22 Οκτ 2021

Ταχυδρομείο

Το λεωφορείο κόρναρε παρατεταμένα στη πρώτη ράχη, μετά στη δεύτερη. Κάθε απόγευμα ακούω ακόμα αυτή τη χαρακτηριστική κόρνα, σαν καραμούζα της εφηβείας, τυλιγμένη στη ναφθαλίνη μακρινής ανάμνησης. Αυτή και την καμπάνα του εσπερινού.

Ο πράσινος σάκος του ταχυδρομείου είχε το δικό του χρώμα, διακριτό στις αποσκεύες του λεωφορείου. Και τη δικιά του μυρωδιά, οι αποσκευές μύριζαν επιβίωση, ο σάκος αυτός όνειρο κλεισμένο με βουλοκέρι. Βολίδα στο ταχυδρομείο. Ο Στέλιος τον άδειαζε πάνω στον πάγκο, εγώ αποταμίευα την υπομονή μου στους μπλέ και κόκκινους κουμπαράδες στο απέναντι ράφι. Καμιά φορά αποταμίευα και τις δεκάρες και εικοσάρες της εποχής. Και οι πεντάρες τότε είχαν αξία. Μια τσίχλα μια δεκάρα. 

Ο ταχυδρόμος ταξινομούσε τα γράμματα, εγώ τη λαχτάρα μου. Τα περισσότερα σε φάκελο αεροπορίας με μπλε ρίγες, κάποια με κόκκινες και μπλε ρίγες, άλλα σε λευκό τετράγωνο, μερικά σε στενόμακρο, λίγα σε χρωματιστούς φακέλους και η linguaphone σε κίτρινο.

Οι τοπικές εφημερίδες διπλωμένες, δηλαδή μια για τον περιπτερά και μια για το καφενείο. Πήγαινα την εφημερίδα στον Σωκράτη και με άφηνε να τη διαβάσω πρώτος. Όλα τα νέα του κόσμου φρεσκοτυπωμένα. 

 Η μόνη επικοινωνία με τον έξω κόσμο ήταν τα γράμματα, ήταν βέβαια και η ΥΕΝΕΔ με χιόνια και πάγους. Γράμμα από συγγενή, από φίλο, από κορίτσια σε Καναδά και Αυστραλία με άγουρα πρόσωπα και φακίδες. Γράμματα με πολλές σελίδες, κατεβατά μιας αθώας εποχής. Κι ο Ταχυδρόμος με γυαλιστερό εξώφυλλο, ενίοτε και τα Επίκαιρα. Με τι λαχτάρα περίμενα εκείνα τ' απογεύματα!

Τα πρωινά είχαμε τα κόμικς, Μπλεκ, Ταρζάν, Μικυ Μάους, Λούκι Λουκ. Βέβαια οι καθηγητές μας έλεγαν να διαβάζουμε το καλοκαίρι και κανένα σχολικό, αλλά στο χωριό είχε πολλά κοκόρια και φορτώναμε εκεί τις βαρετές συμβουλές. Τον Σεπτέμβρη όταν με ρωτούσε ο φιλόλογος αν ανοιξα βιβλίο, του έλεγα για την Καλύβα του μπάρμπα Θωμά και το Χωρίς Οικογένεια... Ο Αχελώος βούιζε μέρα νύχτα κύριε καθηγητά, δεν υπήρχε ησυχία για αρχαία διαβάσματα. Μετά ήταν μικρό το καλοκαίρι, μια στο κοπάδι, μια στο ποτάμι, έφυγε νωρίς. 

Πως πέρασαν έτσι γρήγορα τόσα καλοκαίρια μας, πως μεγάλωσαν έτσι οι χειμώνες μας; 

Πολύ αργότερα έμαθα βέβαια, πως η μόνη πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια.  Εντάξει κι ο χρόνος. 

Το ταχυδρομείο δεν υπάρχει πια, ούτε η λαχτάρα να ανοίξω ένα γράμμα,  ο παππούς ήταν ταχυδρόμος, γύριζε με τ' άλογο να δώσει ένα γράμμα. Πέθανε από χρόνια. Ούτε εκείνο το άσπρο άλογο ζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου