21 Απρ 2020

Το σπίτι στο χωριό


Βρέχει απαλά, τρυφερά να ποτίσει το χώμα, στην καρδιά της Άνοιξης.
Ένα παλιό πέτρινο σπίτι στέκει στην άκρη του βουνού, αγναντεύει τον κάμπο. Μοναχικό, ερειπωμένο, κλειδωμένο στη νοσταλγία κάποιας άλλης εποχής. Δύο κάμαρες, ένα τζάκι, ασφαλιστά παράθυρα, γέννα και θάνατος, γέλια και πόνος, όνειρα και απογοήτευση. Δακρύζει στην ιστορία του κι ύστερα πάλι αναφωνεί, εδώ θα μείνω, γελαστό, καρτερικό, ονειρεμένο. Το σπίτι μιλά με το βουνό. Εκείνο χαμηλώνει και ψυθιριστά αναπολούν τα περασμένα. Έκλαιγε σήμερα το βουνό για εκείνη την ημέρα. - Τους άφησα απάνω μου να γράψουν σύνθημα ντροπιαστικό, καήκαν τα κλαδιά μου, ντράπηκε η χώρα μου. Πέρασαν επτά χρόνια να αναγεννηθώ και να ανασάνω πάλι. - Σώπα μη κλαίς, έτσι είναι οι άνθρωποι, πόσες φορές μας ρήμαξαν κι ακόμα μας ρημάζουν.
Ο κάμπος ψήλωσε κι αυτός, άκουγε τους ψιθύρους. Ορθώθηκε μπροστά τους. - Όσες φορές κι μας χτυπούν, τόσες θα τους γελάμε. Εμεις κρατάμε τη ζωή, τον ήλιο, το φεγγάρι.
Σπίτι, κάμπος και βουνό αγκαλιαστήκαν στο χορό της Άνοιξης και της βροχής. Τραγούδησαν όλοι μαζί για τ' αστέρια, τα πουλιά και τα δέντρα. Αυτά που δεν μπορεί κανείς να μας τα πάρει, έπαιζε η ορχήστρα της φύσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου