7 Νοε 2014

Η ομορφιά δεν γλυτώνει από τους βαρβάρους.


 Άδικα ψάχνω τα κλειδιά μου, το κλειδί το είχα δώσει στη Μάρθα. Χτυπάω απαλά την πόρτα, ύστερα πιο δυνατά. Όταν άνοιξε, κρατούσε στην αγκαλιά της το γατάκι. Το γατάκι νιαούρισε, αυτή δεν μίλησε. Ούτε κι εγώ.
 Αχνό σκοτάδι το σπίτι. Ένα στρώμα στο πάτωμα, καταμεσής στο δωμάτιο. Η Μάρθα έπεσε μπρούμυτα. Το γατάκι στάθηκε δίπλα της. Της έγλειφε τα σημάδια. Μια ακτίνα φωτός από κάποιο κενό στα στόρια έπεφτε πάνω στον τοίχο.
-Πεινάς; 
 της είπα. Δεν απάντησε. Κρατούσε τα μάτια της κλειστά. Και την ψυχή της. Τα σημάδια μαρτύραγαν το σκοτάδι της.
 Πόσες φορές το σώμα μας δεν λέει την αλήθεια; Παραμένει ζωντανό, αντιστέκεται, φτιασιδώνεται για χάρη του φαίνεσθαι. Η  αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Κάποτε καταρρέει, όπως ένα δόντι, πονάει λίγο στην αρχή, ο πόνος γίνεται αβάσταχτος στο τέλος.
-Νερό; Πάλι δεν κουνήθηκε, σαν φυτό που μαράθηκε. Της άφησα ένα μπουκαλάκι νερό δίπλα της. Ο πόνος πετρώνει το στομάχι, στερεύει τα δάκρυα. Έχω δει φυτά να ανασταίνονται, εκεί που νόμιζες ότι πέθαναν. Χώρες ολόκληρες να ξαναγεννιούνται. Εκεί που νομίζεις ότι τέλειωσαν.
Στάχτες αφήνει ο πόλεμος, εκεί που θα φυτρώσει ξανά η ζωή.

 Το λευκό διάφανο δέρμα της γεμάτο μελανιές, είχε κακοποιηθεί βάναυσα.  Σαν μια πευκόφυτη πλαγιά βουνού δίπλα στη θάλασσα όπου γίνονται γεωτρήσεις από λαίμαργους χρυσοθήρες. Άναυδη η θάλασσα, ακύμαντη, αρνείται να χαϊδέψει την πληγή. Η σιωπηλή κραυγή του πόνου.
Η όμορφη Μάρθα του νοσοκομείου. Εκείνα τα μεγάλα χαμογελαστά μάτια, τα καθαρά  ξανθά της μαλλιά, η χάρη εκείνη στην αύρα της. Η περήφανη λάμψη της, η φρεσκάδα στα μαγουλά της, η ζεστασιά στη φωνή της αρρώστησαν. Ο πυρετός του εσωτερικού πόνου πάγωνε τα  εξαντλημένα χέρια της, τα ταλαιπωρημένα πόδια της.

 Απέραντη γαλάζια θάλασσα γεμάτη διαμάντια νησιά, γαλανός ουρανός, καθαρά μεγάλα ποτάμια αρτηρίες στο σώμα της, εύφορες πεδιάδες και ελατόχρυσα βουνά, σοκάκια καλντερίμια και δρόμοι μεγάλης φυγής, σελίδες ξέχωρης αντίστασης στους βαρβάρους, ήρωες και αντιήρωες, βαθύ πηγάδι η ιστορία της.
 Την έβαλαν σημάδι οι βιαστές της ομορφιάς. Αυτοί που ποτέ δεν μπόρεσαν να δουν με τα μάτια τους τις βοκαμβίλιες στα πλακόστρωτα σοκάκια των νησιών της, να συναισθανθούν με την αφή τους κάτασπρα εκκλησάκια, προσευχή στη δημιουργία της φύσης, να μυρίσουν το άρωμα απ’ το σώμα της, το θυμάρι της Κεφαλλονιάς, το πεύκο της Σκοπέλου, να ακούσουν τους ψιθύρους της ιστορίας, να γευτούν τους αιώνιους καρπούς της. 

 Η ομορφιά δεν γλυτώνει από τους βαρβάρους. Αγνοούν την αθανασία της. 

Ταξιδευτής
7 Νοεμβρίου 2014 (34)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου