σου και το δικό μου. Μακριά όλος ο κόσμος. Το καλοκαίρι καίει, και το τσίπουρο. Βουτιά στη θάλασσα οι σκέψεις που βαραίνουν τη κουβέντα μας.
Ένα παιδί χάθηκε άδικα, η αδικία κατρακυλάει τον κόσμο. Τα όπλα σκοτώνουν.
Βουτάμε και οι δυό στη θάλασσα, φτάνουμε στον βράχο απέναντι. Αγναντευουμε το βουνό με τις καστανιές, το φθινόπωρο ποιός θα βγάλει πάλι τα κάστανα απ' τη φωτιά; Το καλοκαίρι είναι μια βάρκα με άσπρα πανιά.
Κολυμπάμε ως τη παραλία, γεμίζουμε τα ποτηράκια, τσουγκρίζουμε στην υγεία. Φτάνει αυτό; Στην αγάπη. Φτάνει;
Περισσεύει το κύμα, πάμε στη θάλασσα. Ένα δυνατό κύμα πετάει τον έναν πάνω στον άλλον. Η κοινή μοίρα μας.
Στίβεις τα μαλλιά σου, στίβω το μυαλό μου να θυμηθώ την πρώτη στιγμή μας. Πόσο όμορφη είσαι!
Χάθηκαν τόσα παιδιά, πάλι. Γιατί;
Βουτάμε στη θάλασσα, η θάλασσα τώρα είναι ήρεμη, δροσερή, τα μάτια σου πιο πράσινα, οι σκέψεις έγιναν δύο μικρά χρυσόψαρα στο βυθό.
Μη σκεφτόμαστε τον θάνατο είπες, σαν σήμερα σε γνώρισα.

28 Ιουν 2020

Κυριακή απόγευμα


" Ήρθες Ρηνιώ κι ομόρφυνε όλο το νησί" λεβέντικη η φωνή του Κρητικού γέμισε όλο το δρόμο.
Μία μικρή φράση ξυπνάει τον λήθαργο της μέρας.
Παρατηρώ το μοναχικό πέταγμα μιας καρακάξας, ακούω ένα αηδόνι να κελαηδεί, ένα σκυλί μακριά να γαυγίζει, τζιτζίκια να ύμνούν το καλοκαίρι, ακούω τη φύση. Το καλαμπόκι μεγάλωσε, μικρό πράσινο δάσος στέκει περήφανο δίπλα μου. Κι άλλα πουλιά τώρα ακροβατούν στον συννεφιασμένο ουρανό. Μαγικό παραλήρημα μιας όμορφης εποχής, νομίζεις πως κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν έχει πρόβλημα. Η δύναμη της ψευδαίσθησης ξεπερνάει την μαύρη μορφή του κόσμου. Ανοίγω τα χέρια, τα κουνάω όπως τα πουλιά τα φτερά τους. Κι άλλη ψευδαίσθηση, νόμιζα θα πετάξω.
Ξαφνικά σταγόνες βροχής πέφτουν στο στεγνό χώμα. Θυμάμαι τους στίχους του Λειβαδίτη, "τι όμορφα που μυρίζει η γη". Μυρίζω τη γη, μοσχοβολάει όπως Εσύ, Κυριακή απόγευμα.

26 Ιουν 2020

Πορεία


Ασάλευτες μέρες πήρατε τη ζωή μου, νύχτεςτου καλοκαιριού αφήσατε τα όνειρά μου στην ερημιά, θυμωμένα στάχυα στο αλώνι του κάμπου οι πληγές μου, βουνά και ποτάμια που με πάτε τώρα, αρμύρα τα δάκρυα της αγρύπιας μου, περπατάω στο βαθύ σκοτάδι ικέτης μιας πυγολαμπίδας, μιας αχτίνας του φεγγαριού, ισιόκορμα έλατα τυλίγουν τις σκέψεις μου.
Η νύχτα έγινε φως, τα μάτια σου δρόμος, το φωτεινό στεφάνι στα μαλλιά σου ξημέρωμα, τα χέρια σου βιολιά της ψυχής μου, σκίρτησε το κορμί μου πάνω στο κορμί σου, το στόμα σου ήταν γεμάτο φιλιά, η αγκαλιά σου ο κόσμος, ή άγγελος είσαι ή νεραίδα.
Ήμουν η τελευταία ανάσα μου, έγινες η πορεία μου.

24 Ιουν 2020

Η δική σου φωνή


Μικρά, ασήμαντα καθηλώνουν το νου, η ουδέτερη μέρα σπαταλάει τό χρόνο. Οι ειδήσεις ανακυκλώνονται στο μπλε κάδο, οι πολιτικοί στη μεγάλη σκηνή του θεάτρου αρμενίζουν τη ματαιοδοξία τους, οι ποιητές γράφουν ποιήματα, οι πιστοί προσεύχονται, άλλοι στο θεό του χρήματος και άλλοι σε όποιον καταργεί τον θάνατο.
Ζούμε σε μια στιγμή του χρόνου και ζούμε σαν αθάνατοι.
Έκανα το λάθος και διέγραψα τη μνήμη μου, ακόμα ένα λάθος κι έσβησα όλα τα όνειρα που έκανα. Ήθελα να ζήσω τη στιγμή. Αλλά έπεσα στο κενό. Χωρίς ιστορία και δίχως ελπίδα, ούτε στιγμή υπάρχει. Γεννήθηκα, μεγάλωσα, πεθαίνω. Ο κύκλος. Είμαστε στον πυρήνα του, δεχόμαστε και εκπέμπουμε. Ανάβουμε και σβήνουμε.
Σκέψεις του μεσημεριού, σκέψεις του χωραφιού, μπροστά μου τρυφερό πράσινο, πίσω μου μια φωνή. Ζήσε. Εσύ, η δική σου φωνή.

21 Ιουν 2020

Έχω τα τραγούδια σου


Έχω τα τραγούδια σου
Σαν να έχω Εσένα
Τίποτα άλλο δεν έχω, παρά
Μόνο τα τραγούδια σου
Οι λέξεις τους αγγαλιάζουν τη γη
Και μένα
Είναι τα δέντρα που μεγαλώνουν
Τα σπαρμένα χωράφια που θα καρπίσουν
Το πέτρινο σπίτι στο χωριό
Ένα ολόκληρο καλοκαίρι
Είναι τα τραγούδια σου
Το χρώμα απ' τα μάτια σου
Ζωγραφίζει τη γη που δουλεύω
Το χαμόγελο της ψυχής σου
Με κρατάει Άνθρωπο
Τα τραγούδια σου είναι πουλιά
Ανασταίνουν τη φωνή μου
Δίχως τα δικά σου τραγούδια
Θα ήμουν ένα κομμένο δέντρο
Ένας ατέλειωτος χειμώνας
Μία ακίνητη πέτρα στη γη
Ποτάμι χωρίς νερό
Εγώ όμως έχω τα τραγούδια σου.

19 Ιουν 2020

Φωτογραφία με τα δελφίνια


Στήσαμε τη σκηνή στην ερημική παραλία, δυό φοίνικες και το κύμα. Εσύ κι εγώ. Έρωτας, ούζα, βουτιές, συζητήσεις γύρω απ' τα βιβλια που διαβάζαμε. Γυμνοί στην άμμο, καυτός ο ήλιος έκαιγε το δικό μας καλοκαίρι. Θα μπορούσε να είναι το ιδανικό τριήμερο, αλλά δεν είναι. Χάνομαι ανάμεσα στο ούζο και στο χωράφι. Ανάμεσα στην αβεβαιότητα και την θλίψη. Έλεγες, άλλαξε ορίζοντα, θα γίνεις κανονικός. Η χώρα ολόκληρη θέλει να γίνει, πως το λέει, - κανονική χώρα. Άλλαξα και δεν έγινα, ηλιοβασίλεμα τώρα και ούτε μια σέλφι δεν θέλω.
Ο νούς μου στο χωράφι, η μικρή ροδιά μπορεί να διψάει σήμερα, τα φασολάκια θέλουν μάζεμα θα γίνουν χοντρόπετσα σαν την εξουσία, κολοκύθια και λοιπά ζαρζαβατικά με περικυκλώνουν. Λες για τις εμμονές μου. Λέω για τα παιδιά που πεινάνε, πεθαίνουν, αυτοί κάνουν όπλα. Λες πάλι τα ίδια, χαλάρωσε.
Πίνω ούζο του Τυρνάβου, εσύ απ' το Πλωμάρι, πόσα μπουκάλια πήραμε;
Καίγομαι μέσα έξω. Πέφτω στη θάλασσα. Ένα ξαφνικό κύμα με βγάζει απότομα έξω, δίπλα στον βράχο. Η πληγή τρέχει αίμα. Κι άλλο αίμα. Η θάλασσα γίνεται κόκκινη. Απ' το ηλιοβασίλεμα, λέω.
Ρίχνω ούζο πάνω στην πληγή, άλλοι πίνουν χλωρίνη για τα μικρόβια. Σφαδάζω απ' τον πόνο. Μου λες, τι κάνεις; Λέω πάμε να φύγουμε.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκαν τα δύο δελφίνια. Ερωτροπούσαν ανέμελα. Ξέχασα τους καρχαρίες, τους άφησα στη στεριά. Μπήκα στη θάλασσα κι έπαιζα μαζί τους. Θέλω φωτογραφία με τα δελφίνια, φώναξα.

16 Ιουν 2020

Ποιός θάνατος;

 

Άνοιξα το χάρτη στη μέση στο χωράφι. Πόσο μικρός μου φάνηκε ο κόσμος, τόσο όσο ένας τάφος. Γύρω να μεγαλώνουν τα δέντρα, οι φράουλες από χαμηλά να χαίρονται το νερό και τον ήλιο, κατακόκινες απ'τη χαρά τους, να πετούν τα πουλιά, να παίζουν τα σύνεφα. Πέρα μακριά το καλοκαίρι, στη θάλασσα και το βουνό.
Κλείνω το χάρτη και τρέχω στο διπλανό χωράφι, ποτίζομαι μαζί με το καλαμπόκι, ξεπλένω την θλίψη μου, στάζω ολόκληρος. Σταγόνες νερού οι στιγμές μας, διαγράφω τα περασμένα, πόση ζωή μου απομένει;
Τότε σε είδα να έρχεσαι από μακριά, μες το χαμόγελο που αγάπησα. Ανάλαφρη και ισκιωμένη. Πίσω σου έρχονταν κι άλλοι, αγαπημένα πρόσωπα, συγγενείς και φίλοι.
Κρατούσες ένα άσπρο μαντήλι, πλησίαζες χορεύοντας. Πιάσου, είπες. Χορεύαμε μες το μεσημέρι τραγούδια που αγαπήσαμε. Το χωράφι γέμισε χαμόγελα και χειροκροτήματα.
Ποιός θάνατος; Η Ζωή είμαι, είπες μόνο.

14 Ιουν 2020

Μάτια κλειστά


Στάχυα χρυσά γεμάτα καρπούς, ο ήλιος καίει, καταμεσήμερο Κυριακής. Διάσπαρτα συντριβάνια νερού ποτίζουν τον Θεσσαλικό κάμπο, δροσίζει η θέα τους την ξηρασία της σκέψης μου. Κλείνω τα μάτια μου και ανεβαίνω την ανηφόρα. Σε μια στροφή φαίνεται η μικρή πόλη που αγάπησα. Σπίτια μικρά με κήπους μεγάλους, δρόμοι ανοικτοί, καταπράσινος τόπος στην αρχή του καλοκαιριού.
Ζώα και άνθρωποι ζουν αρμονικά, δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, ούτε μηχανές. Το ποτάμι τους ενώνει, μοιράζονται τον ήλιο και την αγάπη. Κάθε Κυριακή, συναποφασίζουν στο θέατρο της καρδιάς τους. Δεν έχουν Μπε για Δήμαρχο. Δεν ανέχονται την εξουσία κανενός. Αυτοί οι άνθρωποι μιλάνε με τα μάτια, με χαμόγελα, με καλοσύνη το δίκιο.
Πολλοί θέλουν να αποδράσουν από τον κόσμο που ζούμε, άλλοι γίνονται μοναχοί κι άλλοι παίρνουν τα όπλα. Όμως δεν πάνε πουθενά.
Και τα δυό σκοτώνουν τη ζωή και τον έρωτα.
Τούτοι οι άνθρωποι σε τούτη τη μικρή πόλη είναι όλοι ερωτευμένοι μεταξύ τους. Τα παιδιά είναι ολονών παιδιά. Τα προβλήματα, μοιράζονται, οι χαρές πληθαίνουν.
Μία κοινότητα όλοι.
Το μεσημέρι προχωράει, ανοίγω τα μάτια, ήρθε ο σκύλος μου, με τραβάει να παίξουμε πάλι. Δεν είναι ο κόσμος όπως τον θες, γαυγίζει χαμογελώντας κι αυτός.

12 Ιουν 2020

Ότι με πλανεύει


Πιάνω τον εαυτό μου στην αμαρτία της πρόκλησης. Παρατάω το τσαπί και χρονοτριβούν τα μάτια μου, πότε σ' ένα λουλούδι της κολοκυθιάς και πότε στην επιρροή του Κόζιακα. Η βροχή τον έπλυνε, ο αέρας τον στέγνωσε και ο ουρανός του φόρεσε καπέλο δυό άσπρα σύνεφα. Σήμερα είναι πεντακάθαρος, βουνό που του αξίζει. Τι θα ήταν ο κάμπος δίχως αυτόν; Τρίκαλα χωρίς ποτάμι!
Αγιος ο τόπος τούτος. Έυφορος, υδροφόρος, σμίγει ο κάμπος με το βουνό και χάνεται στα βάθη του χρόνου. Για τιμωρία θα γράψω δέκα φορές, δεν παρασύρομαι στης φύσης τα κάλη.
Η φύση είναι η ανάσα μας. Η γη είναι η τροφή μας. Ο ήλιος είναι ο ζωοδότης όλων. Η βροχή το νερό κάθε φυσικού όντος. Η θάλασσα είναι τα πνευμόνια της γης. Ο αέρας ο ταχυδρόμος της καρδιάς.
Τα δέντρα αντιστέκονται στον θάνατο. Τα πουλιά η μουσική μας. Τα ζώα η παρηγοριά της μοναξιάς μας. Εν σοφία εποίησε ο πλάστης.
Η φύση είναι μέσα μας και θέλει σκάψιμο η γης για να καρπίσει.
Αλλο μη χασομεράς σε ότι σε γητεύε

11 Ιουν 2020

Συνάντησα τη ζωή


Η καλοσύνη χαραγμένη στο πρόσωπο, η καρδιά γεμάτη κατανόηση, το χαμόγελο η απάντηση. Το βλέπεις με τη πρώτη ματιά. Σπάνια η ζωή κάνει λάθος όταν ζωγραφίζει τη μορφή της ιστορίας. "Τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη"έλεγαν οι παλιοί. Οι μάσκες άρχισαν όταν αρχίσαμε να μιλάμε πολύ και για όλα. Ο κόσμος σε σύγχιση , το λέγειν ποτάμι. Το φαίνεσθαι σκότωσε το είναι. Και τη ζωή μας.
Πέρασαν τα ενενήντα. Έζησαν φτώχεια, πολέμους, θανάτους. Το πρόσωπο της γιαγιάς είναι ο καθρέφτης του παππού.Η νιαγιά δεν παίρνει τα μάτια της από πάνω του. "Έλα να σε φιλέψουμε ταξιδιώτη" οι πρώτες λέξεις τους, μόλις με είδαν κατάκοπο. Ένα σπίτι πέτρινο μικρό, δυό κάμαρες και κουζίνα. Κάθονταν στο πεζούλι, ηλιοβασίλεμα, νύχτωνε στο βουνό.
Ήμουν προετοιμασμένος όταν κίνησα για αυτή την περιπέτεια στο πυκνό δάσος. Εκείνο που δεν ήξερα πως ο Θεός κατεβαίνει στη γη στα πρόσωπα των ανθρώπων. Έμεινα τρεις μέρες μαζί τους. Συνάντησα την ζωή.

8 Ιουν 2020

Τα σπόρια και η κοπριά


Είμαστε όλοι μαζί, ποιοι; Ο θύτης και το θύμα, ο βολεμένος κι ο πεινασμένος, ο έμπορας και ο παραγωγός; Ένα σύντομο παραμύθι της κενόδοξης εξουσίας να ταΐζει με φαιδρά τσιτάτα τις μάζες. Κι όμως συγκινούν τα κατώτερα ένστικτα, εξυπηρετούν συμφέροντα, το υποσυνείδητο του φτωχού που ονειρεύεται να γίνει πλούσιος. Εκει στοχεύουν στο μυαλό, έλεγε η Γώγου. Η σκέψη, η δικαιοσύνη, η δημοκρατία των φυσικών όντων απουσιάζει και κρύβεται επιμελώς, ασύμφορο γαρ. Και αυτός είναι στόχος με όπλο την "παιδεία", ανταγωνισμός μέχρι τελικής πτώσης. Και το πετυχαίνουν, ο Τράμπ στην Αμερική, ο Ερντογαν στην Τουρκία, ο Μήτσος και ο Τάκης στην Ελλάδα.
Τα γράφω όλα αυτά, γιατί κάποτε απορούμε πως έφτασε ο κόσμος εδώ. Προσπαθώ να καταλάβω τι κατάλαβα στη ζωή μου. Γιατί; Γιατί οι μισοί γκρεμίζουν ότι κτίζουν οι άλλοι μισοί; Η βιτρίνα του αδηφάγου καταναλωτισμού έχει γκρεμισθεί ήδη. Μένει να γκρεμοτσακιστεί ο ίδιος και αυτό το ξέρουν και οι υπηρέτες του, αργά ή γρήγορα θα γίνει.
Ως τότε εμείς που δεν είμαστε καν της μεσαίας τάξης, με τις ενίοτε γραβάτες που λέει κι ο Μήτσος, ας ζήσουμε στον κόσμος μας. Ιδέα δεν έχουν πως οι άνθρωποι αφήνουν ίχνη πίσω τους και σπόρους. Ας πούμε ότι αυτοί αφήνουν την κοπριά. Χρήσιμη για να φυτρώνουν τα σπόρια.

4 Ιουν 2020

Το μεγάλο σπίτι


Χώμα, πέτρα και ξύλο είναι τα υλικά μου. Το νερό και ο ήλιος οι συνεργάτες μου. Ένα απέριττο σπίτι το μεγάλο μου όνειρο.
Ένας άγνωστος ζωγράφος άπλωσε τα πινέλα και τις μπογιές του στη μέση του χωραφιού. Μου είπε πως ήρθε χαράματα να ζωγραφίσει τη μέρα. Ξαφνιάστηκα ευχάριστα όταν ήρθα. Θέλει λέει να αποδώσει την ελευθερία της φύσης. Φοράει ένα ινδιάνικο καπέλο και δουλεύει τραγουδώντας.
Κτίζω ένα σπίτι να τα χωράει όλα. Την ομορφιά της απλότητας, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, το δίκιο της φύσης, την μορφή κάθε όντος, τον έρωτα και την αγάπη.
Ρίχνω κλεφτές ματιές στο καβαλέτο του ζωγράφου. Διακρίνω το σχήμα του αέρα, το χρώμα της αγάπης, τη διαύγεια της σκέψης κι ένα μπλέ σύννεφο.
Πλάθω τη λάσπη και κτίζω τις πέτρες. Το σπίτι μεγαλώνει. Μπαίνω μέσα, με χωράει σε στάση εμβρύου. Του δίνω κι άλλη προοπτική. Κτίζω ακατάπαυστα ένα δικό μου σπίτι, το μεγαλώνω κι άλλο. Σκέφτηκα το πέλαγος των τραγουδιών, τις στιγμές ευτυχίας, την θλίψη του κόσμου, τα αδιάβαστα βιβλία. Ύστερα σκέφτηκα και Σένα.
Ο ζωγράφος υπογράφει τον πίνακα. Τον παρατάει και φεύγει.
"Για σκεπή" είπε.

2 Ιουν 2020

Η πηγή

 

Πυροτέχνημα της στιγμής το κείμενο, αστραπή του καλοκαιριού ένα ποίημα, βότανο για την πληγή είναι το τραγούδι. Ελαφρύ αεράκι στον καθαρό ουρανό είναι η μέρα. Μα εγώ ξέρω μια πηγή που δεν στερεύει χρόνια τώρα. Πήρα τον δρόμο να τη συναντήσω. Ξέρω είναι εκεί, ανάμεσα σε έλατα και φτέρες, κρυμμένη στο δάσος της γης, αμόλυντη και αιώνια. Περπατάω την ανηφόρα, ο δρόμος είναι μακρύς, πρόσκληση και πρόκληση ζωής, κρατάει καιρό. Πέφτω και σηκώνομαι, ξανακυλάω και πάλι ξεκινάω απ' την αρχή. Πάνε χρόνια που ξεκίνησα κι ακόμα είμαι εδώ. Τελευταία φορά που έσκυψα στο νερό της ήμουν παιδί. Μετά χάθηκα. Χάθηκα στη ζωή μου και στις ζωές των άλλων. Περπατάω μερόνυχτα μες τ' όνειρο να τη συναντήσω πάλι. Μικρά ρέματα και μεγάλα ποτάμια με παρασύρουν, τα βάζω με το Θεό, τόσο ψηλά την έφτιαξε. Φαντάσματα, κεραυνοί, άγρια σκυλιά που χύνονται πάνω μου, πληγές το σώμα μου. Στο δρόμο συναντώ τους νεκρούς, αυτούς που έφυγαν παλιά κι αυτούς που έφυγαν χτες. Πορεύομαι μαζί τους, νεκρός.