30 Απρ 2014

Ουζερί σχεδόν τέλεια ή κότες ελευθέρας βοσκής;





Δούλευα διορθωτής στον εκδοτικό οίκο Ροζαλίδα. Δεν ήταν επιλογή μου, αλλά μπορούσα να κάνω τις δικές μου επιλογές με τα χρήματα που έβγαζα. Η Αθήνα ολοένα και στένευε πάνω μου.
Κάθε Τρίτη πήγαινα στον Κηφισό και έπαιρνα πακέτο από το χωριό. Λαχανόπιτα, αυγά, τυρί, παστίτσιο και μια καρτούλα με φιλοδώρημα, λες και μου χρώσταγαν οι γερόντοι. Δίχως αυτό η υπόγεια γκαρσονιέρα  που έμενα, θα με πέταγε από το παράθυρο στο πεζοδρόμιο. Δεν με πέταξε η γκαρσονιέρα, αλλά η Ροζαλίδα. Έκλεισε.
Ποια μνημονιακή κυρία θα έδινε  είκοσι ευρώ, για ένα Άρλεκιν των Βορείων προαστίων;
 Έμεινε το δυνατό γέλιο της διόρθωσης και η κάρτα ανεργίας.
Δεν άντεχα άλλο το ψάξιμο για δουλειά, σκέφτηκα τα καράβια, τα τρένα, τα αεροπλάνα και κατέληξα στο χωριό. Με ωτοστόπ.
Η πρώτη σκέψη στο χωριό, ήταν να κάνω κότες ελευθέρας βοσκής, στο βουνό του πατέρα μου. Θα έδινα χωριάτικα αυγά στα σούπερ μάρκετ και νόστιμα κοτόπουλα στα κρεοπωλεία. Η σκέψη δεν ναυάγησε ακόμα στο μυαλό μου, αλλά  κάποιο βράδυ στο καφενείο του χωριού, γεννήθηκε το Ουζερί σχεδόν τέλεια. Της πόλης. Εξ άλλου τι ήταν τα Τρίκαλα από το Πετρωτό. Μισό cd δρόμος.
Θα μπορούσα να συνδυάσω και τα δύο. Πάντα συνδύαζα πολλά στη θεωρία, αλλά ποτέ δεν κούμπωναν στην πράξη. Σαν υποψήφιος πολιτευτής, περιφερόμουν από κει και από δω. Άλλα σκεφτόμουν, άλλα έλεγα και άλλα έκανα.
Με διέκρινε πάντα μια χαρισματική τεμπελιά. Από μικρός ήμουν έτσι, θυμάμαι εκείνο της μάνας, όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει.
Δεν πολιτεύτηκα όμως ποτέ.  Όχι γιατί δεν είχα άποψη πολιτική και κόμμα να με δεχτεί, αλλά  είχα ένα πρόβλημα. Δεν μπορούσα να στρογγυλέψω ποτέ τα λόγια μου, στις δυό προτάσεις μου, η μία έλεγε την αλήθεια, αναλογία ασήμαντη να ταξιδέψεις στην Ιθάκη.
Τώρα ήμουν αποφασισμένος.
Τέρμα η Ροζαλίδα, τέρμα τα αφεντικά, τέρμα η Αθήνα, τέρμα τα τηλεοπτικά παρα-πλανητικά. Ο χρόνος  είναι πολύτιμος να τον ξοδεύεις μέσα σε αστικά λεωφορεία και υπεραστικά δρομολόγια. «Ξόδευα άσκοπα το χρόνο μου και τώρα ο χρόνος ξοδεύει άσκοπα εμένα», διάβασα πριν λίγο στα Σονέτα του Σαίξπηρ, τα έχω ακόμα στην τσέπη μου.
Πως βρέθηκα πάλι σε τούτο τον δρόμο σήμερα; Ερήμωσε, η αγορά έκλεισε, εγώ και το παγκάκι. Ευτυχώς ήρθες εσύ στο μυαλό μου. Μετά είναι και το φεγγάρι. Κλείνω τα μάτια και πλάθω την εικόνα σου. Αύριο θα σε δω στην πορεία.
Κάπως φωτίζει η ζωή μου.

Κωστής Ταξιδεύων
30 Απριλίου 2014 (2)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου