20 Απρ 2018

H γιαγιά Ρηνούλα


Κάθεται στο κεφαλόσκαλο του πέτρινου σπιτιού και αγναντεύει τον ασπροπόταμο. Ακούει τη γαργαριστή βουή του πάνω από εκατό χρόνια. Στεγνωμένη απ' τα δύσκολα χρόνια της, δεν παραπονιέται για τη ζωή που έζησε. Λάμπουν τα πράσινα μάτια της όταν μιλάει για τα παιδιά της, τα εγγόνια και τα δισέγγονα που γέμισαν τη ζωή της. Σκύβει θλιμένα το κεφάλι και αναφέρει τον άντρα της, σαν να ζει. Ήταν ψηλή, αγέρωχη, όμορφη στα νιάτα της. Τα λουλουδάτα φουστάνια και ο κότσος στα μαλιά, η περπατησιά και το χαμόγελο, την έκαναν μισή γυναίκα και μισή θεά. Με τον Αντρέα, τους καμάρωνε όλο το χωριό. Επτά παιδιά μεγάλωσε και δύο της τα πήρε ο χάρος. Σε δύσκολα χρόνια. Είδε τους Γερμανούς να καίνε το χωριό και αδελφό να σκοτώνει αδελφό, στον εμφύλιο. "Εμένα οι αντάρτες δεν με πείραξαν. Τους έδινα ψωμί και τυρί και έφευγαν. Ζούσαμε με τον φόβο, εκείνα τα πέτρινα χρόνια. Αλλά είχαμε ελπίδα. Να ζησουμε. Να ειρηνέψει ο τόπος. Είχαμε τα πρόβατα, τις κότες, είχαμε κάτω στις λογγιές τους κήπους και τ'αμπέλια. Δεν μας έλειπε τίποτα. Ήμασταν ευτυχισμένοι. Γέμιζε το σπίτι φωνές κι αγάπη. Και ήμασταν δίκαιοι, τα μοιραζόμασταν όλα"
Η γιαγιά Ρηνούλα έκανε ελληνικό καφέ και έφερε γλυκό καρύδι. Και συνέχισε να μιλάει.
" Διαβάζω κι ακούω, πως ο κόσμος στις πόλεις τώρα έχει πολλά προβλήματα. Τι σόι πολιτισμός είναι αυτός; Τα έγραφε ο Όργουελ σ' ένα βιβλίο που διάβασα πριν χρόνια. Τι βαρβαρότητα είναι τούτη σήμερα;"
-Εσύ που τον ξέρεις τον Όργουελ γιαγιά;
- Εγώ παιδιά μου, έμαθα να διαβαζω στα εξήντα μου. Μόνη μου. Ήθελα τόσο πολύ να δω τι γράφουν τα βιβλία. Από τότε διαβασα αρκετά. Κι εκείνο το χοντρό ενός Ιταλού, "Το όνομα του ρόδου". Κάθε φορά που κατεβαίναμε με τον Αντρέα στα Τρίκαλα αγόραζα κι ένα βιβλίο. Τώρα δεν βλέπω καλά, κουράζομαι".
Ακούγαμε και δεν μιλούσαμε. Μας έδειξε και τα βιβλία της. Μια γεμάτη βιβλιοθήκη.
Μας πήρε η νύχτα. Άναψαν τ' αστέρια. Ανάμεσα σ' αυτά, ένα ξεχώριζε. Η γιαγιά Ρηνούλα.



20 Απριλίου 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου