18 Απρ 2014

Πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια.




Ξύπνησα χαράματα της Μεγάλης Πέμπτης, στο παιδικό μου δωμάτιο. Έβαλα το μαξιλάρι στον τοίχο, ακούμπησα την πλάτη και φυλλομετρούσα τη δεκαετία του 60 στο χωριό. Η Όλγα κοιμόταν τρυφερά δίπλα μου. Ένα κρεβάτι δίπλα στον τοίχο και η μπαντανία από τον αργαλειό της μάνας μου. Ένα τραπέζι, μια μικρή αυτοσχέδια βιβλιοθήκη, ένα μπαούλο, δυό παράθυρα και μια οπτασία. Η μάνα μου νέα, όμορφη και χαμογελαστή κάθε πρωί έρχονταν δίπλα μου, χάιδευε τα μαλλιά μου, με φιλούσε, έλα ξύπνα  τώρα .. Άνοιγε μετά τα παράθυρα, να πάρει αέρα το δωμάτιο, έλεγε.
Πάνω στο τραπέζι ένα ραδιόφωνο εποχής, ένα τρελαμένο  ξυπνητήρι, μια παλιά κόντακ φωτογραφική μηχανή, ένα σπασμένο σιδερένιο μαχαίρι ψωμιού, ένα ωρολόγι τσέπης του πατέρα κρεμασμένο στον τοίχο και μια  εικόνα του Μυστικού δείπνου πάνω από το κρεβάτι. Απέναντι στον μεγάλο τοίχο, αφίσες με τον Δομάζο να βάζει γκολ με ψαλιδάκι, τον Νίκο Κούρκουλο να βάζει φωτιά στη στράτα του, η γέφυρα του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη, ο σκαραβαίος του θείου Παύλου κι εγώ να ποζάρω στο τιμόνι έξι επτά χρονών.

Σηκώθηκα αθόρυβα να μη ξυπνήσω την Όλγα, πήγα στη βιβλιοθήκη και πήρα το Χωρίς οικογένεια, εκδόσεις Αστέρος. Κίτρινα φύλλα, στη πρώτη σελίδα Πάσχα 1969, δώρο από το θείο Χρήστο, με δικά μου γράμματα… Όλα άλλαξαν από τότε μόνο ο γραφικός χαρακτήρας παραμένει ο ίδιος και η υπογραφή. Ο πατέρας  μου έμαθε πως να υπογράφω, που να υπογράφω. Η υπογραφή δεν άλλαξε, αλλά το που, ποτέ δεν το κράτησα όρκο. Μετά διάβασα και το Με Οικογένεια, αλλά ήδη με είχε κερδίσει το Χωρίς. Εγώ θα είμαι με τους αδύνατους ένοιωσα. Από τότε. Μόνο στο ποδόσφαιρο ήμουν με τους δυνατούς, ο Παναθηναϊκός είχε συντρίψει τον Ερυθρό Αστέρα με 4-1 και προκρίθηκε, ήταν τότε που ανεβήκαμε στα τραπέζια του καφενείου του Λάμπρου απ’ τo πανηγύρι της χαράς και μας πέταξε έξω…αυτός ήταν Πανιώνιος.

Λένε ότι όσοι δεν ζουν το τώρα, νοσταλγούν το παρελθόν. "Αυτό που έχει σημασία στη ζωή δεν είναι τι σου συμβαίνει, αλλά τι θυμάσαι και πώς το θυμάσαι." έλεγε ο Μαρκές. Εγώ πάντως νοσταλγώ τη μυρωδιά που είχαν τα μήλα τότε, όταν τα έφερνε κάθε Τρίτη ο πατέρας μου από το παζάρι.  Τη μυρωδιά που είχε ο Θησαυρός των γνώσεων, μια δωδεκάτομη πράσινη δερματόδετη εγκυκλοπαίδεια της εποχής. Και όταν μετά από χίλια παρακάλια, μου αγόρασε δερμάτινη μπάλα, ένοιωσα σαν τον Μαραντόνα. Εκείνο που δεν συγχωρώ στον πατέρα μου, είναι όταν με κορόιδευε στις ατέλειωτες ερωτήσεις μου, ότι δήθεν υπάρχουν μικρά ανθρωπάκια μες το ράδιο και μιλάνε μεταξύ τους, τραγουδάνε, παίζουν μπάλα, λένε ειδήσεις, έκαναν σχόλια σαν τον Μηνά Λαμπρινίδη… Έπρεπε να μεγαλώσω αρκετά για να καταλάβω, ότι ούτε κι αυτός ήξερε. Συνήθως έτσι γίνεται, ότι δεν ξέρουμε το κοροϊδεύουμε ή το περιφρονούμε. Μπορούμε όμως και να σωπαίνουμε.

Ο ήλιος γέμισε φως το δωμάτιο, απ΄τα μισάνοιχτα παντζούρια, ξημέρωσε για τα καλά. Η Όλγα στριφογύρισε και έβαλε τα χέρια της στα μάτια.
Μετά μου χαμογέλασε. Την φίλησα, σαν το πρώτο φιλί.
 Άκουσα και τον Οδυσσέα, είχε βγει στην αυλή και έψαχνε την Ιθάκη του. Αλλά βρήκε ένα τσοπανόσκυλο που τον γαύγισε και ήρθε τρέχοντας μέσα.
Μήπως εγώ δεν φοβόμουν τα τσοπανόσκυλα μικρός. Τα τσοπανόσκυλα και τους κεραυνούς. Τίποτα άλλο.
Όταν μεγάλωσα άρχισα να φοβάμαι όλα τ' άλλα.


Παιδιά έκανα καφέ, ελάτε, φώναξε η Βίκυ.

Βολευτήκαμε στη μικρή κουζίνα και αρχίσαμε να διαφωνούμε για τις τιμές αρχηγού Κράτους, που θα ξοδέβαμε το βράδυ για τη μεταφορά  του φωτός.
Να ήταν τουλάχιστον και θαυματουργό.

Ταξιδευτής
17 Απριλίου 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου