16 Ιουλ 2012

Ήταν η πιο κρύα μέρα του χειμώνα

Ξημέρωνε Χριστούγεννα. Το χιόνι έπεφτε πυκνό όλη νύχτα, τα κρύσταλλα κρέμονταν σταλαγμίτες απ’ τα κεραμίδια. Σηκώθηκα πρωί και άναψα το τζάκι. Τυλίχτηκα με μια κουβέρτα και είπα ''ο δρόμος για τον παράδεισο είναι μακρύς''. Μια εφηβική ιστορία της Μαρούλας Κλιάφα που ξαναθυμήθηκα σήμερα, την πιο καυτή μέρα του καλοκαιριού.Σήμερα που πήρα την απόφαση να εξομολογηθώ την δικιά μου ιστορία. Παράλληλες ιστορίες.
Ποτέ δεν γνώρισε από κοντά η μία φίλη την άλλη, παρά μέσα απ΄ την αλληλογραφία. Η έφηβη της Αθήνας τα είχε όλα, άνετο σπίτι με πιάνο και βιβλιοθήκη, με πολλούς φίλους και πολλά πάρτυ, εκδρομές τα σαββατοκύριακα και κολλητά τρυπημένα τζην. Η έφηβη της επαρχίας δεν είχε τίποτα. Ο μπαμπάς της οικοδόμος, πότε είχε δουλειά πότε δεν είχε, το σπίτι φτωχικό και το σχολείο και οι φίλες της αγνά χαμόγελα. Η μία ζήλευε τη ζωή της άλλης. Το έβλεπες τώρα καθαρά όσο προχωρούσε η ιστορία, η αλληλογραφία.

Σήμερα αποφάσισα να πω την αλήθεια. Η αποκάλυψη στα μυθιστορήματα συνήθως γίνεται στο τέλος. Σπάνια ο δολοφόνος φανερώνεται απ’ την αρχή στα αστυνομικά, η μαστοριά του συγγραφέα χρειάζεται να πολλαπλασιασθεί τότε, ώστε να κτίσει τον σκελετό και την πλοκή.
Είμαι στο φεις από τότε που καθηλώθηκα σ’ αυτό το αναπηρικό καροτσάκι. Τρία σχεδόν χρόνια από κεινη την εφιαλτική νύχτα. Γυρίζαμε μεθυσμένοι αργά τη νύχτα με τη γυναίκα μου, άνοιξα πρώτος την πόρτα του ασανσέρ και βρέθηκα στο κενό. Στο δεύτερο υπόγειο, δεν θυμάμαι τίποτα, παρά μόνο απ’ τις αφηγήσεις της γυναίκας μου ξέρω πλέον, γιατί δεν έχω το ένα πόδι και το ένα χέρι. Πολύ λίγα πράγματα θυμάμαι απ΄ την προηγούμενη ζωή μου. Η γυναίκα μου με εγκατέλειψε ένα χρόνο μετά. Για ένα πολύ νεώτερο μου. Αρτιμελή σωματικά και ψυχικά. Είχαμε είκοσι χρόνια διαφορά. Παιδιά δεν είχαμε. Τώρα κοντά στα εβδομήντα δεν έχω άλλη επαφή με τον κόσμο, παρά με την κυρία Κούλα που με φροντίζει και το φεις, να επικοινωνώ ισοδύναμα με τους φίλους, που πάντα ήταν η μεγαλύτερη αξία στη ζωή μου. Οικονομικό πρόβλημα δεν είχα ποτέ, ούτε και τώρα. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος αρωματικών φυτών για την φαρμακοβιομηχανία, η μάνα μου, κυρία της υψηλής κοινωνίας που δεν δούλεψε ποτέ, σαν δικηγόρος που σπούδασε. Τα έσοδά μου από τα ακίνητα και τώρα ξεπερνάν τα 500.000 ευρώ το χρόνο. Κοντεύουν όσο της Λεγκέν.
Καμιά φορά κάθομαι και σκέφτομαι γιατί όλο αυτό το παραμύθι με τους διαδικτυακούς φίλους και απ΄ την αρχή δεν φανερώθηκα. Ίσως γιατί θα με εγκατέλειπαν κι αυτοί, όπως οι πραγματικοί μετά το ατύχημα, όπως και η γυναίκα μου. Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες, γράφει η φίλη μου συγγραφέας, σε κάποιο άλλο βιβλίο της για τους τσιγγάνους. Πόσοι από μας έχουν φίλους τσιγγάνους;
Όπως είμαι καθηλωμένος είχα το χρόνο να σκεφθώ. Αυτόν που δεν είχα πριν σε μια ζωή γεμάτη δράση και άνεση.
Γύρισα όλον τον κόσμο, αλλά πολύ λίγα πράγματα θυμάμαι πια. Μια μορφή αμνησίας ήρθε πακέτο με το ατύχημα. Τα ταξίδια πάντα τα λάτρευα και είχα την οικονομική δυνατότητα να τα κάνω. Ο μπαμπάς φρόντιζε πάντα το βιβλιάριο να είναι φουσκωμένο. Δεν θυμάμαι όμως πολλά, ούτε τα ταξίδια μου, ούτε τις ταινίες που είδα, ούτε τα βιβλία που διάβασα, ούτε τις πολλές γυναίκες που γνώρισα. Μια άνεση με τις γυναίκες την είχα πάντα, δεν έμαθα ποτέ αν ήταν λόγω πορτοφολιού και ακριβών αυτοκινήτων ή έστω και μία με είδε γυμνό στην έρημο και μ’ ερωτεύτηκε. Τη λέξη Αγάπη μου, την άκουσα όσες φορές και τη λέξη καλημέρα. Σαν πεθαμένη καλημέρα τη θυμάμαι, σε άλλες εποχές.
Το ότι σήμερα με τους 42 βαθμούς υπό σκιάν, θέλησα να ομολογήσω την αλήθεια στους λιγοστούς δικτυακούς φίλους εδώ, είναι αυτή η σκέψη που απ’ το πρωί με βασανίζει. Γυμνοί στην έρημο της ζωής μας, να κοιταχτούμε στα μάτια. Χωρίς το εξωτερικό περίβλημα, χωρίς ετεροκαθορισμούς.
Είναι ακόμα η ομορφιά της ζωής μέσα από τα μάτια ενός τυφλού, που διάβασα πριν λίγο στον τοίχο μιας φίλης.
Αυτή η εξομολόγηση της αλήθειας θα έχει συνέπειες, το ξέρω, αλλά δεν με νοιάζει πια.
Δεν το κρύβω ότι θα ήθελα να είμαι η έφηβη της επαρχίας, παρά η έφηβη της Αθήνας που τα είχε όλα, αλλά ήταν κι εκείνη σαν εμένα, πάνω σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι.
Είναι που τελικά η τέχνη είναι η προέκταση της πραγματικότητας, είναι που γράφουμε για ότι δεν μπορούμε να βιώσουμε στην πράξη.
Η κυρία Κούλα είναι ο μόνος ζωντανός άνθρωπος που επικοινωνώ, -εδώ και δύο χρόνια.
Χωρίς την κυρία Κούλα δεν θα ζούσα τώρα και χωρίς την κληρονομιά του μπαμπά, βεβαίως.

Ταξιδευτής
16 Ιολίου 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου