2 Ιουλ 2014

Ελίχρυσα Αμοργινά






Το ουζερί αρχίζει να διαφαίνεται. Ο Πάνος σκαλίζει πάνω στο ξύλο την προμετωπίδα. Πήγα χτες από το εργαστήριο. Σπουδαίος ξυλογλύπτης. Αφήνει την προσμονή στο αποτέλεσμα. Κι εγώ τον εμπιστεύομαι, από την πρώτη στιγμή που είδα τη δουλειά του. Έχει πια φως και νερό. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει ζωή. Ούτε ουζερί.
Δεν σκέπτομαι τίποτα άλλο. Όλος ο κόσμος μου γυρίζει ..σχεδόν τέλεια. Όπως στον έρωτα τις πρώτες μέρες.  Σαν το καράβι  που ταξιδεύει πάνω στα γαλάζια νερά του Αιγαίου κι εσύ να παίζεις με τους γλάρους, να τσιτώνεις τα μάτια σου για την ώρα που θα ερωτοτροπούν τα δελφίνια. Μ’ ένα μαύρο μακό. Το χρώμα που άρεσε στο  φόρεμα της αγαπημένης σου. Και την φωτογραφική μηχανή στο λαιμό. Μη χάσεις τη στιγμή.
Μέσα μου αναπτύσσεται μια σχέση αγάπης και μίσους. Καμία φυλακή δεν αντέχω.
Έχασα τις αγαπημένες μου συνήθειες. Τα μάτια της κουζίνας φλογίζουν το κόκκινο. Εδώ θα ετοιμάζεται το εκλεκτό πιάτο ημέρας. Στους τοίχους κρέμονται τα ξανθά μαλλιά της. Όταν οι πόρτες θα κάνουν ρεύμα, θα ανεμίζουν, θα πάνε στα μάτια της. Αυτή με μια κίνηση του χεριού της θα τα επαναφέρει. Τα στήθη της σαν δυό μικρά μπαλκονάκια  πάνω από την πινακίδα. Ίσα που θα χωράνε μια γλάστρα το καθένα. Αμοργινά Ελίχρυσα. Να πλέκω από τα άνθη τους στεφάνια. Να στολίζω τα μαλλιά της, κοινός θνητός εγώ, Αρχαία θεά εκείνη. Να καταπραΰνει το θυμικό. Οι αισθήσεις να λογιάζουν. Γεμίζει από μόνη της το χώρο, όταν απλώνει τα χέρια της. Το πρόσωπό της κερί αναμμένο τη νύχτα. Ούτε μια παραφωνία στην ορχήστρα.
Θυμώνω με τον εαυτό μου. Κάθε φορά θυμώνω. Αφήνω πάλι τον έρωτα να καθορίσει τη ζωή μου. Ατέλειωτη τραμπάλα. Μια στον ουρανό και μια στα τάρταρα. Καμία ισορροπία. Παραμορφωμένοι φακοί τα μάτια μου. Με βουλωμένο κερί τα αυτιά μου. Πέφτω λιπόθυμος του μυαλού, στο λήθαργο του καλοκαιριού.  Ολόκληρος έχω κατακτηθεί.  Στα χέρια των αισθήσεων. Περισσότερο των παραισθήσεων.
Δεν διαβάζω, δεν κοιμάμαι, δεν μαθαίνω τις ειδήσεις, δεν μιλάω στην μάνα και στον πατέρα, στο ίδιο σπίτι. Πέφτω μπρούμυτα στο κρεβάτι και ιδρώνω το μαξιλάρι.
Ξαφνικά μου γεννιέται η ιδέα να πάρω μια δερμάτινη τσάντα. Να κουβαλάω μαζί μου ένα βιβλίο, ένα φακό, τα γυαλιά μυωπίας και του ηλίου, το κινητό, τα τσιγάρα, το πορτοφόλι, τη φωτογραφική μηχανή, τα κλειδιά από το σπίτι στο χωριό, από το διαμέρισμα του πατέρα, από το ουζερί, από την ξεχασμένη αποθήκη στο χωριό. Σκέφτομαι την αποθήκη. Τις κούτες με τα βιβλία, το γραφείο από καρυδιά, ράφια και πάγκοι από το παλιό βιβλιοπωλείο, κουτιά με σημειώσεις και φωτογραφίες, ένα παλιό ξύλινο σκάκι. Έχω χρόνια να πάω στην αποθήκη. Τη φαντάζομαι μες τη σκόνη και τις αράχνες, μπορεί τα ποντίκια να έφαγαν τα βιβλία, μικρές σαύρες να περπατάνε πάνω στους τοίχους, ίσως ένα φαρμακερό φίδι να κρύφτηκε σε μια γωνιά, μαύρες κατσαρίδες, κόκκινες κατσαρίδες, μια αποθήκη με παλιά πράγματα, βιβλία με αφιερώσεις,  βιβλία χωρίς αφιερώσεις, άλλα αδιάβαστα και άλλα διαβασμένα, ποιήματα που έγραφα στα δεκαοκτώ.
Πόσο επίπεδη γίνεται η ζωή δίχως τη φαντασία; Ούτε ένα φτερούγισμα. Ούτε ένα ταξίδι. Ούτε μια πεταλούδα να ακούς την αναπνοή της. Δυσβάσταχτη.
Κι εγώ είμαι αλλού. Ο κόσμος μέσα μου μαγικός, νοιώθω τόση ευτυχία, δίχως κάτι να με ενοχλεί. Δεν είμαι εγώ.  
Το ξέρω καλά. Κι άλλη φορά με τύλιξε ο έρωτας. Κάθε φορά  που έκανα κάτι έπεφτα με τα μούτρα. Πολλές φορές με τα  χέρια έτρωγα, με τα μούτρα έπεφτα στο πιάτο. Τώρα πρέπει να μάθω. Να τρώω επιλεκτικά σαν βασιλιάς. Μεγάλωσα πια.
Να αρνηθώ την ποσότητα, εκλεκτικές συγγένειες, λεπτές στιγμές.
Η μάνα μου χτες έκανε τρεις πέστροφες. Μία σε κάθε πιατέλα. Μου τις έφερε ο Λάμπρος από τον Ασπροπόταμο.  Τις έψησε με αέρα, τυλιγμένες σε λαδόκολλα. Τις σέρβιρε με κρεμμυδάκι και σκόρδο ψημένα, με ρίγανη και λαδολέμονο. Τις στόλισε με τρεις φέτες ντομάτα και μαρούλι. Έστρωσε πάλι το άσπρο τραπεζομάντιλο και τα κολονάτα ποτήρια. Το άσπρο κρασί του πατέρα ήταν ακόμα πιο παγωμένο χτες.   Ήταν ένα ζεστό μεσημέρι, πρώτη του Ιούλη. 
-Μάνα, τι γιορτάζουμε πάλι;
-Το καλοκαίρι γιέ μου. Η ζωή είναι πολύτιμη, όσο τα μάτια μας. Κάθε μέρα τη γιορτάζουμε.
Ο πατέρας έβαλε ένα παλιό δίσκο στο πικάπ.

Μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο 
μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο 
γιατί με μάρανες τον πικραμένο 

Γέμισε η κουζίνα παράδοση και άρωμα λεμονιού. Στο ανθοδοχείο η μάνα μου έβαλε ένα κλαδί λεμονιάς με άνθη. Σπατάλησα  δυό λεμόνια για το άρωμα, είπε.
Εγώ πάλι δεν μιλούσα, -δεν ήταν από την εθνική που έχασε, ήταν που δεν ξεκολλάει το μυαλό μου από το ουζερί. Και το μέλλον. Και το μέλλον της ανθρωπότητας. Ολάκερης.

Ταξιδευτής
2 Ιουλίου 2014 (22)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου