2 Ιουλ 2012

Επιτέλους τι θέλει η κυρία Θλιπς;

Νοιώθω ένοχα, αλλά όχι μετανοιωμένος. Χτες το ηλιοβασίλεμα τα χρώματα ήταν μεθυστικά, μόνο τα χελιδόνια κένταγαν. Ομορφιάς σιωπή του ουρανού. Μια παράδοξη ευφορία ψυχής στάλαζε στις κορυφογραμμές των βουνών. Τα πόδια μου πλατσούριζαν στην πισίνα της βεράντας, είχα βουλώσει τα δυό λούκια. Διάβαζα την ειλικρίνεια του Ραπτόπουλου και σιγοτραγουδούσα την υψηλή τέχνη της αποτυχίας. Τσακίζει κόκαλα αυτό το βιβλίο. Και ξαναγεννάει τη σκέψη.
Τότε ήταν που δεν άντεξα. Την άκουσα πάλι να μοιρολογάει, όπως στις κηδείες. Έβλεπε ειδήσεις. Πετάχτηκα πάνω, πήρα ένα σεντόνι που είχε στα πόδια της, το έκανα λωρίδες, τις έδεσα τα χέρια πίσω, μετά τα μάτια, μετά τα πόδια, την πήρα αγκαλιά 52 κιλά είναι όλα κι όλα και την κατέβασα στο υπόγειο. Στο υπόγειο είναι η κάβα με τα κρασιά, τα βιβλία που με σημάδεψαν, ένας πίνακας του Νταλί, κλεμμένος από το Μουσείο της Νέας Υόρκης, και μια ψάθινη καρέκλα παλιού καφενείου.
Την έβαλα πάνω στην καρέκλα, και την έδεσα μαζί της. Η κυρία Θλιπς είχε χλομιάσει, κοντά στα εβδομήντα, τη φοβήθηκα.
Την έχω στο σπίτι εδώ και τρία χρόνια, όταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ την είδα να ψάχνει στα
σκουπίδια του απέναντι σούπερ μάρκετ και της έπιασα κουβέντα. Ευγενική, από ξεπεσμένη αρχοντική οικογένεια. Νησιώτισσα, κυματούσα, θα σας πω άλλη φορά πως ξέπεσε στην στεριά. Ολομόναχη.
Τα τρία αυτά χρόνια υπήρξε μια αρμονική συμβίωση, με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Ή πόλεμος ή συμβιβασμός. Προτίμησα τον συμβιβασμό. Αρμονική;.. τρόπος του λέγειν.
 Η κυρία Θλιπς δεν έκλεινε ποτέ το στόμα της. Μαγείρευε και μνημόνευε. Γαμώ τα μνημόνια, γαμώ τα. Άπλωνε ρούχα και σχολίαζε τα βρακιά. Ένα στόμα, δεν άφηνε κανέναν απ’ έξω. Ανοιχτές πόρτες, παράθυρα, να παίρνει αέρα το σπίτι, διάφανα όλα. Πανέξυπνη, διαβασμένη, όμως.
Όταν την άρπαξα χτες μουρμούριζε πάλι, μόνη της, γιατί οι Ισπανοί;-δεν έλεγε για το ποδόσφαιρο, σιγά που την ένοιαζε- γιατί οι Ιταλοί; εμείς γιατί; Να ασκήσουμε βέτο , να ασκήσουμε βέτο, φώναζε δυνατά μόνη της, λες και είχε αρχίσει ο αγώνας.
Το κλειδί απ΄ την πόρτα του υπογείου το κρατάω εγώ τώρα. Θα την αφήσω ανελέητα, να πεθάνει. Να ησυχάσω απ’ αυτή. Όταν διαπιστώσω τον θάνατό της, θα τη βαλσαμώσω. Και θα την αφήσω εκεί. Να τη βλέπω και να μην ξεχνάω.
Στους γείτονες θα πω ότι πήγε ταξίδι. Στη χώρα της φαντασίας.


Ταξιδευτής
2 Ιουλίου 2012



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου