8 Αυγ 2014

Γλυκό ποτήρι.





Έντεκα το πρωί. Περπατούσα αλλόκοτα  την Ασκληπιού. Μια καθημερινή της επαρχίας, της Ελλάδας. Τα καφέ γεμάτα από νέους, μεσήλικες και συνταξιούχους. Ποιος δουλεύει άραγε σ’ αυτή τη χώρα;
Πλατεία Χατζηπέτρου. “Όλα τριγύρω αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν”. Οι τράπεζες   σ’ αυτή τη γειτονιά έκλεισαν, το παλιό στέγασμα του Seven έρημο, το βιβλιοπωλείο έγινε κομμωτήριο και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος οπλαρχηγός του 1821, στέκει εκεί άγαλμα λυπημένο, αγναντεύοντας την  υπόδουλη Ελλάδα. Αυτός δεν δίστασε ποτέ, αναρωτιέται γιατί σήμερα.
Τρεκλίζοντας και καταϊδρωμένος έφτασα στα χρόνια τα εφηβικά. Από μαθητής είχα να ρθω σ’ αυτό το σπίτι, πάντα ήταν νοικιασμένο. Τώρα ξενοίκιαστο. Ο πατέρας το είπε καθαρά, δικό σου Χάρη. Δεν το νοικιάζω ξανά.
Πήρα ένα προφιτερόλ από τη Μέλισσα και κάθισα στο πεζούλι της εισόδου Αριστείδου Παπά 3. Εκεί που στα δεκαέξι περίμενα πότε θα περάσει η Νικολέτα. Είχα αποφασίσει να της τα πω όλα. Ότι δεν διάβαζα τίποτα, δεν έτρωγα τίποτα, ότι δεν κοιμόμουν τη νύχτα, ίδρωνα παρ’όλο που το καλοριφέρ έσβηνε, ότι συνέχεια σκεφτόμουν τα μάτια της,  το ντροπαλό πρόσωπό της, τις κινήσεις των χεριών της, τα λουσμένα μαλλιά της, ότι στριφογύριζα στο τετράγωνο μόνο για να τη δω να περνάει. Θα της έλεγα ότι μ’ άρεσε η μπλε ποδιά που φορούσε στο σχολείο, και το χαϊμαλί στον άσπρο της λαιμό. Σκεφτόμουν ολόκληρα κατεβατά, μια φορά έγραψα  ένα και το διάβασα μπροστά στον καθρέφτη, άλλη μια φορά ψιθύριζα το όνομά της στον ύπνο, η μάνα μου με άκουσε και ήρθε στο κρεβάτι μου.
Καθόμουν με τις ώρες μπροστά στη βιτρίνα του δισκάδικου, η Νικολέτα ήταν ίδια η Βίκυ Λέαντρος. Αφού δεν μπορούσα να βλέπω τη Νικολέτα, χάζευα το εξώφυλλο του δίσκου της Βίκυς. Την Νικολέτα την έβλεπα στο σπίτι της κάθε Σάββατο απόγευμα, που ανέβαινε η μάνα μου στον τρίτο όροφο, να δει παρέα με τη μάνα της την ελληνική ταινία. Εγώ όλο και σκαρφιζόμουν κάτι να ανέβω.  Κι ανέβαινα χωρίς να το πολυσκεφτώ, γιατί  έκρυβα καλά το μυστικό. Οι άντρες δεν έπρεπε να έχουν αδυναμίες εκείνο τον καιρό. Κι εγώ έπρεπε να γίνω άντρας, κάτι σαν τον Αλέν Ντελόν της εποχής. Η Νικολέτα μπαινόβγαινε στο σαλόνι, πήγαινε να πιεί νερό στη κουζίνα, πήγαινε στο μπάνιο, φορώντας πολλές φορές το νυχτικό της. Μετά έφευγα. Όταν έφευγα ήταν όλες οι παραισθήσεις του έρωτα. Αυτές που ένα βράδυ της Άνοιξης ξεπέρασαν την ντροπή μου και την περίμενα στην είσοδο. Εδώ που τώρα τρώω το προφιτερόλ.
Είχα κάνει τόσες πρόβες, καμία δεν μου βγήκε στην παράσταση. Της είπα ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Εκείνη μου είπε ότι αγαπάει έναν άλλον. Δυό λέξεις ξέραμε τότε, τις είπαμε, από μία. Μετά είπαμε καληνύχτα. Δεν  ξεπέρασα ακόμα εκείνο το βράδυ, ούτε ανέβηκα ποτέ ξανά στο σπίτι της. Την απέφευγα πάντα. Ακόμα την αποφεύγω.
Το προφιτερόλ από τη Μέλισσα ήταν γλυκό, αλλά σαν του Μανώλη δεν ήταν. Ο Μανώλης ήταν ένας χοντρός ζαχαροπλάστης, δίπλα στο παλιό Κτελ, στη γωνία που είναι τώρα το Μεταίχμιο. Αν και το Άριστον και το Πικαντίλυ ήταν δίπλα στο σπίτι, εγώ έτρεχα στον Μανώλη. Στο Άριστον έπαιρνα ποτήρι. Γλυκό ποτήρι.
Ένα άδειο σπίτι δικό μου. Το σπίτι που μεγάλωσα από τα δώδεκα και μετά.  Ποια είναι η πατρίδα μας τελικά;  Που είναι οι ρίζες σου;  Τι απέμεινε από τα πρώτα χρόνια στο χωριό, από τα χρόνια του Γυμνασίου, από τα χρόνια τα φοιτητικά στη Θεσσαλονίκη, από τα χρόνια της δουλειάς στην Αθήνα, από τα ταξίδια, από την επιστροφή; Τι καταστάλαξε μέσα μας, ποιες είναι χαρακιές και ποια τα σημάδια;
Αν πατρίδα μας είναι η γη, ο χρόνος τι είναι;  Φτάνει ίσως μια στιγμή να καταλάβεις, ότι δεν κατάλαβες ολόκληρη ζωή.
Είμαι τώρα γυμνός ξαπλωμένος πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Οι ίδιοι τοίχοι, τα παράθυρα, τα παντζούρια παλιά, τα ντουλάπια της κουζίνας, η εντοιχισμένη ντουλάπα για τα ρούχα, ξεθωριασμένα χρώματα, μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια.
Η μάνα μου όμως είναι στο χωριό, η κοιλιά της γέρασε πια. Τα μάτια της είναι τα ίδια. Ολόιδια.

Ταξιδευτής
8 Αυγούστου 2014 (27)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου