17 Απρ 2014

Πάσχα στο χωριό





«Είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Αντώνη Σουρούνη. Είναι και η Ανάσταση. Και του Χριστού, αλλά και της φύσης. Ίσως η Ανατροπή.  Μια Ανατροπή που δεν έρχεται ποτέ, αλλά γιορτάζεται κάθε χρόνο. Και γίνεται  κι αυτή προσδόκιμη γιορτή.
Από τότε που θυμάμαι, θυμάμαι την ελπίδα, λες και είναι το απαραίτητο αξεσουάρ της εικονικής ζωής μας. Ανάσταση φαίνεται δεν είναι το φαίνεσθαι, αλλά το είναι.
Ποιός νοιάζεται για το είναι;»
Αυτά έλεγε ο Οδυσσέας, στο κάθισμα του συνοδηγού κι εγώ οδηγούσα βραδυπορώντας στα παιδικά μου χρόνια. Πλησιάζαμε στο χωριό.  Θα ανοίγαμε το πατρικό μου σπίτι και θα κάναμε Πάσχα μετά από χρόνια στο χωριό. Η  Όλγα και η Βίκυ στο πίσω κάθισμα, μάζευαν παπαρούνες με τα μάτια τους. Είχαμε αναλύσει όλη την επικαιρότητα στη διαδρομή και δεν καταλήξαμε πουθενά. Εκτός απ’ την ελπίδα.
Η ανεργία τσάκιζε τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας, τους νέους ανθρώπους τους εξόριζε, μεσήλικες  τους έριχνε κάτω, καταντήσαμε χώρα γερόντων, είπε η Όλγα.
Δεν εννοείς εμάς, της είπε ο Οδυσσέας. Εγώ δεν μιλούσα. .
Και οι τέσσερις ήμασταν άνεργοι. Θα μοιραζόμασταν το επίδομα.
Μεσημέρι Μεγάλης Τετάρτης. Φύγαμε πρωί απ’ την Αθήνα.

Απέραντα οργωμένα χωράφια και πράσινα στάχια ο Θεσσαλικός κάμπος. Η παιδική μου ζωγραφιά. Και παπαρούνες κόκκινες, κατακόκκινες στην άκρη της ασφάλτου.
Αχίλειον, Αμπελιά, Νεράιδα, Πολυδάμιον, Ερέτρια, διάσπαρτα μικρά χωριά μέσα στον κάμπο, στις ρίζες των μικρών βουνών, στις πλαγιές, αγροτικά μηχανήματα, άλογα, κοπάδια, σκυλιά που γαύγιζαν τα αυτοκίνητα. Πρόβαλε το χωριό στο τέλος του δρόμου. Πάντα φαίνεται στο τέλος επανέρχεται η αρχή. Και ο Αη Γιώργης στην κορυφή, σαν φύλακας άγγελος με το κοντάρι του να σκοτώνει τον δράκο. Σωπαίναμε, να αρμέξουν τα μάτια μας. Φως, ορίζοντας, Άνοιξη.
Το σπίτι πέτρινο, μικρό, δυό δωμάτια και μια κουζίνα, το συγύρισε η θεία  Ουρανία που κρατάει το κλειδί. Οι γονείς ανήμποροι πια έμειναν στην Αθήνα.
Με τον Οδυσσέα και τη Βίκυ, γνωριστήκαμε στις πορείες, ήμασταν αγανακτισμένοι. Από τότε γίναμε ζευγάρια κολλητά. Τα παιδιά μας  μετά τις σπουδές είχαν φύγει από την Ελλάδα.  Γενικά τα παιδιά μας φεύγουν απ΄ την Ελλάδα.  Έρχονται όμως οι ξένοι και αγοράζουν Ελλάδα.

Ω γλυκύ μου έαρ, είπε ο Οδυσσέας, πόσα παιδιά πεθαίνουν κάθε μέρα,  απλώνοντας τα χέρια στη φύση. Οι αμυγδαλιές ήταν ανθισμένες στην αυλή με τα πρώτα φυλλαράκια. Το χορτάρι τρυφερό, δροσερό πράσινο. Το κάστρο ήταν εκεί, το γήπεδο γεμάτο αγκάθια, το τούρκικο κονάκι μισογκρεμισμένο, η έρημη πλατεία, το κλειστό σχολείο, το κλειστό παντοπωλείο, το παλιό μονοπώλιο, η βρύση στην άκρη του χωριού είχε αρκετό νερό, -δυό αγελάδες μόνες τους έπιναν στην κοπάνα, σε μια κούνια της παιδικής χαράς μια μαμά με το κοριτσάκι της, ένας μανάβης με την ντουντούκα του, μια γιαγιά καθόταν στη βεράντα της…

Οι άνθρωποι που ήταν;
Πόσοι απέμειναν;
Έφυγαν τόσοι απ’ τη ζωή, είπε η θεία Ουρανία. Οι περισσότεροι ζουν στις πόλεις. Αν έρχονται Χριστούγεννα και Πάσχα. 
Ήμουν ένας απ’ αυτούς.  Τουρίστας στο χωριό μου.  Εσωτερικός μετανάστης.
Τώρα ένας άνεργος, που γύρισα στα παιδικά μου χρόνια.
Η καμπάνα του Αη Γιώργη, Μεγάλη Τετάρτη απόψε..

Ήμουν επτά χρονών, ο πατέρας ήρθε ανήσυχος στο σπίτι, δεν θα βγείτε έξω στους δρόμους αύριο, κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος, μας είπε…Απέναντι στο βουνό έγραψαν « Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, Ζήτω η επανάστασις»
Πέρασαν σχεδόν πενήντα χρόνια από τότε…Η Βίκυ είχε μαζί της την κιθάρα της, την πήρε και άρχισε να τραγουδάει…Εμείς ακολουθήσαμε, μέχρι αργά.

Ήταν γλυκιά ανοιξιάτικη η βραδιά, αφεθήκαμε στη αυλή, Μεγάλη Πέμπτη αύριο.



Ταξιδευτής
16 Απριλίου 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου