11 Μαΐ 2020

Ελευθερία


Στην αρχή άκουσα τη φωνή της, βοήθεια. Ξεπρόβαλε μέσα απ' το ποτάμι με τα αιωνόβια πλατάνια. Είχα ακουμπήσει στη ρίζα μιας κερασιάς, ξαπόσταινα στον ίσκιο της. Έρχονταν ανήμπορα κοντά μου, πετάχτηκα κι εγώ. Γεμάτη πληγές, το φόρεμά της κουρέλι, μόνο τα μάτια της έλαμπαν, ξεχώριζε πάνω της το στητό στήθος της. Ήταν μια όμορφη γυναίκα, φανερά ταλαιπωρημένη. - Κρύψε με, φυλαξέ με, με κυνηγούν, είπε με φωνή δυνατή και καθάρια. Δεν έχουμε καιρό, έρχονται. Αν με σκοτώσουν θα πεθάνει ο κόσμος.
Την άρπαξα και την πήγα στην κρυψώνα, που έντεχνα ετοίμασα για κάθε ενδεχόμενο, στον κορμό του πιο αρχαίου πλάτανου. Να
χτυπιούνται εδώ κανείς δεν μπορεί να διακρίνει τις γραμμές της πόρτας, ούτε καν εγώ που την έφτιαξα. Πες μόνο το όνομά σου, της είπα. - Η Ελευθερία είμαι.
Όταν βγήκα στον χωματόδρομο άκουσα το ποδοβολητό των αλόγων. Δυό πάνοπλοι αστυνομικοί σταμάτησαν μπροστά μου. - Την είδες, πέρασε απο δω μια γυναίκα με φονικά μάτια; - Δεν είδα τίποτα, εδώ μόνο η γης κι εγώ είμαι. - Λες αλήθεια; - Είναι και το ποτάμι, τα πλατάνια, τα πουλιά, ο ουρανός, απέναντι τα βουνά, τη νύχτα έρχεται και το φεγγάρι.
Με αγροιοκοίταξαν, τράβηξαν τα χαλινάρια κι έφυγαν.
Πήγα κοντά στην κρυψώνα και της ψυθίρισα, έφυγαν.
Δεν απάντησε. Άνοιξα την αόρατη πόρτα.
Η κρυψώνα ήταν άδεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου