31 Δεκ 2021

Ο άνθρωπος άγαλμα

Τελευταία μέρα του χρόνου, ο Λάμπης ξύπνησε νωρίς. Η πόρτα της αποθήκης δεν άνοιγε, το χιόνι ως το γόνατο, τα γένια  κάτασπρα ως το στήθος του. Κάτω απ' το στήθος μια τρυφερή καρδιά. 

Σιγύρισε την αποθήκη, έστρωσε το κρεβάτι, δυο μπάλες άχυρο, έκανε ελληνικό καφέ στο γκαζάκι, άνοιξε το ραδιόφωνο.  Έπιαναν τα χέρια του, ότι ο κόσμος πετούσε αυτός το μεταμόρφωνε σε έργο τέχνης. Βιβλιοθήκη, κουζινούλα,  τραπέζι, καρέκλα, όλα αυτοσχέδια. 

Η αποθήκη ήταν στην  άκρη της πόλης, έμεινε δέκα χρόνια εδώ, όταν τα έχασε όλα του την παραχώρησε αμισθί ο Σπύρος, ήταν το σπίτι του. Είχε μια μικρή σύνταξη, ένα σκύλο και μια γάτα. Πάντα γελαστός, πάντα λυπημένος, εκτός απ' την παραμονή Πρωτοχρονιάς που γινόταν άγαλμα. Ένας άνθρωπος άγαλμα στην κεντρική γέφυρα της πόλης.

Έκοψε τα γένια του, ξυρίστηκε κόντρα, ντύθηκε τη στολή του ιππότη και περπάτησε μες το χιόνι ως το κέντρο της πόλης. Ως τις 12 το βράδυ θα ήταν αμίλητος, ακίνητος, νηστικός, ένα άγαλμα μες το κινούμενο εορταστικό πλήθος. Παγωμένη μέρα, ο Δήμος ξεχιόνισε το κέντρο, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους όπως κάθε χρόνο.

 Ο Ληθαίος την αιώνια διαδρομή του, η γέφυρα άλλαζε χρώματα, το πανύψηλο δέντρο φωτισμένο, ο κόσμος φορούσε μάσκα, ο ιος έκοβε βόλτες. Ο Μύλος των ξωτικών κάθε Χριστούγεννα  έφερνε κόσμο στην πόλη, ο κόσμος σε κίνηση, αυτός σε ακινησία. 

Τα μάτια του έβλεπαν, τα αυτιά του άκουγαν τις πρωτοχρονιάτικες μελωδίες, το μυαλό του φτερούγιζε στη ζωή που έζησε και στη ζωή που δεν έζησε. 

Το χωριό, οι γονείς του, οι παιδικοί του φίλοι, το σχολείο, το πανεπιστήμιο, η γυναίκα που αγαπούσε και δεν είχε δίπλα του ποτέ, τα ταξίδια του, τα βιβλία του, η εργένικη ζωή του. Η πτώση. 

Έπεσε, κατακόρυφα, όταν έπεσε και η χώρα. 

Ο κόσμος  ατέλειωτος με ψώνια στα χέρια, τα τελευταία δώρα, κάποιοι έβγαζαν φωτογραφία μαζί του με φόντο τον Ασκληπιό. 

Τα παιδιά έκαναν γκριμάτσες, αυτός αγέλαστος, άφηναν φιλοδώρημα, ασυγκίνητος.

Όταν κάποια στιγμή απέναντι πήρε θέση μια ρακένδυτη μάνα με το μωρό της αγκαλιά δάκρυσε. Μόνο τότε  δάκρυσε, ο εαυτός του παιδί. 

Η μπάντα του Δήμου περιδιάβαινε τον κεντρικό δρόμο, οι τροχονόμοι σφύριζαν, η κυβέρνηση έπαιρνε μέτρα. 

Όταν ήταν μικρός η μάνα του τον πήγαινε στον ράφτη του χωριού και του έπαιρνε μέτρα για τα κοντά παντελονάκια, ο δάσκαλος του έπαιρνε μέτρα για να τον βαθμολογήσει, η αστυνομία μέτρα για την ταυτότητα, στον στρατό μέτρα, ο πατέρας του έλεγε πάντα με μέτρο,  κάθε μέρα άκουγε παν μέτρον άριστον, η χρονιά που πέρασε ήταν γεμάτη μέτρα, πάλι σήμερα πρωτοχρονιά όλοι μιλούσαν για τα νέα μέτρα. Δυό αστυνομικοί μοίραζαν πρόστιμα σε όσους δεν φορούσαν μάσκα, τα μέτρα είναι υποχρεωτικά. 

Αυτός εκεί, αμίλητος όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, δέκα χρόνια αμίλητος στο τέλος του χρόνου. Η ομιχλη, το χιόνι, τα φωτάκια και τα μέτρα  τελείωναν τον χρόνο. 

Νύχτωσε, η αγορά έκλεισε, ο κόσμος αραίωσε στους δρόμους, τα φωτάκια αναβόσβηναν, το σώμα του πάγωσε. 

Τότε ήρθε εκείνη, στάθηκε απέναντι στο άγαλμα, τον κοίταξε στα μάτια, η γυναίκα που αγαπούσε σε όλη του τη ζωή. Τον πήρε απ' το χέρι, έλα, πάμε στην καρδιά μας, του είπε. Το άγαλμα ζωντάνεψε.

Αύριο ξημερώνει ένας καινούριος χρόνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου