31 Οκτ 2018

Εμείς και η φύση


Ο φύλακας με οδήγησε σ' ένα μικρό σπίτι από πέτρα και ξύλο. " Εδώ θα μείνεις μέχρι να φτιάξουμε το δικό σου σπίτι. Πάνω στο τραπέζι θα βρεις όλα όσα καθορίζουν την κοινή μας συμβίωση εδώ. Στο ψυγείο υπάρχουν τρόφιμα. Μπορείς να ξεκουραστείς τώρα, καταλαβαίνω την ψυχολογία σου και την κούραση να φτάσει κανείς ως εδώ"
Το σπίτι μου θύμισε το σπίτι που μεγάλωσα στο χωριό. Όλα λιτά και φωτεινά. Στο δωμάτιο ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και το τζάκι. Μια μικρή ξύλινη ντουλάπα γεμάτη ρούχα. Στον τοίχο ένας πίνακας με μια γυναίκα που κρατούσε μια ανθοδέσμη από στάχυα σιταριού. Έπεσα στο κρεβάτι με τα ρούχα, πήρα απ' το σάκο μου το μοναδικό βιβλίο που είχα μαζί μου, διάβασα δυό σελίδες και με πήρε ο ύπνος. Ήμουν άυπνος και ταλαιπωρημένος από μέρες.
Ξύπνησα την άλλη μέρα το πρωί,-όταν ο ήλιος γέμισε με φως το δωμάτιο.
Έβγαλα τα παπούτσια και τα βρώμικα ρούχα και πήγα στο μπάνιο. Όλα μύριζαν το άρωμα της φύσης. Ήμουν γυμνός, ανάλαφρος. Έτοιμος να ζήσω μια άλλη ζωή. Μια ζωή που ακόμα δεν ήξερα πολλά. Ήξερα μόνο από διαβάσματα και συζητήσεις. Ήμουν στον τόπο που επιθυμούσα, στον τόπο που περίμενα χρόνια.
Ο ήλιος ζέσταινε τη μέρα, απέναντι το δάσος με τα έλατα έδινε όλο το οξυγόνο που ήθελα.
Μια άλλη μέρα άρχιζε, σ' έναν άλλο κόσμο.
Εμείς και η φύση!

31 Οκτωβρίου 2018

29 Οκτ 2018

Μια άλλη χώρα


Μετά από τρία μερόνυχτα βάδην μέσα στο πυκνό δάσος, βρέθηκα σε μια άλλη χώρα.
Χάραζε ο ήλιος όταν ανέτειλε ένας καινούριος κόσμος μπροστά μου. Μετά τα δύσβατα βουνά, μια μεγάλη κοιλάδα φύτρωνε σαν ζωγραφιά παιδιού, στα έκπληκτα μάτια μου. Απαλό πράσινο έντυνε μια μεγάλη κοινότητα, με χαμηλά σπίτια και μεγάλους δρόμους. Κατεβαίνοντας απ' το βουνό, έβλεπα τα τζάκια να καπνίζουν, άκουγα σκόρπια γαυγίσματα σκύλων. Ένα ελαφρύ στρώμα πάχνης έπαιζε με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου.
Συναντώ τον πρώτο άνθρωπο. Είναι ο φύλακας της κοινότητας. "Αν μπεις στη κοινότητα θα μείνεις για ένα χρόνο, δεν θα μπορείς να φύγεις. Μετά θα αποφασίσεις αν μείνεις εδώ ή αν θα φύγεις. Υπάρχουν κανόνες και εδώ, που πρέπει να αποδεχτείς αφού μπεις στην κοινότητα"
Ήμουν τόσο απογοητευμένος από τον κόσμο της κατανάλωσης και της αλλοτρίωσης και τόσο γοητευμένος απ' τη γαλήνη του τοπίου, είπα δίχως δεύτερη σκέψη, θα μείνω.
Για ένα χρόνο θα είμαι πια εδώ. Θα σας γράφω.


29 Οκτωβρίου 2018

27 Οκτ 2018

Ονειροπλάστης


Ανακατεύω τις λέξεις με το χώμα. Έτσι κτίζω τα όνειρα. Πάνω στα δέντρα κελαηδούν πολύχρωμα πουλιά. Με συντροφεύουν βουνά και δάση. Η μνήμη βοηθάει ακατάπαυστα. Ένα καλύβι, ένα τραγούδι, ένα βιβλίο. Ένας έρωτας.
Εντάξει, ποτέ δεν είμαι μόνος. Ο ήλιος περπατάει μαζί μου, τη νύχτα κάνω βόλτες αγκαλιά με το φεγγάρι. Τ' άστρα ο χορός.
Ποτέ δεν ήμουν μόνος. Ζούσα μες στ' όνειρο. Όταν ερχόμουν καμιά φορά στη πραγματικότητα, με τσάκιζε η μοναξιά. Και οι εδήσεις του κόσμου. Ο πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ. Άνθρωποι με κομένα κεφάλια, παιδιά χωρίς χέρια, ηρωικά και πένθιμα εμβατήρια οι δρόμοι. Παρελάσεις μετά δόξαζαν την αντίσταση στον πόλεμο. "Αν χρειαστεί, πάλι θα γίνουμε ήρωες". Έλεγα καλύτερα να μη χρειαστεί. Όχι άλλους ήρωες. Ανθρώπους θέλουμε για ζωή. Συνηθισμένους και καθημερινούς.
Και μετά έφευγα πάλι μες τ' όνειρο.
Ήθελα να ζήσω. Όση ζωή μου ανήκει.
Ακόμα παίρνω τις λέξεις και τις πλάθω με το χώμα. Ονειροπλάστης.



27 Οκτωβρίου 2018

24 Οκτ 2018

Η άκρη τ' ουρανού


Είναι μια περιοχή ανάμεσα στη χαρά και τη λύπη. Οι ποιητές την λένε χαρμολύπη. Μοιάζει σαν παλιό καντάρι, πάλλεται σαν εκρεμμές. Αδειάζει σαν στέρνα τη λύπη, γεμίζει με χαρά και αντίστροφα. Όλα μπερδεύονται εκεί σαν φθινοπωρινά χρώματα. Αναμιγνύεται η χαρά με τη λύπη. Απ' τη μια καλοκαίρι απ' την άλλη χειμώνας. Ανάμεσα το ποτάμι της χαρμολύπης κυλάει, άλλοτε στερεύει και άλλοτε φουσκώνει. Πότε περπατώντας, πότε κολυμπώντας πάμε απ' τη μια άκρη στην άλλη. Άγρυπνες σαίτες σημαδεύουν τον νου και την καρδιά, πέφτουμε στα θολά νερά, κολυμπάμε στα τυφλά, αναζητώντας τις άκρες. Η μία άκρη η ζωή, η άλλη ο θάνατος. Ακροβάτες στο σκοινί της αβεβαιότητας. Απ' τη μια το παρελθόν, απ' την άλλη το μέλλον. Εμείς στη δίνη της στιγμής. Διαγράφουμε κύκλους, απλώνουμε τα χέρια στις χειρολαβές. Το ποτάμι κυλάει στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Ευτυχής όποιος ταξιδεύει στο δρόμο της λευτεριάς. Όποιος φτάσει σώος απ' τα χτυπήματα ως την άλλη άκρη. Την άκρη τ' ουρανού.



24 Οκτωβρίου 2018

22 Οκτ 2018

Κίνητρο ζωής


Νοιώθω τα πόδια μου δεμένα, τα χέρια μου λυμένα απ' τους ώμους, το κεφάλι μου άδειο και ταυτόχρονα βαρύ. Ανοιγοκλείνω τα μάτια, το φως του ήλιου με τυφλώνει. Σωριασμένος στις ξερές φτέρες, ένα τσουβάλι κρέας και κόκκαλα.
Που είμαι; Πως βρέθηκα σε τούτο το ξέφωτο; Γύρω μου δάσος από έλατα, μια πέρδικα φτερούγισε μέσα στις φτέρες. Μικροί ήχοι, σαν να δίπλώνεις τσιγαρόχαρτο, από σαύρες και κλαδιά, βουίζουν στ' αυτιά μου.
Μια κηλίδα αίμα αποξηράθηκε πάνω στο παντελόνι μου. Τι έκανα; Πάλαιψα με κάποιον; Σκότωσα κάποιον άνθρωπο ή ζώο;
Ποιός είμαι; Μια μύγα στριφογυρίζει ενοχλητικά πάνω στο προσωπό μου. Δεν έχω χέρια να τη διώξω, κουνάω το κεφάλι. Διψάω. Ο ήλιος κατακόρυφα πάνω μου. Ιδρώνω. Δεν έχω καμία δύναμη. Ούτε μνήμη, ούτε σκέψη.
Αν δεν συνέλθω, θα μείνω εδώ. Μες τη θολούρα μου, η δύναμη της επιβίωσης.
" Φίλε μου θες δεν θες, αν δεν παλαίψεις θα πεθάνεις" Μπρεχτ.
Στριφογυρνάω πάνω στα χορτάρια. Καμία δύναμη.
Μετά το μεσημέρι ακούω βήματα να πλησιάζουν. Ένα χέρι με καλεί. " Έλα σήκω, πάρε δύναμη" .
Ένας γέρος, με άσπρα μακριά γένια και μακριά μαλλιά, έστεκε από πάνω μου. Έμοιαζε με τον παππού μου. Ήμουν δέκα χρονών όταν πέθανε. Έτρεξα να φωνάξω τον παπά να τον μεταλάβει, δεν τον πρόλαβε.
" Σήκω, δεν είναι καιρός να πεθάνεις. Φύτεψες τα δέντρα. Σε θέλουν να τα φροντίζεις, να τα ποτίζεις, να μεγαλώσουν"
Σηκώθηκα! Ανάλαφρος, αναγεννημένος, δυνατός.
Ο γέρος χάθηκε, το βουνό με το δάσος έγινε ένα απέραντο χωράφι με δέντρα, γεμάτα καρπούς.
Η Θεά Δήμητρα κρατούσε ένα ρόδι στο χέρι.
Όσο για μένα, ήθελα πάντα ένα κίνητρο ζωής.



22 Οκτωβρίου 2018 

18 Οκτ 2018

Μικρό σημείωμα


Όταν έφυγες, ήρθε η Τέχνη, παιδί της φαντασίας. Έρχεται πάντα να συμπληρώσει το κενό. Περιττή αναγκαιότητα ζυγώνει με λέξεις και χρώματα, χορεύοντας και τραγουδώντας. Ένα θλιμένο βιολί πάνω στην απουσία.
Στη φύση δεν βρίσκω κανένα λάθος. Στα έργα των ανθρώπων ατέλειωτος ο συνωστισμός.
Τότε που ζούσαμε, αρκούσαν τα νοήματα. Μια ματιά, ένα χάδι, ένα φιλί. 
Τώρα ούτε η Τέχνη μπορεί.
Ματώνει.
Μόνο στη φύση γίνονται θαύματα.




18 Οκτωβρίου 2018

17 Οκτ 2018

Το δάσος


Η πρόκληση ήταν μεγάλη. Όταν ανέβηκα στην κορυφή του Αι Λια, θαμπώθηκα απ' τα χρώματα του Οκτώβρη. Απλώθηκε μπροστά μου ένα τεράστιο πολυκεντημένο με ανείπωτα χρώματα τραπεζομάντηλο και με καλούσε στη πανδαισία της φύσης. Άδειασαν με μιας όλα τα σκουπίδια του μυαλού μου, ο ιδρώτας της ανηφόρας εξατμίσθηκε από το άρωμα του μικρού αέρα, άνοιξε μια ομπρέλα σκιάς, απ' το μοναδικό άσπρο σύννεφο ενός ανάλαφρου γαλάζιου ουρανού. Κάτω χαμηλά τα πράσινα νερά του Αχελώου αιώνια άστραφταν και βούιζαν τους αρχέγονους μύθους. Δεν θέλει πολύ ο ανθρωπος να αφεθεί στην πλάνη της ομορφιάς, να χάσει τη λογική του χρόνου και να χαθεί στα μονοπάτια της περιπέτειας. Ψηλά πάνω σκούρα πράσινα έλατα ακούμπαγαν την άκρη τ' ουρανού.
Πήρα το πρώτο μονοπάτι και προχωρούσα ανάμεσα σε φουντουκιές, καρυδιές, κρανιές, κέδρους, πλατάνια δίπλα σε μικρά ρέματα, ανάμεσα σε παρατημένα κτήματα και γκρεμισμένα πέτρινα σπίτια. Εδώ παλιά βούιζε ο τόπος από ζωή. Κοπάδια από πρόβατα, άνθρωποι και σκυλιά, σφυρίγματα απ' την μια πλαγιά στην άλλη. Τώρα ούτε ψυχή ανθρώπου, ούτε ζώου.
Ξεκουράστηκα στον εναπομείναντα κορμό μιας κερασιάς, που ήξερα από παιδί. Αν γύριζα πίσω δεν θα είχα πρόβλημα. Παραπάνω άρχιζε το ατέλειωτο δάσος με τα έλατα. Σαν μαγεμένος συνέχισα να περπατάω τον δρόμο για την κορυφή. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ' το βουνό. Η λογική μου έλεγε πως πρέπει να επιστρέψω. Δεν είχα τίποτα μαζί μου. Ποιά ακατανίκητη δύναμη μ' έσπρωχνε στο δάσος στη δύση του ήλιου; Όταν υπερβαίνεις τα όρια, αρχίζει το ρίσκο. Μετά πληρώνεις το τίμημα.
Αντί να αποχωρώ, εισχωρούσα κι άλλο. Όπως ο χαμένος στη ρουλέτα. Όπως η Ελλάδα στην Ευρώπη. Ούτε ρούχα, ένα μαύρο μακό φορούσα, ούτε τροφή, ούτε νερό, ούτε φακό. Ούτε μονοπάτι πια. Στο σκοτάδι.
Μύριζε έλατο. Είχα ναρκωθεί απ' τη μυρωδιά. Από τότε που είπα δεν φοβάμαι τίποτα κινδύνεψα πολλές φορές. Ζει ο άνθρωπος όμως δίχως τον φόβο;
Και περπατούσα μόνος μου μέσα στη νύχτα. Άκουγα τα βήματά μου πάνω στις ξερές φτέρες, σε σπασμένα κλαδιά. Άκουγα τον ανάλαφρο μακρόσυρτο κυματισμο του αέρα ανάμεσα στα έλατα. Ούτε φεγγάρι, ούτε αστέρια. Πηχτό σκοτάδι, που έγινε πίσα όταν κλώτσησα ένα μαύρο πράμα, σαν σκυλί που κοιμόταν. Ακούστηκε ένα πουφ και δεν έβλεπα την μύτη μου. Χάθηκα μέσα στη νύχτα. Δεν φοβήθηκα. Ούτε οταν οι κορμοί απ' τα έλατα μου φάνηκαν μαυροφορούσες γυναίκες. Μεσάνυχτα και κάτι νόμιζα. Εψαχνα ένα ξέφωτο. Το φεγγαρι, λίγο φως. Και περπατούσα. Απόκαμα όταν πέρασε ένας αντάρτης πάνω στ' άλογο, κρατώντας το όπλο του που έβγαζε φωτιές και φώτιζε το σκοτάδι. Έγιναν πολλές μάχες σε τούτα τα βουνά. Οι Γερμανοί, ο εμφύλιος. Μ' άρπαξε πάνω στ' άλογο και με πέταξε σαν σακί στο πρώτο ξέφωτο. Οι ήρωες που έγιναν φαντάσματα μιλάνε με τη σιωπή πιά. Λέξη δεν είπε.
Με πήρε ο ύπνος, δεν ξέρω τι απέγινα.
Όταν ξύπνησα ο ήλιος είχε θρονιαστεί στον ουρανό. Δίπλα μου ένας ελέφαντας με κοιτούσε έκπληκτος. Κι εγώ εκείνον. Ελέφαντας εδώ πάνω;
Του είπα καλημέρα. Ανταπέδωσε.
Ζούμε σ' έναν κόσμο που όλα συμβαίνουν, σκέφτηκα.


17 Οκτωβρίου 2018

13 Οκτ 2018

Η λεύκα


Στέκεται λυγερόκορμη και με κοιτά. Τα πράσινα μάτια της καρφώνουν τα δικά μου. Ελαφρός κυματισμός του Οκτώβρη, μια στο χειμώνα και μια μια στο καλοκαίρι. Απλώνει τα στήθη της, γυναίκα υγρή, πάνω στο κορμί μου. Τα τρυφερά της φύλλα, χέρια απαλά, χαιδεύουν τ' άσπρα μαλλιά μου. Γέρνω την πλάτη μου στο κορμί της και με διαπερνά απροσδιόριστη ευτυχία. Πόσο μικρός νοιώθω στις ρίζες της. Αυτή θεόρατη συνομιλεί μυστικά με τα σύννεφα. Άκουσα τους ψιθύρους της πριν. Καθάρισε ο ουρανός. Ζέστανε η μέρα. Ο ήλιος ασημίζει τα φύλλα της. Αγκαλιάζω το κορμί της κι χωρίς να το καταλάβω τα μάτια μου τρέχουν δάκρυα.
Σ' ένα απέραντο λιβάδι μόνοι μας. Εγώ και η λεύκα. Ερωτευμένοι.



13 Οκτωβρίου 2018

11 Οκτ 2018

Οι λέξεις


Από χρόνια μάζευα λέξεις. Είχα ένα μικρό μπαούλο, προίκα της μάνας μου, για κουμπαρά. Κάθε φορά που με συγκλόνιζε κάποια την πέταγα μέσα. Λέξεις απλές, όπως μολύβι, κοχύλι, μελάνι καζάνι, λάθος, πάθος, πόνος, χαρά, ίσως, αρχή, τέλος και άλλες τέτοιες. Όποτε είχα χρόνο τις άπλωνα στο πάτωμα και έπαιζα με το παιδί μέσα μου. Έφτιαχνα ολόκληρες προτάσεις, άλλοτε και μικρές ιστορίες. Όσες ξεθώριαζαν τις πέταγα. Ποτέ δεν θυμάμαι γεμάτο το μπαούλο. Το καζάνι μου θύμιζε το στρατό, τη φασολάδα και τη λάντσα. Πέταμα. Μια φορά πέταξα και τον έρωτα, είχα απογοητευτεί με την Αναστασία. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, να κοιμηθώ, να φάω. Κι αυτή ανένδοτη. Σε κάποια άλλη φάση την ξαναέγραψα. Ζεις με την λογική μόνο;
Με τα χρόνια πέταξα πολλές. Δεν ήθελα να παλιώσουν, να σκονιστούν, να καταχωνιαστούν όπως οι κασσέτες, οι δίσκοι και τα cd.
Σήμερα τις πέταξα όλες. Κράτησα τρεις. Δεν ήξερα κι αυτές τι να τις κάνω. Τότε ήρθε η ιδέα να τις φυτέψω στο χωράφι. Φύτεψα στην μία άκρη την ελευθερία και στην άλλη την γαλήνη. Στη μέση φύτεψα τη φύση. Μετά τις πότισα, όπως όταν φυτεύω τα δέντρα. Ο ήλιος έδυε στον Κόζιακα εκείνη την ώρα. Το χρώμα του ροδιού, ομόρφυνε όλη τη γη.

11 Οκτωβρίου 2018

7 Οκτ 2018

Ένας άλλος κόσμος


Δεν του άρεσαν πια τα πολλά λόγια. Τον κούρασαν μέσα στα χρόνια. Ονειρεύτηκε πολύ, μίλησε πολύ, διαψεύστηκε περισσότερο. Παλιότερα δεν είχε πρόβλημα με τα ογκώδη βιβλία. Τώρα μετράει τις σελίδες πριν ξεκινήσει κάποιο. Όσο τα χρόνια περνούν ο χρόνος γίνεται επιλεκτικός, πανάκριβος. Ο χρόνος ένα πολύτιμο λάστιχο, σοφός για να χωρέσει τη ζωή μας. "Είναι κάποια κείμενα, σαν αργεντίνικα λεμόνια, να στίβεις εκατό σελίδες, για να απομείνει η μία" είπε. Δηλαδή αγαπάς την ποίηση, του απάντησα.
"Όχι. Αγαπάω μόνο το ζουμί της ποίησης, την αληθινή ποίηση που κινείται στο.δρόμο του φεγγαριού".
Δεν τον καταλάβαινα πάντα όταν συζητούσαμε, τον θεωρούσα και λίγο σνομπ. Δεν ήταν αυτό που νόμιζα όμως. Όταν τον γνώρισα καλύτερα κατάλαβα την αποθέωση του απέριττου. Ζει σ' ένα κοντινό κτήμα στο χωράφι που εργάζομαι, σ' ένα μικρό σπίτι που το έκτισε μόνος του με τα διαβασμένα βιβλία του. Η σκεπή του είναι από καλάμια και το πάτωμα χώμα. Είναι επιλογή του, όχι ανέχεια. Τι θα πει ανέχεια στον Οδυσσέα; Αυτός έκανε τα μεγαλύτερα ταξίδια, έζησε πάμπλουτος στο νου και στην ψυχή, μες την ιστορική σοφία του κόσμου.
Μια ηλιόλουστη Κυριακή σήμερα, πήγα στο κτήμα του. Πίναμε τσίπουρο και λέγαμε ιστορίες. Ολόγυρα ο Κόζιακας, τα Χάσια, τα Μετέωρα. Ένας άλλος κόσμος. Πρωτόγονα ευτυχισμένος.



7 Οκτωβρίου 2018

3 Οκτ 2018

Το κενό δοχείο


Δεν αισθάνομαι τίποτα. Ούτε χαρά, ούτε λύπη. Δεν πιστεύω τίποτα. Ούτε θεό, ούτε άνθρωπο. Δεν ξεχωρίζω το καλό απ' το κακό. Ένα κουφάρι αποξηραμένου κορμού. Είμαι μια βιβλιοθήκη χωρίς βιβλία, ένα ποτάμι δίχως σταγόνα νερό. Είμαι η στάχτη απ' τα ιδανικά της ουτοπίας, απ' τα όνειρα των νέων ανθρώπων.
Είμαι ένας άνθρωπος μηχανή. Χιλιάδες αριθμοί το μυαλό μου.
Το όπλο μου γεμάτο με αληθινές σφαίρες. Είμαι η εξουσία κάθε ανθρώπινου και έμβιου όντος. Γυρνάω αδέσποτο σκυλί στους δρόμους. Είμαι το απόλυτο κενό. Κίνδυνος, θάνατος, πάνω στο στύλο της ΔΕΗ. Ένα άδειο δοχείο. Από ένα απροσδιόριστο μέλλον. Γεννήθηκα από ένα εμπόλεμο παρελθόν. Κατά σύμπτωση ζω στο τώρα.



3 Οκτωβρίου 2018