28 Απρ 2014

Ουζερί Σχεδόν τέλεια



Δεν ήταν σαν τις άλλες Δευτέρες. Σε όλη την 28ης Οκτωβρίου μια ντουντούκα και καμιά δεκαριά άτομα, διαμαρτύρονταν για την αλλαγή στις λαϊκές αγορές. Δεν ήρθε ούτε ένας παραγωγός σήμερα, στην λαϊκή αγορά της Δευτέρας.  Το δευτεριάτικο παζάρι γίνεται από παλιά στο κέντρο της πόλης.  Σήμερα ούτε ένα φρέσκο αυγό, ούτε λαχανικά και φρούτα των παραγωγών, από τον κήπο στο πιάτο. Ούτε τα καροτσάκια της νοικοκυράς, ούτε φωνές, ούτε «έλα κυρία, το πρωί έκοψα τα μαρούλια».
Έβρεχε, σιγανά, ανοιξιάτικα.  Έφερνα γύρω γύρω τα τετράγωνα, από μαρκίζα σε μαρκίζα, χωρίς ομπρέλα. Πολυσύχναστοι δρόμοι,  από την παλιά αγορά ως σήμερα, πολύχρωμες ομπρέλες, αυτοκίνητα, τράπεζες, ψαράδικα, ηλεκτρικά είδη, φούρνοι, κοσμήματα, ανθοπωλεία, γραφεία κηδειών, τυροπιτάδικα, καφέ, βιολογικά προϊόντα, φαρμακεία, γραφεία δικηγόρων,  η 28ης Οκτωβρίου τελειώνει στα δικαστήρια. Όπως όλοι οι δρόμοι της αγοράς. Μόνο που εδώ κάθε πρωινό Δευτέρας, ξυπνάει η ανάσα της πόλης και συναντιέται με το χωριό και το χωράφι, χέρια  λεία και τρυφερά ανταμώνουν με  ροζιασμένα και σκληρά.
Ένας μόνο, ένας μεσήλικας στον ατέλειωτο δρόμο άνοιξε μια ομπρέλα από παγωτά αγνό και  ένα τραπεζάκι,  με πέντε χεριές τσάι του βουνού, ένα καλαθάκι με σακουλάκια ρίγανης, δυό λίτρα κρασί λευκό, ένα μπουκαλάκι με λικέρ ρόδο κι ακόμα ένα με λεμόνι. Πουλούσε και σκούπες, όχι ηλεκτρικές, φουκάλες, είχε και με ξύλο στην άκρη.
Τον πλησίασα από περιέργεια, από κοινό πόνο, ένας μόνος απεργοσπάστης σε ολόκληρη τη λαϊκή.  Πρώτη φορά έβλεπα καθολική συμμετοχή σε απεργία. Εκτός απ’ τον  Περικλή.
Φορούσε φόρμες μπλε σκούρες, με τιράντες κόκκινες, αλλά δεν διακρινόταν πια το χρώμα απ’ τις βαφές, όλη η γης πολύχρωμη πάνω του,  ήταν ελαιοχρωματιστής τον καλό καιρό. Ψηλός, ξερακιανός, αξύριστος, χαμογελαστός, με ένα καπελάκι που έγραφε ΑΟΤ.
«Θα πάρεις κάτι, είναι απόλυτη ανάγκη; Περίμενα  πως και πως το παζάρι της Δευτέρας, να πάρω τα φάρμακα για το παιδί».
Ο Περικλής περνούσε το δικό του σταυρό. Δεν του είπα τίποτα για τον δικό μου. Μιλήσαμε μες τη βροχή που δυνάμωνε, πήρα μια σκούπα με ξύλο στην άκρη.
Περπάτησα κρατώντας τη σκούπα τους γύρω δρόμους, την  Τιουσόν, την Καραϊσκάκη, βγήκα στη Κονδύλη, κοντοστάθηκα μπροστά στο άγαλμα του Σαράφη, μπήκα στον πεζόδρομο της Γλάδστωνος από τη πλευρά του Μικέλ, ένα φαρμακείο, ένα καφενείο από τα παλιότερα της πόλης, πλεκτά, σιδηρικά,  κλειδιά σε 1 λεπτό, ένα οπλοπωλείο, ένα ποδηλατάδικο, και πολλά άδεια μαγαζιά, κλειστό λόγω κρίσης.
Στάθηκα στη διασταύρωση Γλάδστωνος και Γαμβέτα. Το παπουτσάδικο είχε κλείσει την εβδομάδα που πέρασε. Ενοικιάζεται.
Τα χαμηλά σύννεφα άφησαν να φανεί λίγο ήλιος. Μερικές αχτίδες. Ήξερα, ότι κάπου εδώ θα άνοιγα το Ουζερί Σχεδόν τέλεια. Δεν ήξερα ακριβώς που.
Εδώ και μια βδομάδα μόνο την πινακίδα είχα στο μυαλό μου, τίποτα άλλο.
Εκτός από την κάρτα ανεργίας.
Κι ένα βιβλίο. Τη λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων.


Κωστής Ταξιδεύων
28 Απριλίου 2014 (1)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου