17 Ιαν 2021

Το κουτούκι

Ήταν ένα παλιό κουτούκι, δεν άλλαξε μες τα χρόνια, ερχόταν απ' τη δεκαετία του '60. Δέκα τραπεζάκια με μάρμαρο και ψάθινες καρέκλες, άναβαν οι λάμπες πετρελαίου και φώτιζαν τα πρόσωπα του Τσιτσάνη και της Νίνου, ήταν πολλοί στους τοίχους του, ο Καλδάρας, ο Βίρβος, ο Μητροπάνος, ο Κολοκοτρώνης, ο Σαμολαδάς και άλλοι. Το πρόγραμμα άνοιγε πάντα η Συνεφιασμένη Κυριακή, ένα μπουζούκι και μια κιθάρα. Το μενού του ήταν η μοσχαροκεφαλή και το κρασί του βαθύ κόκκινο. Όποιος δεν ήθελε μοσχάρι, μπορούσε να πάρει πατάτα καυτή. Παράξενη η ζωή, λιτός ο κυρ Αντώνης.  Κάθε στη γιορτή του φώναζε και κάποιον εξ Αθηνών. Το βράδυ εκείνο ήταν ο Κορακάκης.

Χιόνιζε. Φορούσες το κόκκινο παλτό και το χρυσό χαμόγελο. Μπήκαμε μέσα στις δέκα και φύγαμε ξημερώματα. Το τελευταίο τραπέζι για σας, γεμάτο το καπηλειό. Χόρευες όλη νύχτα, ανέμιζες σαν άσπρο μαντήλι. Ήθελα από κάπου να πιαστώ απόψε, σαν το πρώτο φθινόπωρο. Πιάστηκα από μια θύμηση παλιά, λένε το κόκκινο κρασί..

Το κουτούκι δεν υπάρχει πιά, ένα βράδυ στη γιορτή του  Αντώνη πάλι, πήρε φωτιά.  Νομίζω πως ο ίδιος την έβαλε. Έλεγε συχνά εκείνο το αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, πως  τα σκοτάδια θα γίνουν φως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου