19 Απρ 2014

Καλή Ανάταση



Μεγάλο Σάββατο, ξυπνήσαμε πρωί με τον Οδυσσέα. Πήραμε ένα παγούρι νερό, θα περπατούσαμε πάνω από δίωρο. Η Γκοτζια-μ-λάκα είναι πίσω από το βουνό. Απέραντα λιβάδια, ένα μικρό ποτάμι είχε την πηγή στα ριζά του βουνού, -έρχονταν τότε οι γυναίκες του χωριού και έπλεναν τα χειμωνιάτικα,, ένα σμήνος από πεύκα ανατολικά  και ο προφήτης Ηλίας σε ένα μικρό βουναλάκι. Ευλογημένος τόπος.
 Εκεί ήταν και ένα μικρό κτήμα του πατέρα μου, εκεί είχαμε ένα δωμάτιο με πλιθιά και ξύλα φτιαγμένο, εκεί είχαμε κήπο, τα μελίσσια, αμυγδαλιές, αχλαδιές, ελιές, μουριές, συκιά, πηγαίναμε τότε καβάλα στ’ άλογο, γυρίζαμε γεμάτο καλούδια της φύσης.
Στις γύρω πλαγιές έβοσκαν πρόβατα, αλυχτούσαν σκυλιά, ακουγόταν που και που καμιά τουφεκιά από κυνηγούς,  τσοπάνηδες απ’ τα γύρω χωριά, θυμόμουν τα περισσότερα χωριά με τούρκικες ονομασίες, Τσαγκλί, Ινελί, Ντιρεκλί, Αιβαλί, Κιπικλί. Όλα αυτά τα χωριά είχαν πρόσβαση στην εύφορη κοιλάδα. Ο τόπος ήταν καταπράσινος, η γης έβγαλε χορτάρι, τα ζώα βγήκαν απ΄τους στάβλους.

Όλα παρατημένα.  Μισογκρεμισμένο το κονάκι, τα δέντρα γέρασαν. Το πηγάδι τότε είχε νερό. Τώρα ήταν κρυμμένο μες στ΄ αγριοχόρταρα.. Γέμισε η ψυχή μου χαρμολύπη, τα χρόνια που πέρασαν. Ένοιωθα βαρύ το σώμα μου, ένοιωθα ανάλαφρο το μυαλό. Και τότε ήταν που είδα τον Οδυσσέα με τον λαγό στα χέρια, έναν ολοζώντανο  μικρό λαγό. Ήταν παγιδευμένος μέσα σ΄εκείνον τον κέδρο.
Βρήκαμε το δώρο που θα πάμε στην Βίκυ και την Όλγα για το Πάσχα. Θα τον πάρουμε στην Αθήνα. Θα γίνουμε φίλοι. Θα τον μεγαλώσουμε.

Διαφωνούσαμε με τον Οδυσσέα, δεν ανεχόταν τη στήριξη μου στον Σύριζα. Συστημικό τον ανέβαζε, βολεμένο τον κατέβαζε.  Αυτός ήταν Ανταρσία. Εγώ πάλι του έλεγα ότι για να κάνουμε Ανάσταση, η ισχύς εν τη ενώσει. Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση, κι εγώ είμαι ανυπόμονος. Όχι ότι εγώ δεν είχα τις ενστάσεις μου, αλλά μετά από πενήντα χρόνια θα είναι αργά. Ποτέ δεν μπόρεσα να αισθανθώ αυτό το μεταφυσικό '"Οταν"" του ΚΚΕ.
Αν και τις περισσσότερες φορές μιλούσαμε για λογοτεχνία  και μαζέυαμε μανιτάρια στας εξοχάς των Αθηνών, συχνά πυκνά αρπαζόμασταν από τον γιακά για ψύλλου πήδημα.
-Οδυσσέα, στους καιρούς που ζούμε, αν ο καθένας δεν υπερτόνιζε το εγώ του, -όλα τα ξέρω εγώ, αν Οδυσσέα όλοι οι αριστεροί, όλοι οι άνεργοι, όλοι οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι αγκαλιαζόταν λόγω ...Πάσχα, ...λόγω Άνοιξης, έναν Μαη του 68 θα τον είχαμε και ούτε Βορίδη, ούτε Άδωνη, ούτε Σαμαρά, ούτε Άνθιμο θα είχαμε. Και τέλος πάντων ρε Οδυσσέα, ο γόρδιος δεσμός τώρα ξέρεις καλά  δεν λύνεται. Όλα απ΄την αρχή.  Ανταρσία Οδυσσέα και μοναδικότητα στον Άνθρωπο. Αλλά αν δεν πάμε μαζί, πάλι άνεργοι θα είμαστε.
- Εγώ δεν βάζω νερό στο κρασί μου, έλεγε ο Οδυσσέας και άρχιζε να μιλάει για το κρασί απ' το αμπέλι του, μια τραμετζάνα πήραμε μαζί μας, κόκκινο ημίγλυκο.

Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά, δυό τρία σύννεφα στον ουρανό και μια πρωινή άχνα στη Θεσσαλική γη, μισή ώρα απ'τη θάλασσα. Αλλά θάλασσσα δεν βλέπαμε πουθενά, μας έφτανε το μπλε του Ουρανού.

Πήραμε το μικρό λαγό στα χέρια, σαν νεογέννητο αρνί που αγνοεί τη σύντομη ζωή του και γυρίσαμε πίσω. Πήγε μεσημέρι.
Καλή Ανάσταση, το δώρο σας για το Πάσχα, ένα ολοζώντανο λαγουδάκι.  Δεν το πίστευαν, ούτε η Βίκυ, ούτε η Όλγα, μήπως το πιστεύαμε εμείς;

Πήρα τη ''Λέσχη των αθεράπευτων αισιόδοξων'' και πήγα στην αγριογκορτσιά. Στην απέναντι πλαγιά.  Από τότε που ήμουν μικρός ακούμπαγα την πλάτη μου στον κορμό της και διάβαζα. Ήταν το αγαπημένο μου δέντρο, έστεκε ακόμα εκεί, φιλλοξενώντας διαβατάρικα πουλιά.  Ένα δέντρο μόνο το, σ' ένα απέραντο λιβάδι. Σ αυτό έμοιασες, έλεγε η μάνα μου.  
Ακόμα και τώρα έμεινα ένα δέντρο σε μια πλαγιά, αγναντεύοντας τον ατέλειωτο κάμπο.

Καλή Ανάσταση, είπε ένας περαστικός και θυμήθηκα να γυρίσω πίσω....

Ταξιδευτής
 19 Απριλίου 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου