11 Απρ 2020

Η λογγά


Ο παππούς και η γιαγιά ήταν νέοι κι ερωτευμένοι τότε. Έκτισαν ένα πέτρινο σπίτι δίπλα στον Ασπροπόταμο. Ήταν όμορφη και γόνιμη εκείνη η πλαγιά που διάλεξαν να ζήσουν. Δυό ώρες δρόμος με το μουλάρι να φτάσεις στο χωριό. Έπρεπε να πάνε στο χωριό να παίρνουν σπίρτα κι αλάτι στο μονοπώλιο. Είχαν αυτάρκεια σε όλα. Πρόβατα, κατσίκες, κότες, κουνέλια, πέστροφες απ' τον Αχελώο, τσάι απ' το βουνό. Ο παππούς κι η γιαγιά είχαν τον πιο ωραίο κήπο που είδα στη ζωή μου. Κληματαριές, οπορωφόρα δέντρα, καρυδιές, φουντουκιές και μια άσπρη βοκαμβίλια ως το μπαλκόνι τους. Τριαντάφυλλα και ζουμπούλια, ντάλιες με όλα τα χρώματα. Ο παππούς ήταν ωραίος και δυνατός άντρας, η γιαγιά ψηλή και όμορφη. Μεγάλωναν πολλά παιδιά. Ξύπναγε στις πέντε το πρωί, ζύμωνε, έφτιαχνε πίτες και ύστερα ως το βασίλεμα σκάλιζε τον κήπο. Φασόλια, καλαμπόκια, πατάτες και ντομάτες. Η γιαγιά θα μπορούσε να ήταν μια καλή μανάβισσα. Όλα τα καλλιεργούσε στη γη, στο μυαλό, στην καρδιά. Ομως δεν ήταν. Δεν της άρεσε να πουλάει. Ούτε ζαρζαβατικά, ούτε αρχές. Ο παππούς είχε κι αυτός τις δικές του αρχές. Ήταν νομοταγής, στον ήλιο, στο φεγγάρι, στα ζωντανά και τη γης. Άλλες αρχές δεν λογάριαζε.
Ενα βράδυ είδα τη γιαγιά να μιλάει στο φεγγάρι. Κάτι του λεγε για τον Κωσταντή. Ήμουν μικρός δεν καταλάβαινα από ξενητιά.
Όταν πέθανε ο παππούς ακολούθησε και η γιαγιά. Την θυμάμαι να τον φιλάει νεκρό στο στόμα. Άφησε την τελευταία πνοή μέσα του.
Τους βάλανε στον ίδιο τάφο. Αγγαλιασμένους. Στη λογγά τους.
Τότε νομίζω πέθανα κι εγώ. Συνέχισα όμως να ζω. Είχα το όνομά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου