17 Ιουλ 2012

Από παλιό ημερολόγιο

 Ήταν μια ασυνήθιστη μέρα. Το μεσημέρι επισκεφτήκαμε με τον θείο και τη θεία και τη μεγάλη μου εξαδέλφη το Μουσείο Πολιτισμού και Επιστημών, εδώ στη Νέα Υόρκη. Ο θείος ήταν όλο προτροπές. Το κήρυγμα του μπροστά στα πνευμόνια, ενός που κάπνιζε στη ζωή του και ενός που δεν κάπνιζε ήταν σοκαριστικό, όπως και η ζωντανή αναπαράσταση που έβλεπα. Δεν νομίζω ότι θα καπνίσω ποτέ στη ζωή μου. Το υποσχέθηκα στο θείο και στον εαυτό μου.
Ακόμα είμαι κατακόκκινος, από μια τυχαία κίνηση που έκανα άθελά μου. Στο πάνω όροφο του Μουσείου κι ενώ υπήρχε απόλυτη προσηλωμένη σιωπή, στα λόγια του ξεναγού, για την πρώτη προσσελήνωση του διαστημοπλοίου στο φεγγάρι, συνέβη αυτό που δεν περίμενα.
Κρατούσα ένα μικρό διαφανές πλαστικό κουτάκι με μικρές άσπρες καραμέλες μέντα, όταν ξαφνικά άνοιξε το μικρό καπάκι του και προσγειώθηκαν δυό τρεις στο διαφανές μαρμάρινο πάτωμα, τη στιγμή ακριβώς που ο  Νιλ Άρμστρονγκ άνοιξε την πόρτα της σεληνακάτου να πατήσει το πόδι του στη σελήνη. Η αμερικάνικη διαστημική αποστολή του  Απόλλων 11 επετεύχθη, ήταν 20 Ιουλίου 1969.
Δεν θυμάμαι να έχω κοκκινίσει άλλη φορά τόσο πολύ στη ζωή μου των δεκάξι χρόνων. Ο ξεναγός χαμογέλασε ελαφρώς, λες και έκανε ενός λεπτού σιγή στη στιγμή που περιέγραφε, οι καραμέλες χοροπηδούσαν στο  αστραφτερό πάτωμα σαν παλαβές, είχαν το περίεργο σχήμα που έχουν οι κάψουλες και συγχρονίστηκαν άψογα με το μάρμαρο, ώστε να κοκκινίσω εγώ, την ώρα που τα βλέμματα όλων στράφηκαν πάνω μου.
Όταν γυρίσαμε σπίτι το μεσημέρι η θεία έβαλε ηλεκτρική σκούπα, το επεισόδιο είχε ξεχασθεί, αλλά συνέβηκε άλλο. Είχα αφήσει δίπλα στο κρεβάτι τις κάλτσες μου και η ηλεκτρική σκούπα ρούφηξε μία. Η  ηλεκτρική σκούπα δεν ρούφαγε πια, η κάλτσα είχε σκαλώσει κάπου, ο θείος αναγκάσθηκε  ανοίξει όλους τους σωλήνες και μετά από έρευνα, η κάλτσα μου είχα καταλήξει στη σακούλα απορριμμάτων την οποία ανοίξαμε  μαζί με το θείο. Μέσα στη σακούλα τίγκα από σκόνη, ήταν η κάλτσα και ένα εκατοδόλαρο. Ο Θείος είπε ότι μου ανήκει, γιατί αν δεν είχα αφήσει την κάλτσα δίπλα στο κρεβάτι, ενώ συνήθως τις βάζουμε μέσα στα παπούτσια, τα εκατό δολάρια, που κάποια άλλη φορά ρούφηξε η σκούπα θα πήγαιναν στα σκουπίδια. Άρα καλώς άφησα τις κάλτσες δίπλα στο κρεβάτι. Αμείφθηκα με εκατό δολάρια.
Η μεγάλη ξαδέρφη μου ζήλεψε και μου έβγαζε τη γλώσσα έξω. Ποτέ ο μπαμπάς δεν μου έδωσε εκατό δολάρια, είπε. Και συνέχισε να γράφει ποιήματα. Όλοι οι νέοι νομίζουν ότι κάποτε θα γίνουν ποιητές. Πάω  κρυφά δίπλα της, την ώρα που γράφει και κρυφοκοιτάζω, όταν με καταλαβαίνει, αρχίζει το κυνηγητό ή το μπουγέλωμα.
Θυμάμαι κάποιους στίχους  που έγραφε το μεσημέρι, άγουροι, ρομαντικοί, ερωτικοί, μελαγχολικοί και ελπιδοφόροι.
Θα τους μαρτυρήσω, έτσι κι αλλιώς και να τους εκδώσει δεν θα έχουν καμία τύχη.
17 Ιουλίου

Αυτά που ελπίσαμε μας ανήκουν
ο ήλιος
η θάλασσα
η φύση
Αυτά που μας ανήκουν
                 θα τα παλέψουμε
Το καλοκαίρι είναι δικό μας
                  τους χαρίζουμε την αλμύρα του ήλιου
Θα περπατήσουμε μόνοι
                 είμαστε λεύτεροι

Πήγα και της έκανα το λ  δ και όταν το είδε με κυνηγούσε μ’ ένα ποτήρι νερό. Έχω βρει όμως τον τρόπο να την καλοπιάνω. Της μεταφράζω τους στίχους από ελληνικά τραγούδια και δακρύζει.

Ταξιδευτής
17 Ιουλίου 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου